Honeyland

Υποψήφιο για Όσκαρ Ντοκιμαντέρ
Υποψήφιο για Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας

Μεγάλο Βραβείο Επιτροπής – Φεστιβάλ Σάντανς
Βραβείο Καλύτερης Φωτογραφίας Διεθνούς Ντοκιμαντέρ – Φεστιβάλ Σάντανς
Ειδικό Βραβείο Επιτροπής Impact for Change – Φεστιβάλ Σάντανς
Καλύτερη Ταινία – Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τελ Αβίβ
Καλύτερη Φωτογραφία & Βραβείο Πάρε Λόρεντς – Διεθνής Ένωση Ντοκιμαντέρ
Καλύτερο Ντοκιμαντέρ – Βραβείο Ένωσης Αμερικανών Κριτικών Κινηματογράφου
Καλύτερο Ντοκιμαντέρ – Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας

«Τα πρώτα λεπτά της ταινίας είναι ό,τι πιο εκπληκτικό έχω δει στο σινεμά – τόσο μεγαλειώδη και παράξενα και γεμάτα ανθρώπινη και φυσική ομορφιά».
The New York Times

«Ένα θαυματουργό επίτευγμα, που γυρίστηκε σε διάρκεια τριών ετών σαν από μία αόρατη κάμερα».
The Guardian

Σε μία απομονωμένη ορεινή περιοχή βαθιά μέσα στα Βαλκάνια ζει η Χατίτζε Μουράτοβα με την ηλικιωμένη μητέρα της, σε ένα χωριό χωρίς δρόμους, ηλεκτρικό ρεύμα ή τρεχούμενο νερό. Τελευταία μιας σειράς γενεών μελισσοκόμων άγριου μελιού, η Χατίτζε βγάζει μικρές παρτίδες, αγνού προϊόντος, το οποίο και πουλάει στην πλησιέστερη πόλη, σε απόσταση τεσσάρων ωρών με τα πόδια.

Η ήρεμη ζωή της Χατίτζε διαταράσσεται με την άφιξη μιας οικογένειας που στήνει νοικοκυριό δίπλα της, με τις θορυβώδεις μηχανές τους, τα επτά ανυπάκουα παιδιά τους και ένα κοπάδι από αγελάδες και άλλα ζώα. Αρχικά η Χατίτζε αντιμετωπίζει την αλλαγή με ανοιχτό μυαλό και θετική διάθεση, αλλά γρήγορα δημιουργείται μια κόντρα που εκθέτει τη θεμελιώδη σύγκρουση ανάμεσα στη φύση και τους ανθρώπους, την αρμονία και την ασυμφωνία, την εκμετάλλευση και τη βιωσιμότητα.

Το πολυβραβευμένο ντοκιμαντέρ «Στη Γη του Άγριου Μελιού» («Honeyland») αποτελεί το ντεμπούτο των σκηνοθετών Λιούμπομιρ Στεφάνοφ και Τάμαρα Κοτέφσκα. Είναι η πρώτη ταινία στην ιστορία υποψήφια για Όσκαρ Ντοκιμαντέρ και Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς (Ξενόγλωσσης) Ταινίας. Έχει την υπέροχη όψη ενός σινεμασκόπ έπους, αλλά χτίστηκε ξεκάθαρα μέσα από τη στενή σχέση και την οικειότητα μεταξύ κινηματογραφιστών και υποκειμένου. Με αναπάντεχο χιούμορ, δημιουργούν ένα σκληρό και ταυτόχρονα τρυφερό πορτρέτο της λεπτής ισορροπίας μεταξύ ανθρωπότητας και φύσης κι ενός τρόπου ζωής υπό εξαφάνιση. Κυρίως, μας χαρίζουν μια αξέχαστη μαρτυρία για την αποφασιστικότητα, τη γενναιότητα και την αντοχή μιας μοναδικής γυναίκας απέναντι στις αντιξοότητες.

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ

Η πραγματική ιστορία της ταινίας αρχίζει πριν ακόμα οι άνθρωποι καταφτάσουν στην περιοχή, αλλά η αφήγησή μας ξεκινά με τους δύο τελευταίους κατοίκους της: την Χατίτζε και τη μητέρα της, Ναζιφέ. Όπως οι εργάτριες μέλισσες περνούν όλη τη ζωή τους φροντίζοντας τη βασίλισσα στην κυψέλη, έτσι και η Χατίτζε έχει αφοσιωθεί στη μισότυφλη και κλινήρη μάνα της, η οποία δεν μπορεί καν να βγει από την ετοιμόρροπη καλύβα τους. Η ταινία εξελίσσεται σε ένα τοπίο άχρονο και χωρίς γεωγραφία, απρόσιτο από τους κανονικούς δρόμους, και ταυτόχρονα, μόλις 20 χιλιόμετρα από την πλησιέστερη σύγχρονη πόλη. Οι άνθρωποι μιλούν μια αρχαία τουρκική διάλεκτο κι έτσι η ταινία οδηγείται περισσότερο από την οπτική αφήγηση παρά από το διάλογο. Οι χαρακτήρες γίνονται κατανοητοί από τη γλώσσα του σώματος, τις σχέσεις και τα συναισθήματά τους και η επικοινωνία τους με το θεατή γίνεται πιο ενστικτώδης, πιο κοντινή. Η ταινία τοποθετεί τους θεατές δίπλα στους ανθρώπους αυτούς και, κυρίως, δίπλα στη φύση, ενισχύοντας την ιδέα ότι είμαστε μόνο ένα από τα πολλά είδη του πλανήτη και οι καταστάσεις μας επηρεάζουν όλους.

Το Πρωτόκολλο της Ναγκόγια – Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τη Βιοποικιλότητα τέθηκε σε ισχύ το 1993 και καθόρισε παγκόσμιες κατευθυντήριες γραμμές για την πρόσβαση στους φυσικούς πόρους. Στόχος του ήταν η προώθηση δίκαιου επιμερισμού οφέλους, τόσο για τους παρόχους -τη γη, τα φυτά, τα ζώα- όσο και για τους χρήστες, τους ανθρώπους. Η γενετική ποικιλομορφία και η βιοποικιλότητα επιτρέπει στους πληθυσμούς να προσαρμόζονται σε μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα και κλίματα, συμβάλλοντας στη διατήρηση και τη βιωσιμότητα των πόρων. Η «κρίση του μελιού» στην ταινία καταδεικνύει τον κίνδυνο που διατρέχουμε όταν αγνοούμε τα πρωτόκολλα αυτά και δεν δείχνουμε σεβασμό προς τη βιοποικιλότητα. Η ιστορία της Χατίτζε δεν είναι παρά ένας μικρόκοσμος, ο οποίος όμως αντιπροσωπεύει την ευρύτερη ιδέα του πόσο στενά συνυφασμένη είναι η φύση με τον άνθρωπο, και πόσα θα χάσουμε αν αγνοήσουμε αυτή τη θεμελιώδη σύνδεση.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ ΤΑΜΑΡΑ ΚΟΤΕΦΣΚΑ ΚΑΙ ΛΙΟΥΜΠΟΜΙΡ ΣΤΕΦΑΝΟΦ & ΤΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΑΜΙΡ ΛΙΟΥΜΑ

Πώς προέκυψε το «Στη Γη του Άγριου Μελιού»;
ΣΛ: Μας ζητήθηκε να γυρίσουμε ένα βίντεο με θέμα το περιβάλλον για έναν μεγάλο οργανισμό. Κάνοντας έρευνα στην περιοχή, ανακαλύψαμε αυτούς τους παραδοσιακούς μελισσοκόμους άγριου μελιού, καθώς και την Χατίτζε. Είχε τρομερό ενδιαφέρον η μέθοδός της. Γιατί έπαιρνε μόνο το μισό μέλι; Γιατί δεν τάιζε τις μέλισσες με ζάχαρη, όπως οι σύγχρονοι μελισσοκόμοι;
ΤΚ: Η οικογένειά της το έκανε πάντα με τον ίδιο τρόπο, πατέρας, παππούς, προπάππους. Δεν ξέρουμε ακριβώς πόσο μακριά πάει η ιστορία τους, αλλά σίγουρα πρόκειται για αιώνες.

Πόσες ώρες υλικού γυρίσατε και πώς ήταν η διαδικασία του μοντάζ;
ΤΚ: Πάνω από 400 ώρες μέσα σε τρία χρόνια. Για εμάς η δραματουργία ήταν πάντα ξεκάθαρη. Από την αρχή θέλαμε να πούμε μια ιστορία για αυτή τη γυναίκα και στη συνέχεια, όταν εμφανίστηκε η οικογένεια του Χουσέιν, η αφήγηση επικεντρώθηκε στη μεταξύ τους σύγκρουση και πώς αυτή επηρεάζει την ισορροπία της γης. Ξεκινήσαμε το μοντάζ όσο ακόμη κάναμε γυρίσματα, ήταν ο καλύτερος τρόπος για εμάς. Μπορούσαμε να κατανοήσουμε τι μας λείπει, πχ. περισσότερες σκηνές με τα παιδιά.

Μπορείτε να μας πείτε κάποια πράγματα για την περιοχή στην οποία κάνατε τα γυρίσματα;
ΛΣ: Υπήρξε συμφωνία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μεταξύ της Γιουγκοσλαβίας και της Τουρκίας να αλλάξουν οι κάτοικοι της περιοχής, οπότε εγκαταστάθηκαν εκεί τουρκικοί πληθυσμοί. Αυτοί όμως δεν έμειναν, μια και το κράτος έχασε το ενδιαφέρον του για αυτήν την δύσκολη, πολύ ξηρή περιοχή χωρίς βλάστηση, χωρίς νερό, χωρίς γεωργία. Δεν υπάρχουν δρόμοι, δεν υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα, δεν υπάρχει τίποτα. Έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί από τη δεκαετία του 1950.
ΤΚ: Απλώς άφησαν το μέρος να πεθάνει.

Πως βρήκατε την Χατίτζε;
ΛΣ: Περνούσαμε αρκετό χρόνο στην ερημιά κάνοντας γυρίσματα για το αρχικό μας βίντεο. Είδαμε πρώτα τα μελίσσια και μετά εκείνη.
ΤΚ: Όταν είδαμε τις μέλισσες στο φυσικό τους περιβάλλον, σε τρύπες ανάμεσα στους βράχους, εξεπλάγην. Ποιος κάνει τις τρύπες; Ποιος τις μαρκάρει; Έτσι τη γνωρίσαμε, και τη μητέρα της, και μετά από τρεις μήνες έρευνας, αποφασίσαμε ότι αυτή είναι η ιστορία μας. Και μείναμε τρία χρόνια.

Ήταν δύσκολο να κερδίσετε την εμπιστοσύνη της;
ΤΚ: Δεν περιμέναμε να είναι τόσο ανοιχτή μαζί μας, αλλά μας είπε ότι η μεγαλύτερη επιθυμία της ήταν μια μέρα κάποιος δημοσιογράφος από τηλεοπτικό σταθμό να καταγράψει την ιστορία της: τις διαδρομές στο βουνό, τη δουλειά της με το μέλι. Για εκείνη, εκπληρώσαμε αυτό το όνειρο. Ήθελε να αφηγηθεί, γιατί ξέρει πολύ καλά ότι είναι η τελευταία γενιά που θα ζήσει με αυτόν τον τρόπο. Τελικά ήρθαμε πάρα πολύ κοντά. Έχουμε πλάνα της που γελάει, χορεύει, μας τραγουδάει. Πραγματικά γίναμε σαν οικογένεια.

Πώς αντέδρασε όταν είδε την ταινία για πρώτη φορά;
ΤΚ: Νομίζω πως ήταν χαρούμενη, αλλά σίγουρα έπαθε σοκ όταν είδε τον εαυτό της στην οθόνη. Μην ξεχνάτε πως εκεί δεν υπάρχει τίποτα, ούτε καν ηλεκτρισμός, πόσο μάλλον τηλεόραση.

Πείτε μας για τον “χρυσό κανόνα” – το να αφήνεις το μισό μέλι για τις μέλισσες; Τον είχατε υπόψη σας και πριν τα γυρίσματα;
ΤΚ: Το ενδιαφέρον είναι ότι δεν μας τον είπε ποτέ η Χατίτζε. Τον καταλάβαμε παρατηρώντας την να δουλεύει.
ΛΣ: Ξέρει πως αν πάρει όλο το μέλι οι μέλισσες θα πεθάνουν. Είναι ο μοναδικός άνθρωπος που σέβεται αυτόν τον κανόνα. Νοιάζεται για το μέλλον αυτού του οικοσυστήματος.
ΤΚ: Όλο αυτό συμβολίζει τον καπιταλισμό. Η οικογένεια του Χουσέιν αντιπροσωπεύει τον καπιταλιστικό κόσμο που εκμεταλλεύεται αλόγιστα όσο περισσότερους πόρους μπορεί, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις επόμενες γενιές.
ΛΣ: Κατά τη γνώμη μου υπερβαίνει ακόμα και την πολιτική διάσταση. Έχει να κάνει με απόλυτα βασικά πράγματα: τρόπο σκέψης, τρόπο ύπαρξης.

Ποιες ήταν οι πιο δύσκολες σκηνές για εσάς;
ΛΣ: Η σχέση της με τη μητέρα της ήταν εξαιρετικά δύσκολη.
ΤΚ: Συχνά ένιωθα πως είμαι παρείσακτη, πως τις ενοχλώ. Άλλες φορές ένιωσα ντροπή που βρίσκομαι μπροστά στους τσακωμούς τους. Αλλά η ταινία συνεχίζεται.
ΣΛ: Το ότι δεν καταλαβαίναμε τη γλώσσα έκανε κάποια τέτοια πράγματα ευκολότερα πάντως. Χρησιμοποιούν μια αρχαία οθωμανική διάλεκτο που καμία σχέση δεν έχει με τα τούρκικα.
ΤΚ: Η Χατίτζε μιλάει Μακεδονικά, οπότε μετά μας εξηγούσε τι είχε συμβεί.

Τι μάθατε από το χρόνο που περάσατε με την Χατίτζε;
ΣΛ: Για μένα, που είμαι διευθυντής φωτογραφίας και όχι βιολόγος, ήταν συναρπαστικό. Έβλεπα τα μελίσσια και όλα μου φαίνονταν καινούρια. Παρατήρησα κάποια στιγμή ότι ένα μελίσσι έβγαζε πολύ και πλούσιο μέλι, ενώ ένα διπλανό του λιγότερο. Ρώτησα την Χατίτζε γιατί και μου είπε, “είναι όπως οι άνθρωποι, οι πλούσιες και οι φτωχές οικογένειες.”

ΤΚ: Ο συμβολικός δεσμός μεταξύ ζώων και ανθρώπων δεν είναι κάτι καινούργιο αυτό που είναι συναρπαστικό είναι ότι εκείνη έχει πλήρη επίγνωση αυτού του πράγματος. Οι άνθρωποι της γενιάς μας πρέπει να διαβάσουν για κάτι ή να το δουν στην τηλεόραση για να πουν “πω πω, οι μέλισσες λειτουργούν πραγματικά σαν άνθρωποι!” Αλλά όταν βλέπεις την ευαισθησία και αντίληψη αυτής της γυναίκας, το σεβασμό της για ένα άλλο είδος που μπορεί να θεωρηθεί ταπεινό, καταλαβαίνεις πόσο πολύτιμη είναι αυτή η γνώση. Ελπίζουμε ότι η ιστορία της Χατίτζε να υπενθυμίσει στους ανθρώπους πόσα ήδη γνωρίζουν για τη σχέση ανάμεσα στη φύση και το είδος μας, και να τους παρακινήσει να βρουν την εσωτερική τους δύναμη, καθώς σκέφτονται αυτή τη μοναδική ηρωίδα.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΒΟΛΩΝ

Thessaloniki International Film Festival