Γεννήθηκα το 1927 στη Λευκωσία της Κύπρου.
Οι πρώτες μου (θολές) μνήμες είναι το κάψιμο του εγγλέζικου κυβερνείου, η απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τη δύση του ήλιου, οι εγγλέζοι στρατιώτες με τα κοντά χακί παντελονάκια και η άγρια τρομοκρατία τους μέχρι του σημείου οτιδήποτε γαλανόλευκο – ακόμα και στις … ρόδες ενός κάρου – να θεωρείται ποινικό αδίκημα. Θυμάμαι τα πρωινά που, μόλις ξύπναγα, χωνόμουν στο κρεβάτι των γονιών μου και τραγουδούσαμε τον εθνικό ύμνο και το Μαύρη είν’ η Νύχτα στα Βουνά.
1940. 28 Οκτωβρίου.
Οι ιταλιάνοι εισβάλλουν στην Ελλάδα και την ίδια στιγμή η στρατοκρατούμενη Λευκωσία πλημμυρίζει στην ελληνική σημαία. Όλα τα παλικάρια τρέξαμε να καταταγούμε, εμένα όμως με διώξανε οι εγγλέζοι γιατί φορούσα κοντά παντελονάκια.
1945.
Τέλειωσε ο πόλεμος, τέλειωσα κι εγώ το Παγκύπριο Γυμνάσιο κι η μάνα μου μ’ έστειλε στην Αθήνα να σπουδάσω γιατρός.
Την πίκρανα, όμως, και σπούδασα οικονομικά και στη συνέχεια νομικά, που κάποια στιγμή (και μέσα στις άγριες ώρες του πιο παράλογου εμφύλιου σπαραγμού) τα παράτησα σύξυλα και μπήκα στο παιχνίδι της υπόλοιπης ζωής μου που ήταν ο κινηματογράφος. Είπα στον πατέρα μου ότι θέλω να γίνω σκηνοθέτης κι ο καλός άνθρωπος με ρώτησε τι είν’ αυτό.
Του εξήγησα, δεν τον έπεισα. Μου ζήτησε να γυρίσω πίσω, δεν με έπεισε. Μου ’κοψε το επίδομα, αλλά και πάλι δεν με έπεισε. Άρχισα να φωτογραφίζω παιδάκια (κατ’ οίκον) και κάθε Δευτέρα τις γιγαντοαφίσες των κινηματογράφων για να βγάζω το νοίκι μου κι ένα κομμάτι ψωμί.
1950.
Μπαίνω με υποτροφία στο τμήμα σκηνοθετών της σχολής Σταυράκου (το πρώτο εξάμηνο σπουδαστής, το δεύτερο… καθηγητής φωτογραφίας). Δάσκαλός μου ο Γρηγόρης Γρηγορίου, που ακριβώς τότε άρχιζε την ταινία του Πικρό Ψωμί κι εγώ δούλεψα μαζί του βοηθός σκηνοθέτη. Φυσικά δεν πληρωνόμουνα – τίμημα του… ψώνιου να θέλει κάποιος να γίνει σκηνοθέτης.
Όλο κι όλο μου το μεροκάματο ήταν το πρωινό κολατσιό, ένα κομμάτι ψωμί και μια διάφανη φέτα τυρί. Πείνα και των γονέων. Για να γλιτώσω τη λιμοκτονία, αλλά και να μείνω στο χώρο, δήλωσα τεχνικός. Δούλεψα (μεροκάματο πείνας βεβαίως) σε μια ταινία του Σπέντζου – Αμάρτησα για το παιδί μου – ως βοηθός οπερατέρ και φωτογράφος πλατό.
1951.
Με φωνάζουνε στη ΦΙΝΟΣ για βοηθό οπερατέρ. Όταν ο Φίνος άκουσε για σπουδές σκηνοθεσίας και καθηγητιλίκια στη Σχολή Σταυράκου, χλόμιασε. “Αν πας για σκηνοθέτης, λάθος πόρτα χτύπησες. Η σταματάς εκεί ή δε μπαίνεις εδώ” (!) Σταμάτησα εκεί… Στην αρχή δούλεψα βοηθός οπερατέρ και βοηθός μοντέρ, αμέσως μετά μοντέρ και στη συνέχεια διευθυντής φωτογραφίας, οπερατέρ και μοντέρ της ΦΙΝΟΣ. Ξεκίνησα με την Αγνή του Λιμανιού και περνώντας από ταινίες όπως: Το σοφεράκι – Ο γρουσούζης – Η ωραία των Αθηνών – Ούτε γάτα ούτε ζημιά – Η Γκόλφω – Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας – Η καφετζού – Το αμαξάκι – οι δυο “Λατέρνες” – Η κυρά μας η μαμή – Μια ζωή την έχουμε – Η Αστέρω – Ο Ηλίας του 16ου, τέλειωσα με Το Ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο. 8 χρόνια 21 ταινίες… Τον Οκτώβρη του ‘59 παραιτήθηκα και βγήκα στην ελεύθερη πιάτσα να μετρήσω τις δυνάμεις μου.
1960.
Η πρώτη μου σκηνοθετική δουλειά – Έγκλημα στα Παρασκήνια – έδωσε παρόν στο πρώτο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη και εισέπραξε 2 βραβεία. Θα ακολουθούσαν κι άλλα πολλά. Από κει και πέρα φωτογραφία, σκηνοθεσία και μοντάζ εναλλάσσονται. Αντιγόνη του Τζαβέλλα, Αλίμονο στους νέους του Σακελλάριου, Ο κύριος Πτέραρχος, Της κακομοίρας, Οι αδίστακτοι, Σύντομο διάλειμμα (δικές μου), Ο Μεγάλος Διχασμός του Γρηγορίου, Τζίμης ο Τίγρης του Βούλγαρη και άλλες και άλλες.
1967. Απρίλης.
Απάνω που λέγαμε ότι κάτι επιτέλους πάει ν’ αλλάξει σ’ αυτή τη χώρα, να μπορέσουμε να μιλήσουμε και για πράματα που μας καίνε, εισβάλλει με τανκς στη ζωή μας η Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών και αντικαθιστά με γύψο την 30χρονη σιωπή των αμνών.
1968-69.
Γυρίζω (φωτογραφία & μοντάζ) κάποιες ταινίες παραγωγής & σκηνοθεσίας Βέγγου και το 1970 κάνω το ντεμπούτο μου στην παραγωγή με 2 ταινίες δικιάς μου σκηνοθεσίας και με το Βέγγο πρωταγωνιστή. Έτσι άρχισε η μακροβιότερη συνεργασία στο ελληνικό σινεμά. Η φιλία είχε αρχίσει πολύ πιο πριν.
1971.
Παίρνω τη μεγάλη απόφαση και προχωρώ σε μια πράξη … πολιτική. Γυρίζω μια “αντιπολεμική σάτιρα” (έτσι τη βάφτισα, δε γινόταν να την πω “αντιφασιστική αντιδικτατορική”), το Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση. Η κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ φόρτωσε την ταινία με βραβεία, ενώ αμέσως μετά, στις αίθουσες, γινόταν χαλασμός. Αυτό δεν ήταν ταινία, ήταν διαδήλωση!… Την επόμενη χρονιά επανέρχομαι με 2 ταινίες, το Θανάση πάρε τ’ όπλο σου (δικό μου) και Το προξενιό της Άννας του Βούλγαρη, (είχα την παραγωγή & το μοντάζ), που και οι δυο μαζί σάρωσαν κυριολεκτικά τα βραβεία του Φεστιβάλ.
1973.
Ακόμα 2 ταινίες, αλλά ήδη είχαμε μπει βαθιά στην κρίση του ελληνικού σινεμά, που θα κρατούσε τρεις δεκαετίες, αν υποθέσουμε ότι έχουμε τελικά βγει από το φαύλο κύκλο. Από το ‘76 ως το ‘82 γύρισα αρκετές ακόμα ταινίες με το Βέγγο. Μια απ’ αυτές – Ο παλαβός κόσμος του Θανάση – ήταν σπονδυλωτή, με εφτά 12λεπτα κινηματογραφικά διηγήματα και με μόνο συνδετικό κρίκο το Βέγγο. Δύο απ’ αυτά θεωρήθηκαν από τους κριτικούς της εποχής, κομμάτια κινηματογραφικής ανθολογίας. Για την ιστορία, τέλη της δεκαετίας του ’80 έκανα μία θητεία στο Δ.Σ. του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και τρεις(!) θητείες ως πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Σκηνοθετών (αυτό κι αν ήταν περιπέτεια…)
Τα τελευταία 20 χρόνια με απορρόφησε ο νέος ελληνικός κινηματογράφος είτε ως διευθυντή φωτογραφίας είτε ως μοντέρ είτε ως συμπαραγωγό και πολύ συχνά με όλες αυτές τις ιδιότητες. Ταινίες του Βαφέα, του Βούλγαρη, του Νικολαΐδη, του Ζερβού, της Μαυράκη, του Ψαρά, του Σταύρακα. Με τα 50 μου χρόνια στον κινηματογράφο το 2000 γύρισα πάλι στην… αρχή κι έκανα φωτογραφία στην ταινία μικρού μήκους (καμαρώνω γι’ αυτό) του Γιώργου Τζάνερη Η Τροφός.
Ας προσθέσω εδώ και κάτι προσωπικό, για να μη τυχόν φανταστεί κανείς ότι ξόδεψα τη ζωή μου ως… μηχανάκι κινηματογράφου. Εκτός από τις 100 σχεδόν ταινίες μου, μπόρεσα να έχω 3 παιδιά και 5 εγγόνια. Τους αγαπώ όλους (όπως και τις ταινίες μου) κι ελπίζω να μ’ αγαπάνε κι αυτοί, έστω και λιγότερο. Και για το μέλλον; Μα…ό,τι και στο παρελθόν. Δε ξέρω ποιες ή πόσες ταινίες και με ποιες ιδιότητες θα γυρίσω τα επόμενα χρόνια, πάντως θα είμαι παρών. Άλλα παιδιά λέω να μην κάνω, σίγουρα όμως θα κάνω δισέγγονα.
«Η ΠΕΙΝΑ ΚΑΙ Η ΒΙΑ Σ’ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΚΑΙ Σ’ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΠΟΧΕΣ
ΕΙΧΑΝ ΤΟ ΙΔΙΟ ΠΡΟΣΩΠΟ»
Αυτός ήταν ο πρότιτλος μιας ταινίας που γυρίστηκε καλοκαίρι του 1971, δυο μόλις χρόνια πριν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Το διαφημιστικό της σλόγκαν έλεγε: «Μια αντιπολεμική σάτιρα του Ντίνου Κατσουρίδη». Η σάτιρα όμως δεν ήταν αντιπολεμική – πουθενά στην ταινία δεν υπάρχει πόλεμος, μόνο κατοχή υπάρχει. Ήταν αντιφασιστική – και στις τότε δικές μας συνθήκες αντιδικτατορική.
Κι έτσι ακριβώς την είδαν και την χειροκρότησαν, γέλασαν κι έκλαψαν τρία εκατομμύρια Έλληνες, που μέσα σ’ ένα χρόνο πλημμύρισαν τις αίθουσες των κινηματογράφων, όχι απλώς για να δουν την ταινία, αλλά κυριολεκτικά για να διαδηλώσουν. Σίγουρα ήταν – και είναι ακόμα – μια καλή ταινία. Για την εποχή της όμως ήταν – πάνω απ’ όλα – μια πράξη διαμαρτυρίας. Ακόμα και για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τα τρία μεγάλα βραβεία: καλύτερης ταινίας, σεναρίου και πρώτου ανδρικού ρόλου, ήταν μια πράξη πολιτική.
Με χορηγό προσβασιμότητας την Alpha Bank, το Φεστιβάλ θα πραγματοποιήσει δύο δωρεάν και καθολικά προσβάσιμες προβολές, όπου το κοινό θα έχει την ευκαιρία να απολαύσει το αριστούργημα “Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;” του Ντίνου Κατσουρίδη (06/11 | 18:00 – Ολύμπιον), που άλλαξε τον ρου της καριέρας του Θανάση Βέγγου, καθώς και το αξέχαστο Δοξόμπους του Φώτου Λαμπρινού, που μας μεταφέρει στην καρδιά της βυζαντινής κοινωνίας του 14ου αιώνα.
Παράλληλα, στο πλαίσιο ενός μικρού αφιερώματος στον Ντίνο Κατσουρίδη, με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα ετών από τον θάνατό του, θα προβληθεί επίσης το ντοκιμαντέρ “Μια ζωή σαν σινεμά-Ντίνος Κατσουρίδης” της Ισαβέλλας Μαυράκη, συντρόφου του ακούραστου εργάτη του ελληνικού σινεμά (07/11 | 21:00 – αιθ. Παύλος Ζάννας).
Ευχαριστούμε την οικογένεια του Ντίνου Κατσουρίδη για την πολύτιμη βοήθεια στην πραγματοποιήση του αφιερώματος.
Τα φιλμ θα είναι διαθέσιμα και στην online πλατφόρμα του Φεστιβάλ online.filmfestival.gr (04-14/11).
Διαθέσιμη στο e-shop μας, βρίσκεται και η έκδοση για τον Ντίνο Κατσουρίδη.