Theo Angelopoulos

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είναι, χωρίς αμφιβολία, ο έλληνας σκηνοθέτης με τη μεγαλύτερη διεθνή αποδοχή κι ένας από τους πιο συζητημένους εγχώριους δημιουργούς.

Το έργο του αποτελεί αντικείμενο μελετών, μονόγραφιών, συγγραμμάτων, διατριβών, αφιερωμάτων. Πολλά βιβλία έχουν γραφτεί σε όλο τον κόσμο, από την Αμερική και την Κίνα ώς την Ιαπωνία και, φυσικά, την Ευρώπη. Οι ταινίες του προβάλλονται παντού και προκαλούν την παγκόσμια προσοχή. Όλες είναι φορτωμένες με διεθνείς διακρίσεις, με απόγειο τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ Καννών για το Μια αιωνιότητα και μια μέρα.

Ο Αγγελόπουλος εμφανίστηκε δυναμικά με την Αναπαράσταση, και στη συνέχεια επιβεβαίωσε με συνέπεια όχι μόνο το ταλέντο του, αλλά και τις δημιουργικές αγωνίες του και τις αισθητικές, πολιτικές, θεματικές αρχές του. Η ελπίδα, το ξάφνιασμα που έφερε στον παγκόσμιο κινηματογράφο η Αναπαράσταση, επαληθεύτηκε με τις Μέρες του ’36 και κορυφώθηκε με τον Θίασο, έργο που αποτελεί σημείο αναφοράς του σύγχρονου κινηματογράφου. Και από τότε, σε όλες τις μετέπειτα ταινίες του, ο Αγγελόπουλος τραβάει τον μοναδικό και μοναχικό του δρόμο, πεισματικά προσηλωμένος στην τέχνη του, σημαντικό μέγεθος και αναγνωρίσιμη γραφή στον κινηματογραφικό πολιτισμό.

Από τους τελευταίους και χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους του μοντερνισμού στον κινηματογράφο, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στάθηκε άξιος συνεχιστής της μεταπολεμικής παράδοσης του Antonioni και σπουδαίος συνοδοιπόρος του Όσιμα, του Jancsô, του Bertolucci, του Wenders, διαμορφώνοντας ένα καινούργιο, προσωπικό και προωθημένο στιλιστικό ίχνος, όταν, παγκοσμίως, οι αισθητικές αναζητήσεις βρίσκονταν σε ύφεση και επικρατούσε ο κομφορμισμός.

Αν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος αντλεί την έμπνευσή του από τη μεγάλη δεξαμενή των αρχαίων μύθων και του αρχαίου θεάτρου, χωρίς να αποκαλύπτει πάντα ως «κρυφή παράδοση» την πηγή της απόκρυφης καταγωγής, οι ταινίες του αναφέρονται, προεκτείνουν και ανανεώνουν μια διαχρονική θεματολογία όπου εναλλάσσονται γνώριμες έννοιες και βαρυσήμαντα μοτίβα: η Ιστορία, η μνήμη, το θέατρο, η αναπαράσταση, το ταξίδι προς τη συνείδηση, ατομική και συλλογική, το ταξίδι ως μύηση και εμπειρία, τα σύνορα ως φραγμός στην ελευθερία, η εξορία: ο γερο-Κατράκης στο Ταξίδι στα Κύθηρα εξορίζεται από την Ιστορία, αυτήν που κατασκευάζουν πάντα οι νικητές, ο Keitel είναι ο πλάνητας στον ιστορικό και εσωτερικό χρόνο, αυτός που διασχίζει τα Βαλκάνια αναζητώντας το πρώτο βλέμμα τυπωμένο σε φιλμ, ενώ ο μελισσοκόμος Mastroianni προαναγγέλλει ήδη τον Ganz της μελαγχολίας και της περιπλάνησης σε μια σκληρή ουτοπία, σε μια χαμένη γλώσσα, σε μια ανάπηρη πατρίδα.

Ο κινηματογράφος του Αγγελόπουλου είναι ένας κινηματογράφος ιδεών και αισθημάτων, δεν είναι ρητορικός και αισθηματολογικός. Στην τέχνη των εικόνων αντιπαραθέτει την ποιότητα του βλέμματος· στη γραφικότητα του τοπίου τη διάρκεια του χρόνου. Όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο για έναν σκηνοθέτη σπάνιας εικαστικής πληρότητας, ο Αγγελόπουλος απαξιώνει συχνά την εικόνα ως πηγή ψευδαισθήσεων και πρόχειρων εντυπώσεων. Τα άδεια κάδρα, η ομίχλη και η υγρασία παραπέμπουν στους βυζαντινούς ζωγράφους, όπου το ζητούμενο δεν ήταν η ρεαλιστική καταγραφή, αλλά το νόημα. Η εννοιολογική τέχνη των μοντέρνων ζωγράφων προκύπτει από τις βυζαντινές αγιογραφίες.

Ο Αγγελόπουλος επιμένει ότι η κινηματογραφική ποιητική δεν υπάρχει ως ανοιχτή, χασματική, ελευθεριάζουσα ύφανση, αλλά ως αυστηρά δομημένο, απόλυτα ελεγχόμενο πεδίο, που επιδιώκει να αιχμαλωτίσει το νόημα. Τα μεγάλα σε διάρκεια πλάνα του, σημείο αναφοράς και αναγνώρισης της κινηματογραφικής του γλώσσας, δεν είναι ένας αισθητικός παροξυσμός, μια υπερβολή ή μια μανιέρα. Αντίθετα, είναι το κατ’ εξοχήν υφολογικό εργαλείο στο οποίο καταφεύγει ο σκηνοθέτης, ως απόλυτος κυρίαρχος, για να πειθαρχήσει καλύτερα, μέσα απ’ τον χρόνο και τη διάρκειά του, το όριο, το βάρος και το βεληνεκές των νοημάτων που παράγει. Όπως έλεγε ο Godard για το τράβελινγκ, στον Αγγελόπουλο, η χρήση του πλάνου σεκάνς είναι ζήτημα ηθικής τάξης.

Η αυστηρότητα που σημειώσαμε, ενισχύεται από μια μελαγχολία και μια απαισιοδοξία διάχυτη, ιδιαίτερα στις τελευταίες του ταινίες. Στις Μέρες του ’36, στον Θίασο, στους Κυνηγούς και, ιδίως, στον Μέγαλέξανδρο, υπήρχε μια μπρεχτικής αναφοράς πολιτική ανάλυση, όπου η Ιστορία καθόριζε τη μοίρα των ανθρώπων, σχηματοποιούσε τις χειρονομίες τους. Με το Ταξίδι στα Κύθηρα ξεκινάει μια άλλη αναζήτηση για το φοβερό σημάδι της Ιστορίας πάνω στο ανθρώπινο τοπίο. Είναι η εποχή της απώλειας, και ο Αγγελόπουλος συλλαμβάνει, πολύ νωρίς, τη μελαγχολία για το τέλος της ουτοπίας. Και πάλι, όμως, δεν γίνεται αισθηματολόγος, δεν εκβιάζει τη συγκίνηση, αλλά ψάχνει στην εξορία του γέρου, στην αναχώρηση του μελισσοκόμου, στην αναζήτηση του πατέρα, στην περιπλάνηση στα φλογισμένα Βαλκάνια, τον ήχο του πανάρχαιου μύθου. Η ποίηση του Αγγελόπουλου δεν παρηγορεί, υπογραμμίζει μανιακά τα αδιέξοδα, η απαισιοδοξία του είναι καρπός της αίσθησης της Ιστορίας που κάθε φορά ανακυκλώνει τη φρίκη της.

Σε μια εποχή αποθέωσης και κυριαρχίας της εξομοίωσης, μακριά από μόδες και φθηνές λύσεις, ο Αγγελόπουλος αποτελεί πρόκληση με την επιμονή του στην τέχνη και στον στοχασμό. Πολλοί είναι οι κορυφαίοι δημιουργοί του καιρού μας που έχουν εκφράσει δημοσίως τον θαυμασμό τους στο έργο του: από τον Antonioni στον Kurosawa, από τον Hou Hsiao-Hsien στον Scorsese, από τον Wenders στον Kiarostami.

Δημόπουλος, Μ., (2000). Πρόλογος. Στο Στάθη, Ε. (επίμ.), Αναδρομή στο έργο του Θεόδωρου Αγγελόπουλου από το 41ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (10-19/11/2000). Εκδόσεις Καστανιώτη.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΒΟΛΩΝ

Thessaloniki International Film Festival