Από τα ζωγραφικά ντοκιμαντέρ του Πάουλους Πότερ στις υποβρύχιες ζωγραφιές του Κρεγκ Φόστερ
~ του Ορέστη Ανδρεαδάκη
Ένας ντοκιμαντερίστας ζωγράφος της ολλανδικής Χρυσής Εποχής καταγράφει τις –ήδη από τον 17ο αιώνα– διαταραγμένες σχέσεις ανθρώπου και φύσης, προειδοποιώντας για μια εκδίκηση που θα βιώσουν οι επόμενες γενιές, δηλαδή εμείς. Και ένας δύτης του 21ου αιώνα διδάσκεται από ένα χταπόδι να ιχνηλατεί, στα νερά της Νότιας Αφρικής, την υποβρύχια ιερότητα της ύπαρξης. Και οι δύο θέτουν σε δοκιμασία την ιεραρχία των έμβιων όντων του πλανήτη και αμφισβητούν ότι είμαστε το περιούσιο είδος του Δημιουργού.
Ο Νεαρός Ταύρος έχει στρέψει το κεφάλι του και κοιτάζει ίσια έξω από τον πίνακα. Κάποιος ήχος –το σύρσιμο του πινέλου πάνω στον καμβά;– ίσως τον τρόμαξε. Μαζί του, δίπλα του, άλλα έξι έμβια όντα: μια αγελάδα, ένα κριάρι, ένας βάτραχος, μια γίδα, το κατσικάκι της και ένας άνθρωπος. Αυτός ο τελευταίος, όμως, για πρώτη φορά στην ιστορία της ζωγραφικής δεν είναι ο πρωταγωνιστής της σύνθεσης, ενώ το σώμα του, στριμωγμένο ανάμεσα σε δύο δέντρα και έναν φράκτη, δεν φαίνεται καν ολόκληρο.
Περήφανος και αγέρωχος, με το δέρμα του στιλπνό και το τρίχωμα ηλεκτρισμένο, ο Νεαρός Ταύρος μοιάζει απόλυτα κυρίαρχος ενός κάδρου που μέχρι τότε ανήκε αποκλειστικά στους ανθρώπους.
Το 1647 που ο Ολλανδός Πάουλους Πότερ ζωγράφισε αυτόν τον, μνημειακών διαστάσεων, πίνακα (339 εκ. × 235,5 εκ.) η πατρίδα του η Ολλανδία ζούσε στη Χρυσή Εποχή της ζωγραφικής. Περίπου 1.000 καλλιτέχνες (ανάμεσά τους ο Ρέμπραντ, ο Βερμέερ, ο Φρανς Χαλς, ο ντε Χόοχ, ο Χοοχστράτεν) δραστηριοποιήθηκαν φιλοτεχνώντας περισσότερα από ένα εκατομμύριο έργα. Ταυτόχρονα όμως ήταν και μια εποχή αυστηρού καλβινισμού, οικονομικού φανατισμού και αποικιοκρατίας. Τότε μπήκαν τα θεμέλια της χρηματιστηριακής απληστίας από τον πρώτο bear raider της ιστορίας, τον Ισαάκ Λε Μερ (1558-1624), ενώ το 1636 στήθηκε και η πρώτη κερδοσκοπική φούσκα, η λεγόμενη «Μανία της Τουλίπας», την ώρα που οι πρώτες πολυεθνικές εταιρείες, με τη βοήθεια του πανίσχυρου ολλανδικού ναυτικού, εκμεταλλεύονταν τον φυσικό πλούτο της Ινδονησίας, της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής. Οι βαρβαρότητες, οι σφαγές και η υποδούλωση των τοπικών πληθυσμών συνδυάστηκαν με την πλήρη αδιαφορία για το περιβάλλον, την πανίδα και τη χλωρίδα των υπερπόντιων κτήσεων. Κατά μια έννοια, η πρώιμη εποχή της Ανθρωπόκαινου είχε ήδη αρχίσει.
Ας κοιτάξουμε τώρα και πάλι τον πίνακα του Πότερ, που σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο Μαουριτσχάους της Χάγης και είναι ο πρώτος στην ιστορία της τέχνης που απεικονίζει ένα τόσο μεγάλο ζώο στις φυσικές του διαστάσεις, και μάλιστα ζώο καθημερινό και ταπεινό, όχι μυθολογικό ή καθοσιωμένο.
Σταθερά σύμβολα της ολλανδικής ευημερίας αυτής της εποχής, ο ταύρος και η αγελάδα ούτως ή άλλως χρησιμοποιούνταν στην τέχνη από την εποχή των σπηλαίων και της μινωικής Κρήτης. Σε όλες όμως τις προγενέστερες απεικονίσεις τα ζώα αυτά ζωγραφίζονταν για να ενισχύσουν το δικαίωμα του ανθρώπου στην καθυπόταξη της φύσης.
Είμαι σίγουρος ότι πριν φτάσει στον καμβά –ειδικοί αναλυτές της ανατομίας συμφωνούν με αυτό– ο Πότερ πλησίασε, μελέτησε, σχεδίασε και άγγιξε (ναι, άγγιξε) δεκάδες ταύρους. Εξάλλου, δεν ήταν η πρώτη φορά: περίπου εκατό πίνακές του απεικονίζουν ζώα. Είχε περάσει ατέλειωτες ώρες στην εξοχή, είχε ακολουθήσει εκατοντάδες κοπάδια, είχε αφήσει τα ίχνη του πάνω στη λάσπη, ανάμεσα σε αναρίθμητα άλλα ίχνη προβάτων, αλόγων, χοίρων και σκύλων, είχε νιώσει τη ζέστη που αναδίδουν τα καπούλια τους, είχε μάθει να διαβάζει το βλέμμα τους. Και τώρα, μπροστά στον καμβά, καθώς το σύρσιμο του πινέλου έκανε τον ταύρο να στρέψει το κεφάλι, ήξερε ότι έπρεπε να προσθέσει δυο μικρές κουκκίδες υπομονής στο βλέμμα του. Αυτές τις κουκκίδες που χαρακτηρίζουν το είδος του: το είδος των αενάως πασχόντων.
……..
Τριακόσια εβδομήντα χρόνια αργότερα ένα παρόμοιο βλέμμα –δεν έχει καμία σημασία αν ανήκε σε ένα χταπόδι– ακούμπησε στη θαλπωρή ενός δύτη. Ήταν κι αυτό βλέμμα απαντοχής και εγκαρτέρησης. Ο Κρεγκ Φόστερ, σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ για την άγρια φύση, είχε μόλις συνειδητοποιήσει ότι το χταπόδι που παρακολουθούσε επί πολλές εβδομάδες στα παγωμένα νερά της Νότιας Αφρικής άρχισε να ενδιαφέρεται γι’ αυτόν καθώς τα βλέμματά τους συναντήθηκαν στον βυθό.
Ο Φόστερ έγινε γνωστός το 2000 με το ντοκιμαντέρ The Great Dance: A Hunter’s Story, στο οποίο κατέγραψε τη ζωή μιας φυλής κυνηγών στην έρημο Καλαχάρι στην Αφρική. Μένοντας μαζί τους έγινε ιχνηλάτης των ιερών δεσμών που συνδέουν τους ανθρώπους αυτούς με τον κόσμο που τους περιβάλλει – ακόμη και με τα ζώα που σκοτώνουν για να τραφούν.
Μερικά χρόνια αργότερα, και αφού βίωσε μια βαθιά προσωπική κρίση, επέστρεψε στον τόπο της παιδικής του ηλικίας: στη γιγάντια υποθαλάσσια ζούγκλα του Ακρωτηρίου των Καταιγίδων. Κατά τα λεγόμενά του, ήθελε να επανασυνδεθεί με την ιερότητα της φύσης – αυτή τη φορά στη θάλασσα.
Κάθε μέρα βουτούσε και κατέγραφε τον βυθό της περιοχής, έναν από τους πιο πλούσιους των ωκεανών. Και ξαφνικά, μετά από πέντε χρόνια, συνάντησε ένα παράξενο νεαρό θηλυκό χταπόδι. Το επισκεπτόταν κάθε μέρα, μέχρι που το χταπόδι άρχισε να τον εμπιστεύεται και να του επιτρέπει να εισχωρεί στον μυστικό του κόσμο. Του έδειξε πώς να ιχνηλατεί το υποθαλάσσιο θαύμα, να βρίσκει τον δρόμο του μέσα σε ένα δάσος από φύκια, να συνδιαλέγεται με τα ψάρια και τα όστρακα.
Το My Octopus Teacher ήταν η ταινία της επίσημης έναρξης του 22ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και συνέβαλε στη διαμόρφωση του πλαισίου στο οποίο τοποθετήθηκαν οι αναζητήσεις μας για την Ανθρωπόκαινο Εποχή. Την ταινία σκηνοθέτησαν η Πίπα Έρλις και ο Τζέιμς Ριντ με παραγωγό τον Κρεγκ Φόστερ.
Αυτό που δίδαξε το χταπόδι στον Φόστερ (και βέβαια στην Έρλις και στον Ριντ) είναι η συνδραστικότητα, η παραγωγική εμπλοκή του Ανθρώπινου με το Μη Ανθρώπινο, η αλληλεπίδραση των πολλαπλών ενεργειών που συνυφαίνουν το σύμπαν. Διότι το μόνο σίγουρο είναι ότι η ισορροπία αυτής της αλληλεπίδρασης έχει διαταραχθεί στην εποχή της Ανθρωπόκαινου, όπου κι αν τοποθετήσουμε την αρχή της: στον πρώιμο ολλανδικό καπιταλισμό, στη Βιομηχανική Επανάσταση ή στη δεκαετία του 1950. Του δίδαξε επίσης την επιτακτική ανάγκη για μια νέα ανθρωπολογία, σύμφωνα με την οποία το κυρίαρχο είδος μας οφείλει να επανεντάξει στον πολιτισμό του όλα τα έμβια και τα αδρανή όντα του πλανήτη.
……..
Όπως ο Κρεγκ Φόστερ βουτούσε κάθε μέρα για να επισκεφτεί το θαλάμι του χταποδιού, έτσι και ο Πάουλους Πότερ τριγυρνούσε κάθε μέρα στην ολλανδική εξοχή. Κρατούσε το μπλοκ του και σχεδίαζε ακατάπαυστα, παρατηρώντας τη συμπεριφορά των ζώων, τις διακυμάνσεις του φωτός, την άχρονη αρμονία της φύσης.
Όταν ζωγράφισε τον Νεαρό Ταύρο ήταν μόλις 22 ετών. Τα επόμενα χρόνια ζωγράφισε και άλλους ταύρους και αγελάδες, και ως τον πρόωρο θάνατό του σε ηλικία 28 ετών είχε προλάβει να καταγράψει αυτό που ισχυρίζονται σήμερα οι επιστήμονες της Ανθρωπόκαινου: την αυταπάτη, δηλαδή, του ανθρώπου. Τη βεβαιότητά του ότι μπορεί να χειρίζεται το άψυχο και έμψυχο περιβάλλον καταπατώντας, καταστρέφοντας και εξοντώνοντας όσα είδη θεωρεί ότι είναι υποδεέστερά του.
……..
Βλέποντας το χταπόδι του Φόστερ να τον πλησιάζει αργά και να έρχεται στην αγκαλιά του δεν συνειδητοποιείς μόνο την αναπάντεχη συναισθηματική νοημοσύνη αυτού του υπέροχου πλάσματος, αλλά και την καθολική ανοησία του ανθρώπου που έχει ξεχάσει ακόμα και να συλλαβίζει τη γλώσσα της φύσης – τη συμπαντική γλώσσα που τον έκανε να επικοινωνεί και να συνυπάρχει μαζί της επί 200.000 χρόνια.
……..
Αν όμως ο Νεαρός Ταύρος αμφισβητεί την κατεστημένη ιεραρχία των ειδών, η Τιμωρία του κυνηγού, που ο Πότερ ζωγράφισε την ίδια χρονιά, προειδοποιεί για την εκδίκηση της φύσης. Το σπαρακτικό αυτό έργο, που θυμίζει τους αφηγηματικούς πίνακες με τα Πάθη του Ιησού, τους βίους Αγίων της Εκκλησίας ή τα σημερινά κόμικ, εκτίθεται στο Μουσείο του Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη και χωρίζεται σε 14 μέρη. Θα μπορούσε να το δει κανείς σαν οικολογικό ντοκιμαντέρ. Ο κυνηγός που πρωταγωνιστεί είναι άπληστος και βίαιος. Το κυνήγι είναι γι’ αυτόν μια επιβεβαίωση των κυριαρχικών του δικαιωμάτων πάνω στη Γη, μια υπενθύμιση ότι το είδος του είναι το περιού-
σιο της Δημιουργίας. Όλα τα άλλα είδη που θα συναντήσει –ο λαγός, το κριάρι, η αρκούδα, ο αγριόχοιρος, το λιοντάρι, το βουβάλι, ο λύκος– μπορούν να εξοντωθούν, να χρησιμοποιηθούν προκειμένου ο πλανήτης να καταστεί φιλόξενος για την ανοησία του.
Στην κυνηγετική του βόλτα μετέρχεται όλα τα μέσα προκειμένου να καθυποτάξει το περιβάλλον: μια λεοπάρδαλη παγιδεύεται σε ένα κλουβί προσπαθώντας, ανυποψίαστη, να κοιτάξει το είδωλό της σε έναν καθρέφτη και τρεις πίθηκοι παίζουν με ένα πιάτο και δύο μπότες, αγνοώντας ότι είναι γεμάτες κόλλα που θα τους ακινητοποιήσει.
Από πού αντλεί αυτό το δικαίωμα; Από τον Θεό; Ο Πότερ καταρρίπτει και αυτή την αυταπάτη αντιπαραβάλλοντας δύο τμήματα: με τον μύθο του κυνηγού Ακταίωνα, τον οποίο η Άρτεμις τιμώρησε μεταμορφώνοντάς τον σε ελάφι για να τον κατασπαράξουν τα ίδια του τα σκυλιά, και με τον καθολικό Άγιο Ουμβέρτο της Λιέγης, ο οποίος υποκλίθηκε στο ελάφι που ήταν έτοιμος να σκοτώσει, όταν ανάμεσα στα κέρατά του εμφανίστηκε ένας σταυρός.
Κι όταν πια το κυνήγι έχει τελειώσει, η φύση θα πάρει την εκδίκησή της. Στα δύο κεντρικά μέρη του πίνακα ο Πότερ βγάζει όλη την πικρία του με μαύρο χιούμορ. Τα ζώα οδηγούν τον κυνηγό στο δικό τους δικαστήριο και τον καταδικάζουν, τον ψήνουν στη φωτιά (τι ειρωνεία, αν σκεφτεί κανείς τις φωτιές στον Αμαζόνιο και στην Αυστραλία!), κρεμούν τα σκυλιά του σε ένα δέντρο και χορεύουν λυτρωμένα.
Ακόμη και για εκείνη την εποχή, που τα θέματα της αμαρτίας και της τιμωρίας ήταν δημοφιλή, ένας τέτοιος πίνακας ήταν πρωτοποριακός.
……..
Παρατηρώντας ξανά το βλέμμα του Νεαρού Ταύρου συνειδητοποιείς ότι απευθύνεται στο μέλλον, εκεί που το βλέμμα του χταποδιού ανατρέπει τα ανθρωποκεντρικά δεδομένα εκατοντάδων χρόνων. Αυτός ο ταύρος του 17ου αιώνα και αυτό το χταπόδι του 21ου αιώνα ορίζουν τη διαταραγμένη σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Μια σχέση που άρχισε με την αυταπάτη ότι είμαστε το περιούσιο είδος του Θεού και καταλήγει με ένα τσουνάμι τιμωριών.