της Ελίζας Μπενβενίστε
Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές αν όλα αυτά αντισημιτισμός:
Να με ρωτούν αν αισθάνομαι πρώτα «Εβραία» ή «Ελληνίδα». Να ακούω ξανά και ξανά το «για όλα φταίνε οι Εβραίοι» ή το «οι Εβραίοι κρύβονται πίσω από όλα», από ανθρώπους κάθε κοινωνικού και μορφωτικού επιπέδου. Να φωνάζουν οι οπαδοί κάθε απόχρωσης. «Εβραίοι γουρούνια να γίνετε σαπούνια!» κάθε φορά που παίζει η ομάδα τους με τη Μακάμπι. Να με ρωτάει μια φίλη μου, χωρίς κανένα δισταγμό, σε μία βεράντα στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης: «Δηλαδή τώρα, όλα αυτά που λένε για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τους θαλάμους αερίων είναι αλήθεια;». Να με κατηγορούν μεταξύ αστείου και σοβαρού κάθε Πάσχα ότι «εσείς σταυρώσατε τον Χριστό». Να είμαι έφηβη και η μαμά του αγοριού μου να τον πιέζει να χωρίσουμε επειδή είμαι Εβραία. Και το ίδιο να επαναλαμβάνεται και με άλλα αγόρια ή άντρες σε διάφορες φάσεις της ζωής μου. Να ακούν το επίθετό μου στη Θεσσαλονίκη, όπου ζούσαν περισσότεροι από 50.000 Εβραίοι πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και να με ρωτούν από ποια χώρα είμαι. Να έχει εκτοπιστεί η οικογένειά μου σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, να έχει βιώσει πείνα, απελπισία, θάνατο και όσοι επέζησαν να βλέπουν στην τηλεόραση να πωλούνται βιβλία που υποστηρίζουν ότι τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβη. Και αυτοί που τα πουλούσαν, λίγο καιρό μετά, να εκλέγονται στην ελληνική Βουλή.
Πόσο δύσκολο θα ήταν να μιλήσουν οι επιζήσαντες για τα τερατώδη πράγματα που τους συνέβησαν, τα τόσο εξωπραγματικά, όταν γύρισαν από τα στρατόπεδα. Και αν έβρισκαν το κουράγιο να μιλήσουν, ποιος θα μπορούσε να τους πιστέψει; Και τελικά, ποιος θα ήθελε να τους πιστέψει. Όταν ήμουν μικρότερη και άρχισα να μαθαίνω για το Ολοκαύτωμα, προσπαθούσα να φανταστώ πώς μπορεί να ένιωθε η γιαγιά μου όταν επέστρεψε από το στρατόπεδο. Προσπαθούσα να μπω στη θέση της και να φανταστώ πώς συνεχίζεις μετά από αυτό. Πώς σηκώνεσαι κάθε μέρα από το κρεβάτι. Πώς βρίσκεις ξανά κάτι αστείο, ή έστω ευχάριστο, και χαμογελάς. Πώς ξεχνάς. Πώς αντέχεις να θυμάσαι. Πώς ζεις.
Πριν αρκετά χρόνια, με είχαν καλέσει να μιλήσω ως εγγονή επιζήσασας, σε μία αφιερωματική εκπομπή της ΕΡΤ3 για το Ολοκαύτωμα, μαζί με άλλους Εβραίους δεύτερης και τρίτης γενιάς. Αφορμή της εκπομπής ήταν η ταινία Η Λίστα του Σίντλερ, που βγήκε στις αίθουσες το 1993. Κάποια στιγμή μας ρώτησε ο δημοσιογράφος πώς αισθανόμαστε για το Ολοκαύτωμα. Απάντησα «οργή». Δεν το περίμενε. Αυτό που δεν ήξερε είναι ότι εκείνη τη στιγμή, μετέφερα το συναίσθημα της γιαγιάς μου, όταν της έκανα την ίδια ερώτηση ακριβώς προτού πάω στην εκπομπή. «Οργή», μου είχε απαντήσει. Πενήντα χρόνια μετά, αυτό είναι το κυρίαρχο συναίσθημα του κοριτσιού που γύρισε από το στρατόπεδο, συνέχισε τη ζωή του, βοήθησε όπως μπορούσε τους ανθρώπους της κοινότητάς του, μεγάλωσε, ερωτεύτηκε, έκανε οικογένεια, ταξίδεψε, διάβασε, χόρεψε, γέλασε.
Οργή.
Η άγνοια σήμερα δεν είναι δικαιολογία ούτε αιτιολογία για τις καθημερινές –μικρές ή μεγαλύτερες– εκφάνσεις του αντισημιτισμού. Υπάρχουν άπειρα βιβλία για να μάθουμε. Κάποια είναι καλά, άλλα είναι λιγότερο καλά, ορισμένα είναι εξαιρετικά. Υπάρχει και το σινεμά. Ο γιος του Σαούλ, Ο Πιανίστας, Ο Λαβύρινθος της Σιωπής, Denial, Η Λίστα του Σίντλερ, Η Εκλογή της Σόφι, Η Ζωή είναι Ωραία. Το Η πόλη και η Πόλη του Σύλλα Τζουμέρκα και του Χρήστου Πασσαλή.
Όλα αυτά υπάρχουν για να μην χρειαστεί να ρωτήσει κάποιος ξανά αν «όλα αυτά είναι αλήθεια».