SUMMERTIFF – Η γραμματική των συναισθημάτων

Η γραμματική των συναισθημάτων

Του Χρήστου Πολίτη, Πρώτο Πλάνο #295

Δεν μεγάλωσα με Ταρκόφσκι και Κισλόφσκι και δεν είχα ιδέα ποιος ήταν ο Αγγελόπουλος. Είχαμε το περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ, να έρχεται σε δυο αντίτυπα κάθε μήνα, και θαυμάζαμε ακόμα και τις άνω τελείες. Από την άλλη όμως είχαμε κάτι αστέρια, μάλλον διαφορετικά από τα συνηθισμένα που τα βράδια άναβαν και «έδειχναν» σινεμά σε εκείνο το θερινό σινεμά που είχε για θέα μια ψηλή ταράτσα που ήταν για μένα το πιο πολύτιμο καταφύγιο. Ήθελα να γίνω ο Κέβιν, που άφησαν οι γονείς του, μόνο στο σπίτι του ή να τραγουδάω με τους 7 νάνους, να κρυφογελάω στις αθυρόστομες εκρήξεις του Safe Sex και να χασμουριέμαι που ο Τιτανικός κρατάει τόσες ώρες. Κι ύστερα τα φώτα έσβησαν και εκείνα τα αστέρια κρύφτηκαν μια για πάντα. Και σαν εκείνη η ταράτσα να γκρεμίστηκε για πάντα. Κι ενώ αυτό το γκρέμισμα θα έπρεπε να μου επιτρέπει να βλέπω ακόμα πιο μακριά, ένοιωσα τυφλός.

Μάλλον δεν το ομολογήσαμε ποτέ αλλά εκείνη η τελευταία προβολή του μοναδικού στην περιοχή σινεμά δεν έμεινε στη μνήμη κανενός, ίσως γιατί έτσι έπρεπε να ήταν. Κανείς δεν θυμάται με ακρίβεια ποια ήταν η πρώτη και ποια η τελευταία φορά που είδαμε σινεμά. Τότε γνωρίζαμε και ανταποκρινόμασταν σε όποιο κινηματογραφικό κάλεσμα ακόμα και εκείνα που μας κοκκίνιζαν και ήταν τα μικρά μας μυστικά.

Όσο βαρετά κι όσο μελό κι αν ακούγονται τα παραπάνω, άλλο τόσο ειλικρινή είναι και δεν θα μπορούσαν να γραφτούν με διαφορετικό τρόπο. Και θαρρώ πως αρκετά έχουν λογοκριθεί από μια ακόμα σοβαρή πλευρά του εαυτού μου. Ευτυχώς όμως δεν επικρατεί συχνά. Αν επικρατούσε, ίσως και να μην συμμετείχα σε αυτό που λέγεται Parthenώn Film Festival. Ο αδερφός του άλλου, κι ο άλλος συμμαθητής, κι οι δυο γείτονες και όλοι μια οικογένεια. Αλλά εκείνο το σβήσιμο του θερινού, μάλλον υπήρχε ακόμα αναμμένο μέσα μας. Από τότε. Και δεν έσβησε, απλά περίμενε.

Η ιδέα για το Parthenώn ήταν απλή και συνοπτική. Να επιστρέψουμε το σινεμά πίσω στο χωριό, και να ανηφορίσουμε στον Παρθενώνα, ένα χωριό λίγο πιο ψηλά από τον Νέο Μαρμαρά, εκεί που μεγάλωσαν ο Άγγελος, η Μάγδα, ο Φώτης, ο Στράτος και ο Χρήστος. Ουσιαστικά να αναστήσουμε κάτι που είχε πεθάνει. Όχι ακριβώς το σινεμά, αλλά εκείνους τους ήρωες που τότε μας μιλούσαν και δεν τους καταλαβαίναμε. Οι συγκεκριμένοι ήρωες. Ένα πισωγύρισμα είναι αυτό το φεστιβάλ, αλλά από τα πιο τίμια και ευγενικά προσωπικά κατορθώματα, από εκείνα που ότι σκέφτεσαι, μπορείς να το προτείνεις και κανείς να μην ντραπεί. Γιατί το είχε σκεφτεί πιο πριν.

Εντάξει, τους ήρωες τους ζωντανεύουμε, έχουμε απέναντι, αλλά ουσιαστικά πίσω μας, οικογένειες και φίλους, τι άλλο έμενε; Ουσιαστικά δεν έμενε τίποτα. Όλα έτοιμα και με λάθη και με τρικλοποδιές για την πρώτη διοργάνωση πριν δυο χρόνια. Κι όταν ξεκίνησαν τα 400 Χτυπήματα, έβαλα τα κλάματα. Κι αυτή τη φορά δε με ενθουσίαζαν οι ήρωες στο πανί, αλλά οι ήρωες που ήταν στην πλατεία και περίμεναν να δουν τον σινεμά. Αρσενικό ουσιαστικό, που καταλήγει και σε «σινεμάδες» και ακούγεται τόσο υπέροχα. Γιατί η γραμματική και το συντακτικό του καθενός, εκεί γίνεται του όλου.

Το Parthenώn δεν είναι διδακτικό, δεν παίρνει τον ρόλο του δασκάλου. Είναι αχόρταγα καθαρό και αθεράπευτα ρομαντικό, λιγώνεται με τα πρόσωπα που γελούν και με εκείνα που κλαίνε. Ίσως γιατί αυτή τη φορά ο Γαβρίλος του θερινού σινεμά δεν ήταν εκεί και τον ρόλο παίζεις εσύ. Είναι ένα φεστιβάλ που έγινε πατώντας πάνω σε αναμνήσεις, που αναρριχήθηκε εκεί που δεν υπήρχε ύψος για να πιάσει εκείνα τα αστέρια που άναβαν για εμάς που ήμασταν μικροί σε ένα χωριό που μας έμαθε να αγαπάμε το σινεμά. Κι ας μην είχαμε πραγματικό σινεμά. Είχαμε όμως την μεγαλύτερη οθόνη όταν κοιτάζαμε ψηλά. Αυτή την οθόνη φέραμε πίσω στο χωριό. Και δεν είναι καθόλου μελό. Είναι παραπάνω από κλισέ, αλλά τι δεν είναι όταν θέλεις να πεις λόγια και δεν βρίσκεις λόγια;

Και κάπου εκεί, όταν η δεύτερη χρονιά του φεστιβάλ έριξε αυλαία, σηκώσαμε το πανί και κατεβήκαμε τα σκοτεινά σκαλοπάτια ενός κέντρο διασκέδασης για το Αυτή η Νύχτα Μένει του Νίκου Παναγιωτόπουλου με τη στήριξη του Φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Και ενώ η Τρίτη διοργάνωση είναι έτοιμη να σηκώσει πανιά, η πεντάδα συζητάει για τα μετά. Εκείνα που «κι αν δεν γίνουν, θα είναι σαν να έχουν γίνει». Γιατί το φεστιβάλ αυτό κατά κάποιον τρόπο σκέφτεται ακόμα σαν ένα ανήλικο παιδί, που έχει την ρομαντζάδα στο τσεπάκι και δεν φοβάται να πει πως είναι ερωτευμένο, ξέροντας πως μπορεί να φάει και τα μούτρα του. Μπορεί όμως και να πάρει εκείνο το πολυπόθητο φιλί.

Κι αν είναι κλισέ και ρομαντικό, μην το φοβάσαι. Είναι που κάθε φορά που ξεκινάει μια ταινία, σε πιάνει ένας αναστεναγμός που δεν μπορεί να φύγει. Είναι αυτό το ύπουλο το σινεμά που δεν μπορείς να του πεις ψέματα. Ε, και για μας τους πέντε, το Parthenώn Film Festival είναι αυτός ο αναστεναγμός.

Thessaloniki International Film Festival