του Πάνου Αχτσιόγλου
Σκηνοθεσία: Pedro Almodovar
Ηθοποιοί: Antonio Banderas, Asier Etxeandia, Leonardo Sbaraglia
Ένας κινηματογραφιστής στη δύση της καριέρας του αναπολεί τη ζωή του: τη μητέρα του, τις ερωμένες του, τους ηθοποιούς με τους οποίους δούλεψε.
Τη δεκαετία του 1960 σε ένα μικρό χωριό της Βαλένθια, τη δεκαετία του 1980 στη Μαδρίτη, και το σήμερα, όπου νιώθει την απόλυτη μοναξιά και είναι αντιμέτωπος με τη θνητότητα, τη ανικανότητά του να συνεχίσει να γυρίζει ταινίες, την αδυναμία του να διαχωρίσει τη δημιουργία από την ίδια του τη ζωή. Η ανάγκη του να διηγηθεί την ιστορία του μπορεί να είναι και η σωτηρία του.
Ίσως στην αρτιότερη τεχνικά ταινία της πολύπαθης σεζόν που μας πέρασε, ο Αλμοδοβάρ σκιαγραφεί και πάλι τον εαυτό του ενσαρκώνοντας έναν πετυχημένο αλλά βαθιά καταθλιπτικό σκηνοθέτη που προσπαθεί να ανταπεξέλθει ανάμεσα στον μόνιμο σωματικό πόνο (σε μια έξοχη σεκάνς ο υπέροχος Αντόνιο Μπαντέρας μας εξιστορεί πώς έμαθε για το σώμα και τις παθήσεις του), την ανάγκη για έμπνευση, την καταπιεσμένη του σεξουαλικότητα και τις γεμάτες νοσταλγία και ενοχές αναμνήσεις κυρίως της μητέρας του και της παιδικής του ηλικίας.
Η σύνθεση του κάδρου αγγίζει διαρκώς τα όρια εικαστικής πανδαισίας, τα χρώματα δεν θα μπορούσαν να είναι τόσο λαμπερά όσο και κατάλληλα, ενώ τα σκηνοθετικά τρικ αποδεικνύουν την άριστη γνώση της φιλμικής γλώσσας από έναν σκηνοθέτη-πρότυπο του ευρωπαϊκού art house σινεμά.
Οι γνωστές εμμονές του δημιουργού προφανώς και δεν λείπουν, σε ένα φιλμ που πραγματικά εντυπωσιάζει με την προσοχή του στη λεπτομέρεια και τις οπτικές του αρετες.
Εκεί λοιπόν τα πράγματα δείχνουν να χάνουν λιγάκι την έντασή τους καθώς η φόρμα δείχνει να προσπαθεί υπέρ το δέον να ξεπεράσει την προβληματική αφήγηση και το ακόμη πιο ρηχό και πολλές φορές άνευ νοήματος στόρι, το οποίο αναμασά συνεχώς τα ίδια και τα ίδια, παρεμβάλλοντας υποπλοκές που δίνουν την αίσθηση ότι απλούστατα προσπαθούν να κλείσουν τα κενά που αφήνει η σχετικά αδιάφορη βασική ιστορία. Δεν μπορείς όμως να εστιάσεις και πολύ σε αυτό, αφού το φιλμ υπερκαλύπτει τη βασική του αδυναμία με μια πλανοθεσία ανυπέρβλητης ομορφιάς και ένα στυλιζάρισμα που το λιγότερο εντυπωσιάζει.
Αν τελικά σε αυτό προσθέσεις την καλύτερη με διαφορά ερμηνεία που έχει δώσει ποτέ του ο Μπαντέρας (εύθραυστος και διακριτικός, βαθιά συναισθηματικός και γεμάτος ανασφάλειες) τότε έχεις ένα φιλμ που αξίζει τη θέασή του, παρότι παραπατά διαρκώς σε έναν πολύ συγκεκριμένο τομέα της κατασκευής του.
Το Pain & Glory προβάλλεται στο Σινεμά με Θέα 2020 στο πλαίσιο των δροσερών προβολών του Φεστιβάλ! Κάντε κλικ στο κουμπί για το πλήρες πρόγραμμα και εισιτήρια!