ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ – Έρωτες σε ασπρόμαυρες πόλεις

Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης
Αφιέρωμα «Έρωτες σε ασπρόμαυρες πόλεις»
17 έως 19 Δεκεμβρίου 2017, αίθουσα Σταύρος Τορνές

Νέα Υόρκη, Λος Άντζελες, Βερολίνο. Τρεις νεαροί ήρωες ανακαλύπτουν τον εαυτό τους και αναζητούν τον έρωτα σε τρεις μητροπόλεις του κόσμου, πρωταγωνιστές -σε φόντο ασπρόμαυρο- σε τρεις ταινίες που παρουσιάζει το τελευταίο –για το 2017- αφιέρωμα της Ταινιοθήκης Θεσσαλονίκης «Έρωτες σε ασπρόμαυρες πόλεις».

Το αφιέρωμα, το οποίο πραγματοποιείται από την Κυριακή 17 έως την Τρίτη 19 Δεκεμβρίου στο αγαπημένο σινεφίλ στέκι, την αίθουσα Σταύρος Τορνές (Αποθήκη 1, Λιμάνι), προβάλλει τρία φιλμ πρόσφατης παραγωγής που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από το κοινό: Frances Ha του Νόα Μπόμπακ, Αναζητώντας ένα φιλί τα μεσάνυχτα του Άλεξ Χόλντριτζ και Oh Boy του Γιαν Όλε Γκέρστερ.

Τιμή εισιτηρίου: 4 ευρώ (γενική είσοδος), 3 ευρώ (για τους κατόχους CineΚάρταF).
* Σημειώνεται ότι στο χώρο του φουαγιέ της Αποθήκης 1 λειτουργεί πωλητήριο με παλιότερες εκδόσεις του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και ταινίες σε DVD, σε ειδική τιμή για τους θεατές της Ταινιοθήκης Θεσσαλονίκης.

Πρόγραμμα προβολών

Κυριακή 17/12
18:30 Oh Boy
21:00 Frances Ha

Δευτέρα 18/12
18:30 Αναζητώντας ένα φιλί τα μεσάνυχτα
21:00 Oh Boy

Τρίτη 19/12
18:30 Frances Ha
21:00 Αναζητώντας ένα φιλί τα μεσάνυχτα

Οι ταινίες
Αναζητώντας ένα φιλί τα μεσάνυχτα / In Search of a Midnight Kiss
(ΗΠΑ, 2007)
Σκηνοθεσία-σενάριο: Άλεξ Χόλντριτζ / Alex Holdridge. Με τους: Scoot McNairy, Sara Simmonds, Brian McGuire. Ασπρόμαυρη, 90′.

Για τον 29χρονο Ουίλσον, η χειρότερη χρονιά της ζωής του φτάνει στο τέλος της: άρτι αφιχθείς στο Λος Άντζελες, δεν έχει σχέση, αλλά ούτε και συγκεκριμένα πλάνα για τη ζωή του. Είναι όμως αποφασισμένος ν’ αφήσει πίσω του και να ξεχάσει οριστικά την περασμένη χρονιά. Αυτά, βέβαια, μέχρι που ο καλύτερός του φίλος, Τζέικομπ, τον πείθει να δημοσιεύσει μια προσωπική αγγελία. Όταν η Βίβιαν –μια δυναμική γυναίκα, αποφασισμένη να κάνει τα πάντα για να περάσει την αλλαγή του χρόνου με τον σωστό άντρα– ανταποκρίνεται, ξεκινά και για τους δύο ένα χαοτικό ταξίδι, άλλοτε αστείο κι άλλοτε συγκινητικό, μέσα από τους ασπρόμαυρους δρόμους του Λος Άντζελες, με έντονα συναισθήματα, πάθη αλλά και χιούμορ.

Γράψανε για το Αναζητώντας ένα φιλί τα μεσάνυχτα:

Με έντονη την επιρροή από τον Linklater, ο Alex Holdridge επιχειρεί να κάνει μια ταινία ανθρώπινη, νεανική και γεμάτη συναισθήματα. Το In Search of a Midnight Kiss απόγονος του Before Sunrise και μακρινός συγγενής των Allenικών σεναριακών κειμένων αποτελεί την πιο ανεξάρτητη σινεφιλική έκπληξη της χρονιάς, που μιλάει για την αγάπη, το συναίσθημα του έρωτα, την ταύτιση των φύλων και μέσα από τις ιστορίες ή απλά και μόνο από την παρουσία των δεύτερων προσώπων, για τη μοναξιά και την αξία των ανθρωπίνων σχέσεων. Για την τρίτη του δουλειά, ο Holdridge εξάντλησε το σύνολο των τεχνικών και προσωπικών του ικανοτήτων, έβαλε όλο του το μεράκι και κατάφερε να δημιουργήσει μια ταινία μοντέρνα σε θεματολογία και αισθητική, που χωρίς την σκηνοθετική ευφυΐα ή αν θέλετε ευστροφία του θα έμοιαζε με μια ακόμα low budget movie της σειράς.”

“H εκπληκτική φωτογραφία, που δίνει μια αστική διάσταση ενός Λος Άντζελες που σπάνια βλέπουμε (και σίγουρα δεν έχουμε ξαναδεί έτσι), που απεικονίζει πλευρές του downtown με τρισδιάστατη κρουστότητα. Οι εικόνες των παλιών σινεμά, γκράντε μνημεία που κουβαλάνε μνήμες και μυρωδιές, αποτυπώνονται υπέροχα


Frances Ha
(ΗΠΑ, 2012)
Σκηνοθεσία: Νόα Μπόμπακ / Noah Baumbach. Σενάριο: Noah Baumbach, Greta Gerwig. Με τους: Greta Gerwig, Adam Driver, Mickey Sumner. Ασπρόμαυρη, 86΄.

Η νεαρή Φράνσις ζει στη Νέα Υόρκη. Δεν έχει δικό της διαμέρισμα και είναι μαθητευόμενη σε μια σχολή χορού, χωρίς ωστόσο να είναι πραγματικά χορεύτρια. Καλύτερή της φίλη είναι η Σόφι, όμως δεν μιλάνε πια. Η Φράνσις κυνηγά με πάθος τα όνειρά της, ακόμη και αν βρίσκονται μακριά από την πραγματικότητα. Θέλει περισσότερα από όσα έχει και ζει τη ζωή της με ατελείωτη χαρά και ελαφρότητα.

Γράψανε για τη Frances Ha:

Το φιλμ του Μπόμπακ σε κάνει να πιστεύεις πως ακριβώς έτσι θα έπρεπε να βλέπουμε όλοι μας τη ζωή. Σαν μια συνεχή ροή από στιγμιότυπα, που άλλα είναι υπέροχα, τα περισσότερα είναι ίσως στραβά, μα όλα περνούν γρήγορα και κάτι άλλο έρχεται να τα αντικαταστήσει.

Η ερμηνεία της Γκέργουϊκ παίζει επίσης μεγάλο ρόλο στο πόσο πετυχημένα αποδίδεται η νοοτροπία της ηρωίδας της στην οθόνη, το πόσο πειστική γίνεται μια συμπεριφορά που δεν μοιάζει να πατά σε κανενός είδους λογική. Γεμάτη με θετική ενέργεια, με μια αμηχανία που αγαπάς, με έναν τρόπο που συχνά την οδηγεί να βάζει η ίδια τρικλοποδιές στον εαυτό της, η Φράνσις απέχει πολύ από έναν ιδανικό χαρακτήρα. Κι ακριβώς γι αυτό σε κερδίζει ξανά και ξανά. Με τον ίδιο τρόπο, η σκηνοθεσία του Μπόμπακ ακολουθεί την ενέργεια της ηρωίδας της, με έναν ρυθμό που περπατά στα βήματά της. Γρήγορος, κοφτός, μα πάντα πρόθυμος να πατήσει το pause στις στιγμές που χρειάζεται. Γυρισμένη σε ασπρόμαυρο, η ταινία έχει κάτι από τον ανέμελο αέρα ενός φιλμ της γαλλικής νουβέλ βαγκ, κι ένα ταξίδι της Φράνσις στο Παρίσι καθώς και οι μουσικές του Ζορζ Ντελερί που χρησιμοποιούνται συχνά, σίγουρα βοηθούν μια τέτοια αίσθηση να εδραιωθεί.Ομως ακόμη κι έτσι και παρά τις όποιες αναφορές της, η «Frances Ha» δεν είναι απλά μια ταινία των ημερών μας, αλλά κι ένα φιλμ που έχει την δική του ιδιοσυγκρασία, την δική του ταυτότητα και τον δικό του χαρακτήρα. Και είναι όλα ακαταμάχητα και απολαυστικά.
Γιώργος Κρασσακόπουλος

Ο Νόε Μπαόυμπαχ με το «Frances Ha» δίνει μια κινηματογραφική εκδοχή των αδιεξόδων της σύγχρονης νέας γενιάς της Νέας-Υόρκης και όλων των νέων κατ’ επέκταση, που βρίσκονται στο ενδιάμεσο, στο «ανολοκλήρωτο» και προσπαθούν να αυτό-προσδιοριστούν. Όλο το φιλμικό κείμενο διαπνέεται από την αίσθηση του ανολοκλήρωτου. Τόσο στις ενέργειες, όσο και στις σκέψεις ή τα συναισθήματα.

Αυτή η έννοια του «μη ολοκληρωμένου» βρίσκει τη μεταφορική της έκφραση στο όνομα της που γράφει σε ένα χαρτάκι στο τέλος της ταινίας η ηρωίδα: «Frances Ha» έχοντας γράψει μόνο τα δύο πρώτα γράμματα του επιθέτου της.Εκτός από τις γουντιαλενικές αναφορές («Manhatan»), η ταινία αποτίει φόρο τιμής στη γαλλική nouvelle vague (κάποια στιγμή αναφέρεται το όνομα του Ζαν Πιερ Λεό) και το σινεμά του Godard, με συνεχείς διαλόγους μεταξύ νέων που, με έναν αέρα αυθόρμητο και ανεπιτήδευτο, αποκαλύπτουν διάφορους προβληματισμούς για τις σχέσεις και τη ζωή. Χαρακτηριστική είναι και η ασπρόμαυρη εικόνα που συνηγορεί για όλα τα παραπάνω.”
Δήμητρα Γιαννακού

Με την πολύτιμη σεναριακή συνεργασία της Γκρέτα Γκέργουιγκ, της υπέροχης indie queen πρωταγωνίστριάς του, το «Frances Ha» είναι ένα γλυκύτατο και ακαταμάχητο φιλμ πάνω στις ελπίδες και τις διαψεύσεις μιας ονειροπαρμένης 27χρονης που προσπαθεί να βρει νόημα στην ενήλικη ζωή της και παράλληλα να επιβιώσει σε μια σημερινή, ασπρόμαυρη Νέα Υόρκη.
Γιώργος Ρούσσος


Oh Boy
(Γερμανία, 2012)
Σκηνοθεσία-σενάριο: Γιαν Όλε Γκέρστερ / Jan Ole Gerster. Με τους: Tom Schilling, Katharina Schüttler, Justus von Dohnányi. Ασπρόμαυρη, 83′.

O Νίκο πλησιάζει τα 30 και πρόσφατα αποφάσισε να εγκαταλείψει τις σπουδές του. Ζει για τη στιγμή, ενώ οι έννοιες και οι υποχρεώσεις τον αφήνουν αδιάφορο. Ο χρόνος περνάει γρήγορα, με τον ίδιο να περιπλανιέται άσκοπα στο Βερολίνο και να παρατηρεί τους ανθρώπους γύρω του: όλοι τους φαίνεται να τα καταφέρνουν μια χαρά στην καθημερινότητά τους, αλλά ο ίδιος δυσκολεύεται να βρει τη θέση του στον κόσμο. Μέσα σε μία ημέρα όμως, όλα αλλάζουν και ο Νίκο αναγκάζεται να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της μέχρι τώρα στάσης του: χωρίζει με την κοπέλα του, ο πατέρας τού του μειώνει το χαρτζιλίκι και ένας ψυχίατρος διαγιγνώσκει «συναισθηματική ανισορροπία». Παράλληλα, μια γυναίκα από το παρελθόν του τον πιέζει να βρεθεί αντιμέτωπος με τις συναισθηματικές πληγές που της προκάλεσε, ενώ ένας νέος γείτονας προσπαθεί να τον προσεγγίσει. Ωστόσο, το μόνο που χρειάζεται ο Νίκο είναι απλώς ένας καφές…

Γράψανε για το Oh Boy:

Ο κάποτε βοηθός παραγωγής στο «Goodbye Lenin!» Γιαν Ολε Γκέρστερ κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο (και στέφεται ως η νέα φωνή του γερμανικού σινεμά) γυρίζοντας μία φαινομενικά απλή, προσωπική ταινία. Ενα (όχι τόσο πια) αγόρι ψάχνει απαντήσεις ενηλικίωσης σε μία πόλη που εδώ και 25 ελεύθερα χρόνια αναζητά κι εκείνη τις δικές της. Κινηματογραφώντας σε υπέροχο ασπρόμαυρο το Βερολίνο, με τη γοητεία και ταυτόχρονα την μελαγχολία που το κοιτά κάποιος που το αγαπά πολύ, ο Γκέρστερ καταγράφει την άσκοπη περιπλάνηση του ήρωά του και τις σουρεαλιστικές, παράδοξες, αφοπλιστικές συναντήσεις του με μία σειρά από χαρακτήρες (άλλες σεναριακά πιο επιτυχημένες, κι άλλες πιο σχηματικές) ως «a day in the life» (ο τίτλος της ταινίας είναι φόρος τιμής στους Beatles) και ταυτόχρονα μία διαδρομή αναζήτησης ταυτότητας. Με τον off beat τρόπο που θα το έκανε ο Τζιμ Τζάρμους, τον τζαζ ρομαντισμό του soundtrack του Γούντι Αλεν, το κοφτερό σαρκασμό του Αλεξάντερ Πέιν, την τρυφερή νεύρωση του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ.

Η επιδερμίδα της ταινίας είναι κωμική: με μαύρο χιούμορ ο Γκέρστερ διασκεδάζει με την αμηχανία του ήρωά του, τις ανασφάλειες, την αβεβαιότητα, την αδυναμία του να βρει που ανήκει. Ταυτόχρονα όμως, σατιρίζει και τα παραδείγματα που ο Νίκο έχει τριγύρω του.Τα κλισέ όνειρα του πατέρα για τον γιο του, το βάλτωμα όσων βιάστηκαν να πανηγυρίσουν τον δυτικό τρόπο ζωής, την κούφια post modern αυτοεπιβεβαίωση των χίπστερς Βερολινέζων καλλιτεχνών, ή πώς οι 300 επιλογές γεύσεων ενός πρωινού καφέ έχουν παγιωθεί ως προσφορά, ανάπτυξη – ενώ στην πραγματικότητα είναι ένας μεγάλος, ενοχλητικός, ηλίθιος μπελάς.
Πόλυ Λυκούργου

Ασπρόμαυρη φωτογραφία, χαμηλόφωνη τζαζ, περιπλάνηση, μελαγχολία μέσα στην οποία τρεμοπαίζουν χιουμοριστικές νότες -η σκηνή με τον ζητιάνο, κομμάτι ανθολογίας που φέρνει στον νου τις κωμικοτραγικές φάσεις του Τσάπλιν, και η λογομαχία με τον παρεξηγημένο σκηνοθέτη παραπέμπει στη σάτιρα του Γούντι Άλεν . Ένα σινεμά που μας θυμίζει τις πρώτες ταινίες του Τζάρμους και που ο φρέσκος σκηνοθέτης Γιαν Όλε Γκέρστερ κατάφερε να χειριστεί πολύ καλά, κερδίζοντας την αναγνώριση στα πρόσφατα ευρωπαϊκά βραβεία και όχι μόνο. Ο ντοκιμαντερίστικος ρεαλισμός μπορεί να μοιάζει εύκολος, αλλά το να δομήσεις μέσα από αυτόν μια δραματουργία θέλει ταλέντο. Ο Γκέρστερ βγάζει συναίσθημα κρατώντας σωστές αποστάσεις και ταυτόχρονα κάνει διακριτικά τις κοινωνικές του παρατηρήσεις. Βασικός συντελεστής για το όλο επιτυχές εγχείρημα ο Τόμ Σίλινγκ, καταφέρνει να αποδώσει μια ευρεία γκάμα διαθέσεων, σε συνύπαρξη μάλιστα την ίδια στιγμή. Από την αθωότητα μέχρι την πονηριά και από τη ρεαλιστική αντιμετώπιση μέχρι τη συμπόνια.
Χάρης Καλογερόπουλος

Thessaloniki International Film Festival