You Were Never Really Here

Ο Γιοακίν Φίνιξ είναι ο καλύτερος ηθοποιός της γενιάς του• δεδομένο αυτό. Αλλά και πάλι, την ερμηνεία του στο «You Were Never Really Here», δεν την περιμένεις, πέφτει πάνω σου σαν κεραυνός, σε χτυπάει σαν νταλίκα, σε αποσβολώνει. Ο άνθρωπος δεν είναι καλά, δεν μπορεί να είναι καλά. Τόσο ταλέντο στην υποκριτική, είναι από μόνο του ένα είδος ψυχοπαθολογίας. Και η εξαιρετική ταινία της Λιν Ράμσεϊ δεν είναι απλά μια νέα ανάγνωση στο εμβληματικό αριστούργημα του Σκορσέζε, τον «Ταξιτζή» (όπως γράφτηκε πολύ, και εδώ και έξω)• παρά τις αρκετές ομοιότητες, είναι πολλά περισσότερα, πράγμα που οφείλεται και στη σπουδαία ερμηνεία αυτού του τεράστιου ηθοποιού.

Βετεράνος κάποιου πολέμου για τον οποίο δεν μαθαίνουμε ποτέ λεπτομέρειες, ο Τζο είναι κάτι ανάμεσα σε ιδιότυπο ντετέκτιβ και πληρωμένο εκτελεστή. Μένει στο ίδιο σπίτι με την ηλικιωμένη μητέρα του, την οποία φροντίζει αδιαμαρτύρητα, κι έχει ένα χάος στο κεφάλι του. Από την τραυματική παιδική του ηλικία μέχρι τις εμπειρίες του στο πεδίο της μάχης, οι αναμνήσεις του Τζο είναι σαρκοβόρα θηρία που γυρεύουν να τον ξεκάνουν. Κάποια στιγμή, ο σταθερός του συνεργάτης θα του αναθέσει μια νέα αποστολή: να βρει την δεκατριάχρονη κόρη ενός γερουσιαστή, που έχει απαχθεί από ένα κύκλωμα σωματεμπορίας. Ο επιφανής πατέρας της, αφενός δεν θέλει να μπλεχτεί η αστυνομία για να μην ξεσπάσει σκάνδαλο, αφετέρου θέλει οι απαγωγείς να πονέσουν. Πολύ. Κι έχει μάθει ότι ο Τζο είναι ο κατάλληλος άνθρωπος, ειδικά για το δεύτερο.

Αμπαλαρισμένο στη συσκευασία ενός εικαστικά σαγηνευτικού, ψυχοτρόπου νεο-νουάρ, το «You Were Never Really Here», ξετυλίγεται με τη λογική ενός φροϋδικού εφιάλτη. Η σχέση του Τζο με τη μητέρα του, έστω και μέσω ιδιαίτερα λεπτών, αραχνοΰφαντων νύξεων, φέρει τα σημάδια της οιδιπόδειας δομής (καθόλου τυχαίες οι αναφορές στο «Ψυχώ» του Χίτσκοκ). Η αόρατη –και εξ αυτού ακόμα πιο τρομακτική- παρουσία του πατέρα που στοιχειώνει τις αναμνήσεις του ήρωα, δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες. Έχουμε να κάνουμε μ’ ένα πρόσωπο βασανισμένο απ’ τα γεννοφάσκια του, νομοτελειακά προορισμένο να  βρει καταφύγιο στη βία. Τα σημάδια στο σώμα του Τζο, δεν είναι τίποτα μπροστά στα σημάδια της ψυχής του.

Κι όμως, η Ράμσεϊ αγαπά το πληγωμένο θηρίο της, και δεν το αφήνει να κατακρημνιστεί στο έρεβος της απανθρακωμένης του καρδιάς. Η διαλεκτική της πορείας του Τζο, ενέχει την υπόσχεση της λύτρωσης. Η δεκατριάχρονη κόρη του γερουσιαστή, ενσαρκώνει την ελπίδα. Δεν είναι όλα εντελώς χαμένα. Ενυπάρχει ένας τραχύς ανθρωπισμός πίσω απ’ τα πλάνα του φιλμ, καθώς και μια προσδοκία γιατρειάς.  Για παράδειγμα, σε αντίθεση με διάφορες μετα-ταραντινικές ασκήσεις ύφους που θεοποιούν κυνικά τη φρίκη, ομνύοντας στη φωτογένεια της σκληρότητας κι αδιαφορώντας για το μοραλιστικό συγκείμενο του δράματος, το «You Were Never Really Here» εκφέρει λόγο πάνω στη βία, τόσο φορμαλιστικά (με την ηθική επιλογή της Ράμσεϊ να αφήνει, τις περισσότερες φορές, εκτός κάδρου τις αποτρόπαιες πράξεις και να αποτυπώνει, κυρίως, το ίχνος τους όταν έχουν συντελεστεί), όσο και μέσω κρίσιμων σεναριακών επιλογών (η εκπληκτική σκηνή όπου ο Τζο, τραγουδά μαζί με τον πληρωμένο δολοφόνο που ψυχορραγεί στο πάτωμα του σπιτιού του, και λίγο αργότερα του σφίγγει το χέρι).

Σε ό,τι αφορά δε, τις συγκρίσεις με τη μυθική ταινία του Σκορσέζε, να πούμε ότι στέκουν μέχρι ένα σημείο. Ο «Ταξιτζής» είναι ένα μεστό κοινωνικοπολιτικό έργο, με σαφείς ταξικές αναφορές και ιστορικές συνδέσεις, πιο ξεκάθαρη ιδεολογική στόχευση και ηθελημένη μοραλιστική αμφισημία, ενώ το φιλμ της Ράμσεϊ είναι περισσότερο ένα ποίημα τονικότητας, μια φούγκα ψυχολογικού τρόμου με εξπρεσιονιστική φόρμα, υποβλητική ονειρική ατμόσφαιρα και αφαιρετική σκηνοθετική εκτέλεση. Τα θέματα είναι γνωστά: η βία, η μοναξιά, η απόγνωση, το διαρκές φλερτ με τον θάνατο στα σκοτεινά σοκάκια μιας θηριώδους πόλης, ο άνθρωπος που ποτέ δεν είναι επαρκής, το παρελθόν ως κατάρα, αναγνωρίσιμα μοτίβα του κινηματογραφικού υπαρξισμού που αναπτύσσονται κάτω από νέον φωτισμούς μιας αστικής κόλασης, κατοικημένης από ρευστά -όπως η μνήμη, όπως η σκοροφαγωμένη συνείδηση του κεντρικού ήρωα- φαντάσματα.

Φιλμάροντας το ηθικό ναδίρ μας ως στυλιζαρισμένο μεταμεσονύκτιο γουέστερν, η Ράμσεϊ μετατρέπει την πανταχού παρούσα οδύνη του Φίνιξ (ο οποίος γεμίζει το κάδρο με την πυκνότητα μιας λακωνικής απόγνωσης, βαριάς και μαύρης σαν ηφαιστειογενές πέτρωμα) σε installation από την άβυσσο, βυθίζοντάς μας σ’ ένα πένθος απόλυτα προσωπικό. Η πολιτική διάσταση της ταινίας είναι τόσο αφηρημένη όσο κι ο πόλεμος που αποτέλειωσε τον τραυματισμένο ψυχισμό του Τζο.

Το “You Were Never Really Here” δεν είναι έργο πολιτικό, παρά τα όποια παραπλανητικά επιφαινόμενα της πλοκής του (ο διεφθαρμένος κυβερνήτης είναι ένα αφελές στερεότυπο με το οποίο η Ράμσεϊ μοιάζει να χλευάζει την τυφλή οργή των απλών ανθρώπων απέναντι στην εξουσία), κι όσοι το είδαν έτσι, λογικό που το απέρριψαν ως απλοϊκό• είναι μια τριπαρισμένη βόλτα στη σκοτεινή πλευρά και τα μαρτύρια της ψυχής που, απρόσμενα, τελειώνει το ξημέρωμα, μέσα στην ηλιόλουστη υπόσχεση μιας καινούργιας, όμορφης μέρας. Κι αυτή του η γλυκόπικρη αισιοδοξία -σε αντίθεση με τον κεκαλυμμένο μηδενισμό του “Ταξιτζή”- το κάνει μέχρι και συγκινητικό.

~του Γιάννη Σμοΐλη

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΒΟΛΩΝ

Thessaloniki International Film Festival