Διαπιστώνει κανείς, παρακολουθώντας τη φιλμογραφία σας, ότι οι ταινίες σας διαγράφουν μια πορεία από το συλλογικό στο ειδικό, στο γκρο πλαν σ’ ένα πρόσωπο, στις ουλές και μαζί στην ομορφιά του. Γιατί συμβαίνει αυτή η μετατόπιση;
Θα προτιμούσα να απαντήσω πιο πεζά και να μνημονεύσω ένα περιστατικό που ποτέ δεν ξέχασα. Κάναμε ένα ντοκιμαντέρ για ένα μεγάλο ινστιτούτο και είχα ακούσει πολύ καλά λόγια για έναν ερευνητή που δούλευε εκεί. Οι προσπάθειες να μας δώσει λίγο από τον πολύτιμο χρόνο του δεν καρποφορούσαν. Κάποια στιγμή, χτυπάω απροειδοποίητα την πόρτα του γραφείου του και αρχίζω και του αναφέρω τα πολύ ενδιαφέροντα θέματα με τα οποία ασχολείται και πόσο σημαντική θα ήταν η παρουσία του στην ταινία. Όρθιος, μπροστά σ’ έναν πίνακα, μου λέει αφοπλιστικά: «Τι ενδιαφέροντα και πρωτοποριακά θέματα μου λες τώρα. Εκεί βρήκαμε χρηματοδότηση και αυτά κάνουμε». Τον εκτίμησα ακόμη περισσότερο. Μέχρι τώρα διατηρούμε φιλική σχέση. Και στις ταινίες συχνά έτσι γίνονται τα πράγματα, στην αρχή τουλάχιστον. Μετά, ωριμάζοντας, οι επιλογές μπορεί να είναι πιο συνειδητές και να σ’ ενδιαφέρουν πραγματικά. Έπειτα, είναι και το άλλο. Μικροί, θέλοντας να ρουφήξουμε τον κόσμο, χανόμαστε σε μεγάλες παρέες και ιδέες και σε ό,τι μπορούν να μας προσφέρουν. Μεγαλώνοντας αποφεύγεις την πολλή φασαρία, επιλέγεις να μιλάς γι’ αυτά που πραγματικά σ’ ενδιαφέρουν και με πολύ λιγότερα πρόσωπα· συχνά νιώθεις πως η αριθμητική της επικοινωνίας σταματάει στο δύο.
Στον Άνθρωπο που ενόχλησε το σύμπαν ακούμε έναν από τους τρόφιμους του ψυχιατρείου να λέει: «Είμαι ο άνθρωπος που ενόχλησε το σύμπαν. Μια σταγόνα απ’ τον ωκεανό είναι πιο μεγάλη από της γης το σύμπαν». Νιώθω ότι οι φράσεις αυτές προσδιορίζουν το έργο σας, καθώς από τη μια μοιάζει να σας έλκουν οι προσωπικότητες που είναι, ας πούμε, «ανορθογραφίες», κι από την άλλη επικεντρώνεστε σε πρόσωπα που, μολονότι άσημα, εκπέμπουν κάτι το μεγαλειώδες.
Πράγματι, οι «ήρωές» μας ανήκουν στην ιστορία με γιώτα μικρό. Όμως μαζί τους νιώθω πιο οικεία· βιώνουμε έναν αμοιβαίο αποκλεισμό με την επίσημη Ιστορία. Μας αγνοεί και την αγνοούμε. Καμιά φορά νιώθω αυτοί οι άνθρωποι να μου θυμίζουν τα πρόσωπα που σύχναζαν στην ταβέρνα του πατέρα μου, στο παλιό λιμάνι των Χανίων. Εκεί μεγάλωσα και δούλευα τη δεκαετία του ’60. Ένα κουτούκι με θαμώνες ψαράδες και λιμενεργάτες που ερχόταν να πιουν το κατοσταράκι τους με τον μεζέ του. Μαζί τους πρωτογνώρισα την κοινωνία, το ήθος και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων, αλλά και τα ανάποδα. Ήταν για μένα ένα μεγάλο πανεπιστήμιο και η καταφυγή μου ακόμη και τώρα.
Ένας φίλος συγγραφέας ορίζει τη λογοτεχνία ως «αισθητική ανθρωπογνωσία». Έχω την αίσθηση πως αντιλαμβάνεστε κι εσείς με ανάλογο τρόπο το ντοκιμαντέρ.
Έχεις δίκιο, και το ντοκιμαντέρ μπορεί να είναι μια «αισθητική ανθρωπογνωσία», όμως στην πορεία της δημιουργίας γίνεται και κάτι άλλο. Καθώς τα πρόσωπα αρχίζουν να ζουν και να αναπνέουν, ανάλογα με τον φωτισμό που τους ρίχνεις, νιώθεις να γλυκαίνει σιγά σιγά μια δυστοπική πραγματικότητα. Το κάνεις καταρχήν για σένα τον ίδιο, για να αντέχεις να ζεις. Δημιουργείς χαραμάδες φωτός, ανοίγεις δειλά και διακριτικά μια κουρτίνα και προσκαλείς τον θεατή. Έλα να δεις. Δεν είναι όμορφοι και φωτεινοί; Προϋπόθεση, βέβαια, είναι η επίγνωση ότι το ντοκιμαντέρ είναι μια ταινία μυθοπλασίας που απλώς γίνεται με άλλους όρους.
Το είδος του ντοκιμαντέρ που υπηρετείτε προϋποθέτει ένα βαθύ προσωπικό σχετίζεσθαι με τα απαιτητικά θέματα και τα πρόσωπα με τα οποία καταπιάνεστε. Αναρωτιέμαι με τι κόστος γίνεται αυτό σε ψυχικό επίπεδο για σας, αλλά και τι ανταπόδοση σας επιστρέφει αυτή η σχέση.
«Όσο δημιούργησα κάποιες ταινίες, άλλο τόσο με δημιούργησαν και αυτές»: με τα πρόσωπα που κυκλοφορούν μέσα τους και τις ζωντανεύουν δημιούργησα σχέσεις ζωής. Καθώς σμιλεύονται στο μοντάζ οι αγαπημένες μορφές, σμιλεύομαι κι εγώ ο ίδιος. Δημιουργούν μέσα μου ένα ρευστό οικοδόμημα –που διαρκώς αλλάζει και διαμορφώνεται– συμπαρασύροντάς με. Όταν ξαναβλέπω αυτές τις ταινίες, κανείς τους δεν είναι νεκρός. Όλοι τους κυκλοφορούν γλυκά μέσα μου, ζω και συνομιλώ μαζί τους όπως τότε. Προσπαθώντας να πλανέψω τον δικό μου φόβο θανάτου, έγιναν κι εκείνοι αθάνατοι, με κάποιον τρόπο.
Αισθάνομαι πως ο Αλέκος Ζούκας της Οφειλής είναι ένας υπέροχος Έλληνας, κάποιος πλασμένος από το καλύτερο υλικό ειδικά αυτού του τόπου. Σας ενδιαφέρει ό,τι λέμε «ελληνική ιδιοπροσωπία»;
Όταν είχε τελειώσει το Μεταξά, προσπαθούσα να βρω διανομέα για το εξωτερικό. Την απόρριψη της ταινίας συνόδευε το επιχείρημα πως δεν έχει κάτι το ελληνικό, θα μπορούσε να έχει γίνει σε οποιαδήποτε χώρα. Η διαίσθησή μου αντιδρούσε, αλλά επιχειρήματα δεν είχα. Αργότερα, ένας φίλος δημοσιογράφος έγραψε: «Όσοι ευτυχήσουν να δουν την ταινία Μεταξά – ακούγοντας τον χρόνο, θα νιώσουν τι εννοεί ο Εμπειρίκος με τους Έλληνες που “έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου”!» Τότε κατάλαβα πόσο γειωμένες είναι οι ταινίες μας με τη χώρα μας… Εδώ γεννήθηκα, τυχαία, και σε αυτή τη γλώσσα και τον πολιτισμό κατοικεί ο κόσμος μου. Έχω την υπερηφάνεια και τον σεβασμό που έχει ο κάθε άνθρωπος για την καταγωγή του. Όμως, κάθε παραπέρα αξιολογική σκέψη φοβάμαι πως ανοίγει τον ασκό του Αιόλου.
To Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης πραγματοποιεί αφιέρωμα στον Σταύρο Ψυλλάκη, έναν από τους σπουδαιότερους έλληνες δημιουργούς ντοκιμαντέρ, στον οποίο θα απονείμει τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο για τη συνεισφορά του στον κινηματογράφο.
Συνέντευξη στον Γιάννη Παλαβό.