Πώς το Φεστιβάλ έγινε κόμικς: όταν η Ντάρια γνώρισε τον Σωτήρη

του Γιάννη Παλαβού

Γιατί το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης γιορτάζει την επέτειο των εξήντα του χρόνων μ’ ένα γκράφικ νόβελ; Εδώ και λίγα χρόνια, η ελληνική σκηνή των κόμικς έχει κάθε λόγο να υπερηφανεύεται για το υψηλό της επίπεδο, και το Φεστιβάλ, πάντοτε ανοιχτό στα νέα ταλέντα από όμορες καλλιτεχνικές περιοχές, αγκαλιάζει αυτή τη νέα δυναμική. Πώς όμως προέκυψαν η Ντάρια και ο Σωτήρης, οι πρωταγωνιστές του Φεστιβάλ, του κόμικς που δημιούργησαν οι Γιώργος Γούσης, Παναγιώτης Πανταζής και Γεωργία Ζάχαρη, με αφορμή έξι δεκαετίες γεμάτες εικόνες; Για να απαντήσουμε, επιχειρούμε μια σύντομη αναδρομή στη σχέση των ελλήνων αναγνωστών με την ένατη τέχνη – και αποτολμούμε μια πρόταση για τα 80ά γενέθλια του Φεστιβάλ.

Τον Μάρτιο του 2013, στο αμφιθέατρο του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, η Σχολή Μωραΐτη διοργάνωσε ένα διήμερο συνέδριο με τίτλο «Νέες μορφές έκφρασης». Το θέμα ήταν η σχέση των κόμικς με τις παραδοσιακές αφηγηματικές τέχνες και, κυρίως, με τη λογοτεχνία. Κομίστες, συγγραφείς και κριτικοί εναλλάσσονταν στο βήμα, όταν, γύρω στις 21:00, τελευταίος ομιλητής της πρώτης ημέρας, πήρε τον λόγο ο Αλέκος Παπαδάτος, συνδημιουργός του Logicomix. Ευδιάθετος και φιλοπαίγμων, παρά τα σημάδια της κούρασης εξαιτίας των μακροσκελών εισηγήσεων που είχαν προηγηθεί, είπε: «Όταν ήμουν παιδί, διάβαζα μανιωδώς κόμικς και ο πατέρας μου διαμαρτυρόταν. Τώρα ο γιος μου παίζει νυχθημερόν βιντεοπαιχνίδια. Όταν πάω να γκρινιάξω, σκέφτομαι: ποιος ξέρει, λέω, ίσως κάποτε τα βίντεο γκέιμς να θεωρούνται κι αυτά τέ-χνη και να ανησυχώ άδικα, σαν τον πατέρα μου».

Η μικρή αυτή ιστορία του Αλέκου Παπαδάτου, εικονογράφου του πιο επιτυχημένου ελληνι-κού κόμικς, του Logicomix (Ίκαρος 2008), είναι διδακτική – παρότι βέβαια διδάσκει δύο πράγματα που θα έπρεπε να θεωρούμε αυτονόητα: πρώτον, ότι η αντίληψη για το τι θεωρείται «τέχνη» δεν χωράει στην παρωχημένη αντίληψη περί «υψη-λού» και «χαμηλού» και ότι η τράπουλα της αισθητικής έκφρασης ξαναμοιράζεται διαρκώς με αφορμή κάθε νέο μέσο· και, δεύτερον, ότι τα κόμικς έχουν προ πολλού αποβάλει το στίγμα της εφηβικής, «πνευματικά επιζήμιας» διασκέδασης ή, έστω, της αβαθούς καλλιτεχνικής φόρμας.Προ πολλού, είπαμε; Ίσως για χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Ιταλία, χώρες δηλαδή με παράδοση στα κόμικς, όπου από σχετικά νωρίς, από τη δεκαετία του ‘50, το μέσο ωρίμασε, κω-δικοποιώντας τη γραμματική και το συντακτικό του, ενσωματώνοντας τις κατακτήσεις άλλων τε-χνών και συνομιλώντας με την εποχή του – ό,τι κάνει δηλαδή κάθε τέχνη και ό,τι έκανε κι ο ίδιος ο κινηματογράφος, ο οποίος επίσης ξεκίνησε ως περιφρονητέα λαϊκή διασκέδαση. Ήδη από την εποχή του Γουίλ Άισνερ, και αργότερα, τη δεκαετία του ‘60, με την αξιοποίησή τους από την αντικουλτούρα, τα κόμικς σταδιακά κανονικοποιούνται, σε μια πορεία που διαρκεί έως σήμερα και ως κορυφώσεις της μπορούμε, ενδεικτικά, να μνημονεύσουμε δύο στιγμές: το περίφημο Maus του Αρτ Σπίγκελμαν (1991) και την περσινή υποψηφιότητα του γκράφικ νόβελ Sabrina του Νικ Ντρνάσο για το βραβείο Μπούκερ, μία από τις εγκυρότερες λογοτεχνικές διακρίσεις διεθνώς. 

Αυτά «εις την Δύσιν». Στην Ελλάδα;Εδώ, ο λόγος γύρω από τα κόμικς ήταν έως πρόσφατα απαξιωτικός. Μπορεί τη δεκαετία του ‘80 η Βαβέλ και το Παρά πέντε, έντυπα που εισήγαγαν το πνεύμα της αμφισβήτησης του ‘60 και του ‘70 στην Ελλάδα, να σύστησαν στους αναγνώστες την απαιτητική πλευρά του μέσου, ωστόσο ο αντίκτυπός τους αφορούσε μάλλον μια μικρή μειοψηφία. Για την πλειοψηφία –όχι μόνο των αμύητων αλλά και, κι αυτό είναι το σημαντικότερο, των διαμορφωτών του πνευματικού τοπίου– τα κόμικς παρέμεναν συνώνυμο της γελοιογραφίας και του ευφυολογήματος. 

Λίγοι καλλιτέχνες και θεωρητικοί της Τέχνης έδειξαν ενδιαφέρον, με γνωστότερη εξαίρεση τον καθηγητή Αρχιτεκτονικής και συγγραφέα Πέτρο Μαρτινίδη. Το 2000, η έκδοση του από την κραταιή τότε Ελευθεροτυπία βελτίωσε τα πράγματα – αν και, επί της ουσίας, τα κόμικς απλώς αναβαθμίστηκαν στην περιοχή της «νεανικής υποκουλτούρας».Ωστόσο, η κατάσταση φαίνεται εδώ και λίγα χρόνια να αλλάζει. Πρώτα ήρθε η ανέλπιστη επιτυχία του Logicomix των Δοξιάδη-Παπαδάτου, που μετά από την πρώτη του έκδοση στην Ελλάδα –και μάλιστα από τον Ίκαρο, εκδότη-σύμβολο της παράδοσης– μεταφράστηκε σε δεκατέσσερις χώρες.

Ακολούθησε η επίσης σημαντική επιτυχία του Ερωτόκριτου των Γούση-Παπαμάρκου-Ράγκου (Polaris 2016), ενώ το 2017 το Γρα-Γρου, που έγραψαν ο υπογράφων και ο Τάσος Ζαφειριάδης και σχεδίασε ο Θανάσης Πέτρου (επίσης από τον Ίκαρο), ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Ο αναγνώστης, την κορυφαία εγχώρια λογοτεχνική τιμή μαζί με τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας. Την ίδια χρονιά ένα νέο περιοδικό κόμικς, Ο μπλε κομήτης, με αρχισυντάκτη τον Γιώργο Γούση, συσπείρωσε τη νεότερη γενιά δημιουργών. Παράλληλα, το 2018, το ένθετο «Βιβλία» του Βήματος αφιέρωσε ολόκληρο τον Αύγουστο στη συζήτηση περί λογοτεχνίας και κόμικς, ενώ φέτος τον Ιανουάριο οι σελίδες του Συλλέκτη του Soloup (Ίκαρος) εκτέθηκαν σε ειδική έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη.Πώς όμως εξηγείται αυτή η στροφή; Ένας λόγος, υποθέτουμε, είναι η ωρίμαση της γενιάς του 9: οι αναγνώστες και οι καλλιτέχνες του περιοδικού, γύρω στα σαράντα πλέον οι περισσότεροι, με έργο και διακρίσεις ως εικονογράφοι σε εκδοτικούς οίκους και παιδικά βιβλία, είναι πλέον σε θέση να επηρεάζουν τον κυρίαρχο λόγο, τόσο ως καταναλωτές όσο και ως δημιουργοί.

Ένας άλλος είναι η ενσωμάτωση στον κανόνα –βοηθούντος ίσως κι ενός διάχυτου νοσταλγικού βλέμματος προς τη δεκαετία του ‘80– της κληρονομιάς της Βαβέλ· ήδη, άλλωστε, επί προεδρίας του Γιώργου Λούκου στο Φε-στιβάλ Αθηνών, η εκδότρια του περιοδικού, η Νίκη Τζούδα, διετέλεσε σύμβουλος του Οργα-νισμού.Το κυριότερο, ωστόσο, είναι η σταδια-κή σύμπλευση, έστω και με καθυστέρηση, των ελλήνων εκδοτών με την εμπεδωμένη διεθνώς άποψη στην οποία αναφερθήκαμε ήδη: ότι τα κόμικς είναι μια καθόλα σεβαστή μορφή τέχνης.Έτσι φέτος, με αφορμή τη γιορτή των εξήντα του χρόνων, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσ-σαλονίκης αφουγκράζεται αυτή την ευπρόσδε-κτη αλλαγή κι έχει τη χαρά να είναι κομμάτι της.

Το Φεστιβάλ, το γκράφικ νόβελ που υπογράφουν οι Γούσης, Πανταζής και Ζάχαρη, τρεις από τους κορυφαίους κομίστες της νέας γενιάς, έρχεται να αποδείξει τη δυναμική της άνθησης του ελληνι-κού κόμικς, συστήνοντάς μας μάλιστα δύο από τους πιο αξιομνημόνευτους χαρακτήρες των εγχώριων κόμικς, την Ντάρια και τον Σωτήρη. Η ιστορία τους διατρέχει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και ξεδιπλώνεται ως μια τρυφερή ερωτική επιστολή προς το σινεμά, προς το Φε-στιβάλ και, πάνω απ’ όλα, προς την πόλη που το δεξιώνεται εδώ και έξι δεκαετίες. Αναμφίβολα, το γεγονός ότι ένας από τους κορυφαίους πολιτιστικούς φορείς της χώρας γιορτάζει μ’ ένα γκράφικ νόβελ τα γενέθλιά του είναι μια αξιοσημείωτη στιγμή για την εγχώρια ένατη τέχνη.Όσο για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ευχόμαστε το άνοιγμά του στα κόμικς, που εντάσσεται στη συνομιλία του εδώ και λίγα χρόνια με τη σύγχρονη εικαστική δημιουργία, να το οδηγήσει σε άνοιγμα προς ακόμα πιο ριζοσπαστικούς δρόμους. 

Κι εδώ επιστρέφουμε στις σκέψεις του Αλέκου Παπαδάτου: ποιος ξέρει, ίσως θα ήταν καλή ιδέα σε είκοσι χρόνια, στην 80ή του επέτειο, το Φεστιβάλ να γιορτάσει τα γενέθλιά του μ’ ένα βίντεο γκέιμ.

Thessaloniki International Film Festival