Επιμέλεια-μετάφραση: Γιώργος Παπαδημητρίου
Το 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου εμπνέεται από τον αριστουργηματικό Κανόνα του παιχνιδιού και αφουγκράζεται τα συγκλονιστικά ζητήματα που φέρνει στο προσκήνιο. Προφητικό, διορατικό και ριζοσπαστικό, το φιλμ του Ζαν Ρενουάρ αποτελεί την ιδανική πυξίδα για την εποχή μετάβασης σε έναν καινούργιο και άγνωστο κόσμο, την οποία βιώνουμε σήμερα. Ο κανόνας του παιχνιδιού, που θα προβληθεί στο πλαίσιο του 62ου Φεστιβάλ, μας έδωσε την ευκαιρία να ζητήσουμε από τον Πασκάλ Μεριζό, δημοσιογράφο του Nouvel Observateur και κριτικό κινηματογράφου, να αναλύσει τους λόγους που καθιστούν τη συγκεκριμένη ταινία ένα από τα πιο διαχρονικά διαμάντια του κινηματογράφου. Παράλληλα, δέκα νέοι εικαστικοί –οι οποίοι αποκαλύπτουν τι τους εντυπωσίασε στην ταινία του Ρενουάρ– αντλούν ελεύθερη έμπνευση και φιλοτεχνούν ισάριθμα έργα για την πρωτότυπη έκθεση του Φεστιβάλ. Η έκθεση, που πραγματοποιείται σε συνδιοργάνωση με το MOMus-Πειραματικό Κέντρο Τεχνών, θα εγκαινιαστεί στις 6 Νοεμβρίου, στον πρώην Βρεφονηπιακό Σταθμό (Προβλήτα Α΄, Λιμάνι Θεσσαλονίκης), ενώ μετά την ολοκλήρωση του Φεστιβάλ θα ταξιδέψει και στην Αθήνα, όπου θα φιλοξενηθεί στο The Project Gallery.
«Σε αυτό τον κόσμο, η πιο μεγάλη φρίκη είναι ότι ο καθένας έχει τους λόγους του»
Του Πασκάλ Μεριζό*
Σπάνια συναντά κανείς λογοτεχνικά, μουσικά ή κινηματογραφικά έργα όπως Ο κανόνας του παιχνιδιού, τα οποία στρογγυλοκάθονται στο σημείο τομής ανάμεσα στο προσωπικό πεπρωμένο και την ιστορία του κόσμου μας. Αυτό ακριβώς το αντάμωμα, διακριτικό αλλά την ίδια στιγμή παθιασμένο, είναι που χαρίζει στην ταινία του Ζαν Ρενουάρ έναν τόσο σύνθετο χαρακτήρα.

Την εποχή που ξεκίνησαν τα γυρίσματα, τον Νοέμβριο του 1938, ο Ζαν Ρενουάρ είχε μόλις συμπληρώσει 44 χρόνια ζωής. Τον Ιούνιο του 1937, με την ταινία Η μεγάλη χίμαιρα, γνώρισε ανεπανάληπτη επιτυχία σε παγκόσμια κλίμακα, έπειτα από πολλά χρόνια όπου είχε βιώσει μονάχα ματαιώσεις, απογοητεύσεις, αλλά και απουσία αναγνώρισης για το σπουδαίο του έργο. Ήδη από τότε είχε ρίξει γέφυρες στο Χόλιγουντ, οι οποίες όμως δεν είχαν αποφέρει ακόμη καρπούς. Ο Ρενουάρ επιθυμεί διακαώς να φύγει, και αυτή η επιθυμία του θα φουντώσει ακόμη περισσότερο όταν, ενόσω γύριζε τον Κανόνα του παιχνιδιού, εγκατέλειψε τη Μαργκερίτ Ουγιέ –σύντροφο, μοντέζ και στενή συνεργάτιδά του– για την Ντιντό Φρερ.
Βραζιλιάνα, κόρη διπλωμάτη, πολύγλωσση και –σε αντίθεση με την Μαργκερίτ– άριστα καταρτισμένη στη δουλειά της, αλλά και μάχιμη κομουνίστρια, η Φρερ δεν ανήκει στη στενή κλίκα του γαλλικού σινεμά, με την οποία διατηρεί σχέσεις αμοιβαίας αντιπάθειας. Αναμένοντας το πολυπόθητο κάλεσμα από το Χόλιγουντ, ο Ρενουάρ απαντά θετικά στην πρόταση μιας ιταλικής εταιρείας παραγωγής, με διευθυντή τον Βιτόριο Μουσολίνι, γιο του Μπενίτο Μουσολίνι, να σκηνοθετήσει για λογαριασμό της μια κινηματογραφική μεταφορά της Τόσκα, στη Ρώμη.
Όλα αυτά συμβαίνουν προτού γυρίσει τον Κανόνα του παιχνιδιού, μια ταινία που αποτέλεσε για τον ίδιο μέγιστη πρόκληση σε πολλαπλά επίπεδα. Αρχικά, επειδή για πρώτη φορά μετά το 1934 και το Τονί, αναλαμβάνει την παραγωγή μιας δικής του ταινίας, γεγονός κάθε άλλο παρά σύνηθες για έναν σκηνοθέτη στο κινηματογραφικό τοπίο της εποχής. Πάνω απ’ όλα, όμως, επειδή θα ερμηνεύσει ο ίδιος έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, θαρρείς για να γίνει ακόμη πιο δύσκολο το εγχείρημα, ο Ρενουάρ δεν είχε τον χρόνο να εντρυφήσει στο σενάριό του, όπως το συνήθιζε. Τα γυρίσματα έπρεπε να ξεκινήσουν το συντομότερο δυνατόν, ασχέτως αν στην πορεία οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, καθώς και διάφορα απρόοπτα, προκάλεσαν πολλές αναβολές και καθυστερήσεις.
Η ηθοποιία υπήρξε το διαχρονικό απωθημένο του Ρενουάρ, ο οποίος ένιωθε επισκιασμένος από τον μεγάλο αδερφό του, Πιερ Ρενουάρ, έναν αληθινά σπουδαίο ηθοποιό. Ο Ζαν είχε εμφανιστεί σε ταινίες που σκηνοθέτησε ο ίδιος και παλαιότερα: ένα σύντομο πέρασμα από την Εκδρομή στην εξοχή, ένα λίγο μεγαλύτερο στην ταινία Το ανθρώπινο κτήνος. Αυτή τη φορά, όμως, επωμίζεται έναν ρόλο κομβικό, καθώς στον Οκτάβ καθρεφτίζεται το όνειρο του ίδιου του Ρενούαρ να ακούει τους θεατές να τον επευφημούν. Στην πραγματικότητα, αν θέλουμε να κατανοήσουμε ποιος ήταν ο Ζαν Ρενουάρ, αρκεί απλώς να μελετήσουμε τον Οκτάβ. Κολλητός με όλους, φίλος των ανδρών, τόσο των συζύγων όσο και των παράνομων εραστών, ο εμπιστευτικός των γυναικών με τις οποίες είναι κρυφά ερωτευμένος και στις οποίες γίνεται στενός κορσές, πάντα όμως με ευγένεια. Ένας μουσικοκριτικός που θα έδινε τα πάντα για να είναι μαέστρος σε ορχήστρα, που μεταμορφώνεται στη διάρκεια μιας ξέφρενης γιορτής σε σκηνοθέτη, τρυπώνοντας σε μια φορεσιά αρκούδας την οποία αδυνατεί μετέπειτα να βγάλει από πάνω του. Ο Οκτάβ είναι ο Ζαν. Ο Οκτάβ είναι ο Ρενούαρ την εποχή που γυρίζει τον Κανόνα του Παιχνιδιού.

Αργότερα, πολύ αργότερα, ο Ρενουάρ θα αναλογιστεί εκείνες τις εβδομάδες των γυρισμάτων, δηλώνοντας: «Αυτό που είναι ενδιαφέρον, όσον αφορά την ταινία, είναι η χρονική συγκυρία στην οποία τη γύρισα, στο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στη Συμφωνία του Μονάχου και στο ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Την εποχή, δηλαδή, που αισθανόμουν πέρα για πέρα αποσβολωμένος και πανικόβλητος από τη στάση που τηρούσε μια μεγάλη μερίδα της κοινωνίας στη Γαλλία, στην Αγγλία, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Εκείνη τη στιγμή, μου φάνηκε ότι ο πιο ταιριαστός τρόπος για να σχολιάσω την κατάσταση που επικρατούσε ήταν να μην κάνω την παραμικρή αναφορά σε αυτό που συμβαίνει πραγματικά, να διηγηθώ μια ιστορία χαλαρών ηθών, αντλώντας έμπνευση από τον Μπομαρσέ και τον Μαριβό, ανατρέχοντας στους κλασικούς συγγραφείς και στη παράδοση της γαλλικής κωμωδίας.
Όλα αυτά είναι σίγουρα αληθή, κανείς όμως δεν μπορεί να βάλει το χέρι του στη φωτιά πως ο Ρενουάρ είχε προβλέψει με ακρίβεια το τι θα επακολουθήσει. Αυτό που είναι βέβαιο, πάντως, είναι ότι απεικονίζει μια κοινωνία που έχει πάρει τον κατήφορο, μια κοινωνία εκφυλισμένη, που γλεντοκοπά μέχρι τελικής πτώσης την ίδια στιγμή που η πυρκαγιά μαίνεται ακριβώς παραδίπλα και ετοιμάζεται να καταστρέψει τα πάντα. Με χαρακτήρες που τρέχουν ο ένας πίσω από τον άλλο, που καμώνονται πως αγαπιούνται, που κοροϊδεύουν αλλήλους μα πάνω απ’ όλα τον εαυτό τους, που προσπαθούν επίμονα να μην αντικρίσουν αυτό που συμβαίνει ολόγυρά τους. Στην ταινία, όλοι αυτοί οι χαρακτήρες δεν είναι τίποτα περισσότερο από σκιές που περιφέρονται στους τοίχους ενός πύργου, με ταιριαστή συνοδεία τη μουσική του Μότσαρτ.
Ο Οκτάβ, ωστόσο, δεν ανήκει σε αυτό τον κόσμο, όσο κι αν παίρνει μέρος στη γιορτή, όσο κι μοιράζεται ορισμένες απολαύσεις με τους προύχοντες και τους ισχυρούς, οι οποίοι τον θέλουν δίπλα τους, χωρίς να τον θεωρούν έναν από αυτούς, μόνο και μόνο επειδή είναι αξιαγάπητος και συμπληρώνει ιδανικά το σκηνικό. Κι αυτό που τον βασανίζει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι η οδυνηρή διαπίστωση ότι «ο καθένας έχει τους λόγους του». Η συγκεκριμένη φράση επανέρχεται πολλές φορές στην ταινία, όχι πάντοτε αυτόνομη, αλλά σε διατυπώσεις όπως η παρακάτω: «Σε αυτό τον κόσμο, η πιο μεγάλη φρίκη είναι ότι ο καθένας έχει τους λόγους του». Όπως είναι φανερό, ο Οκτάβ έχει υπερβεί το στάδιο μιας απλής διαπίστωσης. Ο Οκτάβ μετανιώνει, θλίβεται, ανησυχεί.
Οι σκέψεις αυτές κάνουν τη ζωή μαρτύριο για τον Οκτάβ. Πώς είναι δυνατόν να πάρεις θέση, να διαλέξεις πλευρά, αν όλος κόσμος έχει τους λόγους του; Πώς να πορευτεί κανείς στη ζωή; Ιδίως σε μια εποχή που ο κόσμος ολόκληρος είναι έτοιμος να τιναχτεί στον αέρα. Ο Οκτάβ θέτει τα παραπάνω ερωτήματα, χωρίς στην πραγματικότητα να τα εκφράζει ανοιχτά, ενώ και η ταινία δεν προσφέρει κάποια απάντηση, αν υποθέσουμε φυσικά ότι υπάρχει. Παράλληλα, ο Ζαν Ρενούαρ αναρωτιέται και ο ίδιος τι πρέπει να κάνει. Να παραμείνει στη Γαλλία; Να φύγει; Αν ναι, για πού; Για την Ιταλία του Μουσολίνι; Για την Αμερική του Χόλιγουντ; Τους μήνες που ακολούθησαν την ολοκλήρωση της ταινίας, ο Ρενουάρ θα αποφύγει οποιαδήποτε αμετάκλητη απόφαση, την οποία θα λάβει τελικά μονάχα αφότου η χώρα του κατακτηθεί από τη ναζιστική Γερμανία. Είχε φτάσει πλέον η στιγμή που τόσο καιρό προσπαθούσε να αναβάλει. Για καλή του τύχη, το Χόλιγουντ του ανοίγει τις πόρτες. Ο ίδιος σπεύδει να αποδεχτεί την πρόσκληση. Όπως φάνηκε, η επιλογή του ήταν μάλλον σοφή.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο, ή μάλλον και σε αυτό το σημείο, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο μοντέρνος και διαχρονικός είναι ο Κανόνας του παιχνιδιού. Γιατί συνομιλεί με την εποχή του. Γιατί συνομιλεί και με τη δική μας.
* Ο Πασκάλ Μεριζό είναι δημοσιογράφος, κριτικός κινηματογράφου και συγγραφέας από τη Γαλλία. Έχει εργαστεί στην εφημερίδα Le Monde καιστο περιοδικό Le Point, ενώ από το 1997 είναι σταθερός συνεργάτης του διάσημου περιοδικού Le Nouvel Observateur. Επιπλέον, για σειρά ετών συμμετείχε στην επιλογή ταινιών για το διαγωνιστικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ των Καννών.
Οι εικαστικοί που συμμετέχουν στην πρωτότυπη έκθεση του Φεστιβάλ μιλούν για τον Κανόνα του παιχνιδιού
Μαρίνα Βελησιώτη
Έργο: Game Flag: Your Day is Done, with Game Bag Full and Empty Gun
«Έχοντας δει την ταινία πριν χρόνια, η σκηνή η οποία μου είχε αποτυπωθεί πιο έντονα ήταν αυτή του κυνηγιού. Βλέποντας ξανά την ταινία τώρα, η αίσθηση και η ανάμνηση από την πρώτη θέαση επιβεβαιώθηκαν: και πάλι θεωρώ τη συγκεκριμένη σκηνή την πιο δυνατή στιγμή της ταινίας. Πάνω σε αυτό το κομμάτι της ταινίας είναι στημένο και το έργο μου. Το κομμάτι του θανάτου, ένας ερωτικός αγώνας που διαποτίζεται με θάνατο είτε σε συμβολικό επίπεδο είτε κυριολεκτικά, μέσα από μια σκηνή κυνηγιού, σαν το λάβαρο ενός επερχόμενου πολέμου».
Νικόλας Βεντουράκης
Έργο: ΧΧΧΙΧ. The Rules of the Game.
«Την ταινία την είδα πέντε φορές σε διάστημα δύο εβδομάδων. Σε κάθε θέαση, διαφορετικά στοιχεία της ξεπρόβαλαν και με κάποιο τρόπο προσέθεταν επίπεδα, τα οποία δεν είχα προσέξει αρχικά. Ωστόσο, μία σκηνή είναι αυτή που κάθε φορά παρέμενε κυρίαρχη: ο θάνατος του λαγού σε απόλυτη σιγή. Σε μια ταινία όπου ο ήχος, οι φωνές, η μουσική δηλώνουν συνεχώς τη παρουσία τους, η στιγμιαία απουσία τους μού εντυπώθηκε με μεγάλη ένταση και, κατά κάποιο τρόπο, με κατεύθυνε στη παραγωγή του δικού μου έργου».
Ξένια Βήτου
Έργο: Octaves Reflection
«Μια τέλεια οκτάβα, ή του ήχου μια στροφή / μια γραμμή στην αιωνιότητα, όχι η αρχή–η επιστροφή. Τρέμει ένα ερώτημα πιασμένο σε ιστό / ώσπου να πεθάνουμε θα παίζει αυτό το θεατρικό. Είδωλα σπασμένα θα σου λείπουν τρομερά / αντιλαλεί το είδωλό σου, τα λάθη σου; Ή τα σωστά; Οι κυνηγοί είναι πια κυνηγημένοι, θέαμα για τον καθένα / κι εγώ τώρα αναρωτιέμαι τι θα κάνω χωρίς εμένα».
Κυριακή Γονή
Έργο: Το παιχνίδι 2021
«Ολόκληρη η ταινία ήταν μια έκπληξη, με την εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στη φάρσα και την τραγωδία, την εκπληκτική διαχείριση του χώρου και του ήχου. Αν πρέπει να ξεχωρίσω μια σκηνή, θα διάλεγα τη σκηνή με το κυνήγι στην εξοχή. Την είδα πολλές φορές και την έχω μνημονεύσει ακόμη περισσότερες. Η σκηνοθεσία και ο ήχος είναι σε υποδειγματικό επίπεδο. Η ταινία συνοψίζει εξαιρετικά, σε αυτό το τετράλεπτο με τον απίστευτο ρυθμό, δύο χαρακτηριστικά του σύγχρονου κόσμου: την ταξική ανισότητα και την (εσφαλμένη) αίσθηση ότι ο άνθρωπος ως ανώτερο ον μπορεί να ελέγξει τη φύση. Η σύνδεση με το εδώ και το τώρα, με το δικό μας παρόν, είναι σχεδόν αναπόφευκτη».
Στάθης-Αλέξανδρος Ζούλιας
Έργο: Στον πύργο (In the Tower)
«Το στοιχείο που με ενέπνευσε στην ταινία αυτή είναι η σταδιακή κατάρρευση των ισορροπιών και τελικά το χάος που προκλήθηκε με την απρόσμενη είσοδο ενός φτωχού χωρικού, του Marceau σε έναν κύκλο μεγαλοαστών και διάσημων. Υπήρχε φυσικά το υπόβαθρο για μια τέτοια κατάρρευση και για άλλους λόγους, όπως ερωτικές αντιζηλίες, ωστόσο κατά τη γνώμη μου είναι η άφιξη του Marceau το ελάχιστο κρίσιμο σημείο που πυροδότησε τη σταδιακή μετάβαση προς μια κατάσταση εκτός ισορροπιών. Ένα τέτοιο στοιχείο πυροδότησης ήταν απαραίτητο για την εξέλιξη της πλοκής ως η ελάχιστη εκείνη αρχική ανατάραξη που φέρνει τη φουρτούνα αλλά και ως η διάρρηξη ενός κλειστού κυκλώματος».
Αλέξανδρος Μαγκανιώτης
Έργο: Η ζωή ως μια σκηνή θεάτρου (Life is a Stage)
«Αυτό που με συνεπήρε στην ταινία είναι η φρεσκάδα και η παιχνιδιάρικη διάθεση με την οποία προσεγγίζει το θέμα της, δίνοντας την αίσθηση ότι τη δημιούργησε μια παρέα, στοιχείο ιδιαίτερα εμφανές στη σκηνή της αυτοσχέδιας παράστασης, όπου οι πρωταγωνιστές μεταμφιέζονται. Στο έργο μου ανακατασκευάζω αυτή τη σκηνή, δημιουργώντας μια τρισδιάστατη κατασκευή-μακέτα σκηνικού, που περιλαμβάνει μια κλασική θεατρική σκηνή με ένθετα στοιχεία, σκελετούς ανθρώπων και ζώων, που πυροδοτούν μια αίσθηση ανοίκειου. Εντός της σκηνής, οι χαρακτήρες αιωρούνται, μετέωροι, τις παραμονές της επικείμενης καταστροφής. Στο φόντο, η πιο τραγική στιγμή του πολέμου, η έκρηξη της ατομικής βόμβας. Γιατί, τελικά, δεν είναι όλα στη ζωή θέατρο!».
Σοφία Στέβη
Έργο: What is natural nowadays
«Απόλαυσα ιδιαίτερα το πόσο “ξεδιάντροπα” ο σκηνοθέτης αναδεικνύει τη βλακεία και τον εγωισμό των χαρακτήρων (στην ουσία, ανθρωπίνων στερεοτύπων) της ταινίας. Επίσης, ιδιαίτερη εντύπωση μου έκαναν η εναλλαγή της δυναμικής των σχέσεων μεταξύ του προσωπικού και των αφεντικών τους. Ο Ρενουάρ κατάφερε να κάνει μία ταινία ανάλαφρη, αλλά συγχρόνως φιλοσοφική. Άνθρωποι, παιχνίδια, κανόνες, στο χείλος της καταστροφής του B’ Παγκοσμίου Πολέμου. Παραλληλίζοντας την ταινία με τη σημερινή εποχή, ο άνθρωπος ποτέ δεν είχε περισσότερα “παιχνίδια”, περισσότερες σχέσεις. Παρόλα αυτά, αποξενωνόμαστε και αδρανοποιούμαστε, ενώ γνωρίζουμε καλά τους πολέμους που έχουμε να αντιμετωπίσουμε».

Διαμαντής Σωτηρόπουλος
Έργο: The Human Condition series
«Ο Κανόνας του Παιχνιδιού είναι μια ταινία που βρίσκει κέντρο, με την έννοια ότι πραγματεύεται το συνολικό ζήτημα του ανθρώπου, το υπαρξιακό. Ο διαρκής κορεσμός, το ανικανοποίητο και εντέλει η ματαιότητα οδηγούν σε μια μάχη για κυριαρχία, στο ψέμα, στην αδικία: διαχρονικά χαρακτηριστικά που εκφράζονται κοινωνικά και προσωπικά με τη γλώσσα της εκάστοτε εποχής. Με αυτή τη λογική, η ταινία μιλά και για το σήμερα, όπου η στρεβλή χρήση επιρροή της τεχνολογίας έχει επιταχύνει την εξάπλωση παρόμοιων φαινομένων σε μαζικό επίπεδο, πέρα από ταξικούς διαχωρισμούς, πυροδοτώντας τη μάστιγα της εποχής μας, η οποία δεν είναι άλλη από τη μελαγχολία».
Δημήτρης Τάταρης
Έργο: Ο κανόνας του παιχνιδιού, 1939-2021 (The Rules of the Game, 1939-2021)
«Αυτό που με ενέπνευσε από την ταινία είναι η παιγνιώδης πλοκή που απεικονίζεται σε ασπρόμαυρο, στοιχείο που χρησιμοποιώ και στο έργο μου. Την πιο έντονη αίσθηση μού άφησε η εμβληματική σκηνή του κυνηγιού, με τον αλληγορικό της χαρακτήρα, καθώς και η σκηνή της γιορτής στην έπαυλη, με το τόσο ευρηματικό θεατρικό σκηνικό και τα τόσο ταιριαστά κοστούμια. Το θέμα που θίγει η ταινία, με αυτόν τον μάλλον καυστικό τρόπο, για την κατάπτωση και την υποκρισία μιας κοινωνίας σε κρίση και μιας ελίτ εγκλωβισμένης στη δική της πραγματικότητα, διατρέχει τη λογική του έργου μου και αποτυπώνεται μεταφορικά στις χειροπέδες».
Ντορέιντα Τζόγκου
Έργο: Το κυνήγι (The Hunt)
«Το έργο δημιουργήθηκε με αφορμή τη σκηνή που μου έμεινε αξέχαστη, αυτή του κυνηγιού, όπου το υπηρετικό προσωπικό, ντυμένο στα ολόλευκα, “προσκαλεί” με καλάμια τα θηράματα να αποκαλυφθούν στους καλοντυμένους κυνηγούς, που μοιάζουν να έρχονται από μια διαφορετική, εξωπραγματική διάσταση. Έντονοι κραδασμοί, ρυθμικός βηματισμός, συγχρονισμένη κίνηση, ανησυχία… Στην ταινία, το λευκό ένδυμα κάνει το προσωπικό να ξεχωρίζει μέσα στο δάσος αποτελώντας, θα έλεγε κανείς, μια προστατευτική ασπίδα από το τα πυρά. Αντιθέτως, στο έργο μου, η λευκή επένδυση των καλαμιών συνιστά παραπέμπει αλληγορικά στο σάβανο, μια έμμεση αναφορά στην απώλεια».