Σε μια πρωτόγνωρη συγκυρία, με την πανδημία του Covid-19 να πλήττει τον κινηματογράφο σε παγκόσμιο επίπεδο, το ελληνικό σινεμά επιδεικνύει επιμονή, ευρηματικότητα και δύναμη. Το 61ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στέκεται δίπλα στους έλληνες δημιουργούς, μέσα από τις δράσεις και τις πρωτοβουλίες της Αγοράς, φιλοξενώντας παράλληλα ένα πλούσιο ελληνικό πρόγραμμα. Ας πάρουμε μια πρώτη γεύση δίνοντας το βήμα στους σκηνοθέτες των 18 ελληνικών ταινιών της φετινής διοργάνωσης.
Επίσημη πρώτη
All the pretty little horses (Μιχάλης Κωνσταντάτος)

Η υπόθεση:
Μετά από μία απότομη αλλαγή, η Αλίκη και ο Πέτρος βρίσκουν καταφύγιο σε μια μικρή επαρχιακή πόλη μαζί με τον γιο τους. Όταν η Αλίκη αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι το σχέδιο τους να επιστρέψουν μόνιμα στην Αθήνα δεν λειτουργεί ή μπορεί καν να μην υπάρχει, ο Πέτρος αντιλαμβάνεται τη συναισθηματική απομάκρυνσή της ως σιωπηρή αποδοκιμασία προς αυτόν. Η απόσταση ανάμεσά τους μεγαλώνει, καθώς κινδυνεύουν να παγιδευτούν σε έναν ιστό από ψέματα που έφτιαξαν οι ίδιοι.
Η έμπνευση:
Έμπνευση ήταν οι βίαιες αλλαγές των τελευταίων χρόνων στην οικονομική και κοινωνική κατάσταση των Ελλήνων – και όχι μόνο. Οικογένειες διαλύθηκαν, άνθρωποι έχασαν την πίστη τους στους άλλους ανθρώπους, αλλά και στον εαυτό τους. Ένα κοινό, επίσης, χαρακτηριστικό είναι πως δύσκολα αποδέχτηκαν τη νέα κατάσταση, δύσκολα προσαρμόστηκαν και, το κυριότερο, δύσκολα μιλάνε ειλικρινά για αυτό, ακόμη και σε κοντινούς τους ανθρώπους.
Η διαδικασία:
Τα γυρίσματα έγιναν σε μια δύσκολη περίοδο, χαρακτηρίστηκαν όμως από πολύ καλή προετοιμασία, ενώ η εξαιρετική παρέα των συνεργατών μου μετέτρεψε το διάστημα αυτό σε μια πολύ ευτυχισμένη περίοδο της ζωής μου.
Το επιμύθιο:
Μια συχνή παγίδα για όλους εμάς σήμερα είναι ο στρουθοκαμηλισμός, η άρνηση να παραδεχτούμε και να μιλήσουμε ανοιχτά για τα πράγματα που μας απασχολούν. Αυτή η στάση γεννά μονάχα στασιμότητα. Αντίθετα, το να δρούμε και να σκεφτόμαστε με συλλογική συνείδηση μπορεί σίγουρα να εξασφαλίσει μια κινητικότητα, μια πορεία. Και τελικά, αυτό έχει σημασία. Να μπορούμε, συνειδητά, να συνεχίζουμε. Μαζί.
Daniel ‘16 (Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος)

Η υπόθεση:
Ο Daniel, ένας γερμανός έφηβος, στέλνεται στην Ελλάδα, σε μια κοινότητα αγωγής ανηλίκων, για να εκτίσει την ποινή του. Εκεί, σε ένα εγκαταλελειμμένο χωριό του Έβρου, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία, βιώνει πρωτόγνωρα συναισθήματα και καλείται να δώσει λύση σε δύσκολα διλήμματα… Η τελική του απόφαση θα ξαφνιάσει τους πάντες.
Η έμπνευση:
Πριν από κάποια χρόνια, ένα άρθρο σε ελληνική εφημερίδα μάς οδήγησε σε ένα εγκαταλειμμένο χωριό του Έβρου. Εκεί, λειτουργούσε μια ανοιχτή κοινότητα αγωγής γερμανών ανηλίκων με παραβατική συμπεριφορά. Η επιτόπια έρευνα και η συναναστροφή με τους νεαρούς τροφίμους είχε ως αποτέλεσμα τον Daniel ‘16.
Η διαδικασία:
Η ταινία είχε ιδιαίτερες δυσκολίες. Οι νεαροί πρωταγωνιστές δεν είχαν ξαναπαίξει στον κινηματογράφο, ενώ τα γυρίσματα ήταν απαιτητικά, σε δύσκολες καιρικές συνθήκες, καθώς και εξαιρετικά πιεστικά δεδομένου ότι έπρεπε να ολοκληρωθούν μέσα σε είκοσι ημέρες. Στις επιπλέον δυσκολίες πρέπει να συνυπολογίσουμε τους απαιτητικούς ρόλους ενός σκύλου και ενός εμού! Ευτυχώς, όμως, υπήρξε σωστή οργάνωση, το συνεργείο ήταν εξαιρετικό και έτσι όλα πήγαν καλά.
Το επιμύθιο:
Το να δώσεις φροντίδα μπορεί να σε λυτρώσει από το γεγονός ότι δεν σε φρόντισαν ποτέ.
Digger (Τζωρτζής Γρηγοράκης)

Η υπόθεση:
Ένα
σύγχρονο γουέστερν. Ένα σπίτι στην
καρδιά ενός αρχέγονου ορεινού δάσους.
Ένα βιομηχανικό τέρας επεκτείνεται
επιθετικά.
Γύρω τους, μια κοινωνία σε
ατμόσφαιρα εμφυλίου.
Κάποιοι σκάβουν
για να ξεριζώσουν, ενώ κάποιοι άλλοι
για να βρουν τις ρίζες τους. Ένας πατέρας
και ένας γιος συγκρούονται μετωπικά.
Το
δάσος, ως συμπρωταγωνιστής, δίνει την
τελική λύση.
Η έμπνευση:
Δυο καβαλάρηδες: ο ένας ζει με το άλογό του στη μέση του πουθενά και παλεύει με το Τέρας που τον απειλεί, αλλά και με τα φαντάσματα από το παρελθόν. Ο άλλος, περιπλανώμενος με τη μηχανή του, ψάχνει για τον πατέρα και τις ρίζες του, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς ψάχνει στην πραγματικότητα.
Η διαδικασία:
Στα 1.200 μέτρα υψόμετρο. Πρωινή ομίχλη στο δάσος. Διαπεραστικό κρύο. Βροχές. Χιόνια. Κατολισθήσεις. Γκρεμίσματα. Πελώριοι εκσκαφείς. Ανατινάξεις σε ορυχεία. Αποπνικτική σκόνη. Στα κάγκελα όλοι. Φοβεροί ηθοποιοί που τα έδωσαν όλα. Λίγος χρόνος, πολλή κούραση. Μια ομάδα παραγωγής που αποτελούταν από υπερήρωες. Καταπληκτικοί συνεργάτες. Όλα πάνω σε κινούμενη άμμο.
Το επιμύθιο:
Μια ταινία, για την αναζήτηση κοινού εδάφους (νου). Για την ιερή σχέση πατέρα-γιου. Για τη γη, που ορίζεται ως ζωή και όχι ως χρήμα. Ένας χορός ανθρώπων, φύσης και μηχανών, που εναλλάσσονται τους ρόλους του εχθρού και του λυτρωτή.
KalaAzar (Τζάνις Ραφαηλίδου)

Η υπόθεση:
Το Kala Azar περιστρέφεται γύρω από τη σχέση ενός ζευγαριού όπου μέρος της δουλειάς του είναι να συλλέγει νεκρά κατοικίδια από σπίτια ιδιοκτητών και να τα μεταφέρει στο αποτεφρωτήριο. Παράλληλα, περιμαζεύει νεκρά αδέσποτα από τον δρόμο σε μια ύστατη προσπάθεια αποδοχής του τοπίου και μνημόνευσης της ζωής γενικότερα, και όχι μόνο της ανθρώπινης.
Η έμπνευση:
Βασική έμπνευση είναι ο τόπος στον οποίο μεγάλωσα και η αέναη άρνησή του να αποδεχτεί και να αγκαλιάσει την έννοια της συμβίωσης. Δυστυχώς, αυτή η αντιμετώπιση δεν είναι μια συνθήκη που περιορίζεται στα στενά τοπικά μας όρια, αλλά μας προσδιορίζει όσον αφορά την αντίληψη μας, ως συνολική κουλτούρα, απέναντι στη φύση, στα ζώα και στη χρήση τους.
Η διαδικασία:
Σκοπός ήταν να αφεθούμε στην αλήθεια του τοπίου, των χαρακτήρων και του γυρίσματος. Είχαμε συμφωνήσει με τον Θοδωρή (Μιχόπουλο) ότι δεν θα φοβηθούμε τα λάθη που θα προκαλέσουν η φύση, οι χώροι, ο καιρός και τα ζώα. Από λάθη θα τα μετατρέψουμε στον πυρήνα της ταινίας.
Το επιμύθιο:
Το Kala azar δεν είναι μια ταινία πλοκής, αλλά μια αφήγηση εμμονών για τις σχέσεις ανθρώπων και φύσης, ζωντανών και νεκρών. Και όπως καταλήγει η ίδια η ταινία: είναι πια καιρός να μάθουμε να θρηνούμε όντα διαφορετικά από εμάς, με αλλιώτικα σώματα, αλλάζοντας τις συνήθειες και την οπτική μας στην ίδια μας την ύπαρξη.
Γυμναστήριο (The Boy [Αλέξανδρος Βούλγαρης])

Η υπόθεση:
«Όσοι δεν βρίσκουν καιρό για να γυμναστούν, θα βρουν καιρό για να αρρωστήσουν». Δεκαεπτά μονόλογοι για ένα γυμναστήριο που δεν υπάρχει πουθενά, για μία ταινία που δεν γυρίστηκε ποτέ, για τους ηθοποιούς αυτής της ταινίας, για τα λόγια που τους έκαναν αληθινούς χαρακτήρες.
Η έμπνευση:
Η έμπνευση ήταν οι μαθητές μου στο τρίτο έτος του Εθνικού Θεάτρου. Ήταν ο χώρος του γυμναστηρίου, τα θέλω και οι ντροπές του. Η απόφασή μου να αφεθώ στον μονόλογο ως τρόπο επικοινωνίας. Και ο Ρόμπερτ Όλτμαν, που αγαπούσε τόσο πολύ τους ηθοποιούς του.
Η διαδικασία:
Δύο μέρες σε ένα στούντιο ηχογράφησης. Συλλογική εμμονή με τον ρυθμό της ομιλίας. Στα ακουστικά ένα συγκεκριμένο μουσικό θέμα, για να υπαγορεύει την ατμόσφαιρα. Το τέλος μιας δύσκολης χρονιάς, η ανάγκη να ξορκίσουμε τους φόβους μας και να δημιουργήσουμε μια αναμνηστική φωτογραφία διάρκειας 2 ωρών και 45 λεπτών.
Το επιμύθιο:
Είναι μια ταινία που έχει μόνο παθιασμένα πρόσωπα, λόγο με έντονη φαντασία και πολλή μουσική. Αυτό που ήθελα ήταν να διηγηθούμε στους θεατές μια ταινία που δεν καταφέραμε ποτέ να κάνουμε.
Ένας ήσυχος άνθρωπος (Τάσος Γερακίνης)

Η υπόθεση:
Σ’ ένα ακριτικό νησί, ο Μάκης, ένας εξηντάχρονος οινοποιός, πέφτει θύμα ομηρίας από έναν επικίνδυνο δραπέτη, ο οποίος βρίσκει καταφύγιο στο απομονωμένο κτήμα του. Ο Μάκης, προκειμένου να προστατέψει τη μοναχοκόρη του που καταφθάνει την επόμενη μέρα, πείθει τον κακοποιό να προσποιηθεί τον εργάτη.
Η έμπνευση:
Τη, μάλλον ταραγμένη, εποχή που ξεκίνησα να γράφω το σενάριο (2014-2015) με προβλημάτιζαν έντονα δύο πράγματα. Οι κηλίδες που αφήνουν οι επιλογές του παρελθόντος στο παρόν και η έννοια της αξιοπρέπειας, η οποία ακούγονταν τόσο συχνά δεξιά και αριστερά. Τι ακριβώς σημαίνει αλήθεια; Μπορεί να την έχει κανείς χωρίς να πληρώσει κάποιο τίμημα;
Η διαδικασία:
Τα γυρίσματα, όλα εκτός έδρας, ολοκληρώθηκαν σε 24 ημέρες και είχα την ευτυχία να ζήσω ένα όνειρό μου: να κάνω μια ταινία, όπου στη διάρκεια των γυρισμάτων θα ζούμε όλοι μαζί, με το συνεργείο και τους ηθοποιούς. Ζήσαμε δύσκολες καταστάσεις, αλλά ήμασταν όλοι μια γροθιά. Και νομίζω ότι τα καταφέραμε.
Το επιμύθιο:
Η ταινία αυτή έγινε με πολύ λίγα μέσα και χρήματα. Χρωστάει την ύπαρξή της αποκλειστικά στην ανιδιοτελή προσφορά των συντελεστών της και στο μεράκι τους για το σινεμά. Τους ευχαριστώ γι’ αυτό και θα ήθελα να μπορούσα να τους υποσχεθώ ότι κάποια στιγμή θα τη δούμε και στις αίθουσες.
Μήλα (Χρήστος Νίκου)

Η υπόθεση:
Μια αναπάντεχη επιδημία, που προκαλεί ξαφνική αμνησία στους ανθρώπους, βρίσκει τον Άρη, ένα άνδρα γύρω στα 40, να ακολουθεί ένα πρόγραμμα αποκατάστασης που έχει σχεδιαστεί για να βοηθά τους αμνησιακούς να χτίζουν μια καινούργια ζωή. Προσπαθώντας να δημιουργήσει νέες αναμνήσεις, θα συναντήσει την Άννα, μια γυναίκα που βρίσκεται στο ίδιο πρόγραμμα.
Η έμπνευση:
Πόσο επιλεκτική είναι η μνήμη μας; Θυμόμαστε αυτά που ζούμε ή αυτά που επιλέγουμε να θυμόμαστε; Μπορούμε να ξεχάσουμε αυτά που μας πληγώνουν; Μήπως κατά βάθος δεν θέλουμε να τα ξεχάσουμε γιατί χωρίς αυτά χάνουμε την ύπαρξή μας;
Η διαδικασία:
Απλώς ακολουθείς το ένστικτό σου.
Το επιμύθιο:
Μήπως τελικά είμαστε όλα όσα δεν ξεχνάμε;
Ποιος, ποιος θα φαγωθεί (Ελπινίκη Βουτσά-Ρεντζεποπούλου)

Η υπόθεση:
Η ηρωίδα επισκέπτεται τον ξάδερφό της στην Αθήνα. Ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισαν μια τραυματική εμπειρία που βίωσαν κάποιοι μετανάστες φίλοι τους, είχε φέρει τα δύο ξαδέρφια σε απόσταση. Ενώ η ηρωίδα προσπαθεί να καλύψει τις ενοχές της, αυτή η συνάντηση με τον ξάδερφό της τη φέρνει αντιμέτωπη με τις συνέπειες των πράξεών της.
Η έμπνευση:
Η αδυναμία μας να σηκώσουμε το βάρος που φέρουν οι ιστορίες των προσφύγων-μεταναστών, ο σαδιστικός και διπλωματικός τρόπος αντιμετώπισης του μεταναστευτικού ζητήματος από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η αποσιώπηση του πρόσφατου πολιτικού μας παρελθόντος από τις προηγούμενες γενιές, καθώς και ο ταξικός κανιβαλισμός, είναι οι βασικές πηγές έμπνευσης της ταινίας.
Η διαδικασία:
Αν κάποιος κατέγραφε τα γυρίσματά μας, θα έβγαζε μια χιουμοριστική ταινία με πολύ σασπένς. Όλοι μας είχαμε παραπάνω πόστα από αυτά που μας αναλογούσαν, (πχ. οι ηθοποιοί έκαναν και δουλειές παραγωγής, η σκηνογράφος κρατούσε φώτα, κοκ). Τις αδυναμίες που είχαμε, όμως, λόγω του ελάχιστου προϋπολογισμού, τις μετατρέψαμε σε δύναμή μας.
Το επιμύθιο:
Το πιο σημαντικό στοιχείο είναι ο τρόπος με τον οποίον έγινε αυτή η ταινία. Τόσοι άνθρωποι αφιλοκερδώς συμμετείχαν σε αυτήν. Έδωσαν το μεράκι τους, τις συμβουλές τους, την τέχνη τους, στάθηκαν πλάι μου όλα αυτά τα χρόνια πιστεύοντας και εκείνοι όπως και εγώ ότι θα τα καταφέρουμε.
Πολίτης τρίτης ηλικίας (Μαρίνος Καρτίκκης)

Η υπόθεση:
Ο Θεοχάρης, ένας ηλικιωμένος άντρας, καταφεύγει κάθε βράδυ στο νοσοκομείο για να περάσει τη νύχτα στους πάγκους και στις καρέκλες των εξωτερικών ιατρείων. Κάθε πρωί επιστρέφει στο σπίτι του, έχοντας ως μόνη συντροφιά τη γάτα και τις αναμνήσεις του. Ένα βράδυ, τον ανακαλύπτει μια νεαρή νοσοκόμα, η Ευγενία, και προσπαθεί να τον βοηθήσει.
Η έμπνευση:
Ζητείται ευαισθησία: κοιμάται επί 3 χρόνια στις Πρώτες Βοήθειες. Αυτός ήταν ο τίτλος στα ψιλά μιας εφημερίδας που μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Ένας άνθρωπος μόνος, ο οποίος, αν και είχε σπίτι, προτιμούσε να περνά τις νύχτες στο νοσοκομείο από φόβο μην πάθει κάτι και δεν είναι κανείς εκεί δίπλα να τον βοηθήσει.
Η διαδικασία:
Η ταινία γυρίστηκε μέσα σε 17 μέρες με ένα μικρό σχετικά, αλλά απόλυτα αφοσιωμένο, συνεργείο. Βέβαια, είχε προηγηθεί εντατική προεργασία οκτώ μηνών στη διάρκεια της οποίας είχαν επιλυθεί όλα τα προβλήματα. Έτσι, τα γυρίσματα κύλησαν ομαλά χωρίς δυσάρεστες εκπλήξεις ή ανατροπές.
Το επιμύθιο:
Η ταινία αποτελεί μια ελεγεία στη τρίτη ηλικία και κυρίως τη μοναξιά που βιώνουν αρκετά ηλικιωμένα άτομα. Ελπίζω οι θεατές της ταινίας να ευαισθητοποιηθούν λίγο περισσότερο σε σχέση με τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας και να μην τους περιθωριοποιούν.
Πράσινη θάλασσα (Αγγελική Αντωνίου)

Η υπόθεση:
H Άννα υποφέρει από αμνησία, δεν έχει όμως ξεχάσει ούτε στο ελάχιστο την τέχνη της μαγειρικής. Στην κουζίνα μία λαϊκής παραθαλάσσιας ταβέρνας, αγωνίζεται να θυμηθεί το παρελθόν της, φτιάχνοντας νέους δεσμούς με τους θαμώνες, οι οποίοι λατρεύουν τα νόστιμα φαγητά της. Τα πράγματα παίρνουν, όμως, απρόσμενη τροπή όταν ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας ανακαλύπτει την πραγματική της ταυτότητα.
Η έμπνευση:
Η ταινία αντλεί την έμπνευσή της από ένα βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου. Αγάπησα την ιδέα πως μία γυναίκα που υποφέρει από αμνησία, μέσα από το μαγειρικό της ταλέντο και την ανιδιοτελή προσφορά της, κατορθώνει να θεραπεύσει όχι μόνο τον εαυτό της, αλλά και τους ανθρώπους γύρω της.
Η διαδικασία:
Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν κατά κύριο λόγο στην παραλία του Ασπρόπυργου, όπου αναστήσαμε ένα κτίριο-φάντασμα, ένα καμένο παλιό εστιατόριο, με πανσιόν από πάνω. Ο Ιανουάριος του 2019 ήταν βαρύς, το κρύο ανυπόφορο και οι μέρες μικρής διάρκεια, γεγονός που μας ανάγκαζε να κυνηγάμε το φως. Χαίρομαι διπλά που οι θεατές δεν αντιλαμβάνονται αυτέ τις δυσκολίες και νιώθουν μια ζεστασιά όταν βλέπουν την ταινία.
Το επιμύθιο:
Στη διάρκεια της πανδημίας, η προετοιμασία του φαγητού ήταν πολύ σημαντική και είχε σχεδόν θεραπευτική δράση στην ψυχή μας. Όπως ακριβώς συμβαίνει, δηλαδή, στην Πράσινη θάλασσα. Η ταινία, όμως, δεν εστιάζει αποκλειστικά στη μαγειρική, αλλά κάπου πολύ βαθύτερα. Κανείς άνθρωπος, όσο δυνατός κι αν είναι, δεν τα καταφέρνει μόνος του. Χρειάζεται πάντοτε τους άλλους για να υπάρξει. Η μεγαλύτερη ικανοποίηση προέρχεται από την ανιδιοτελή προσφορά και την ανθρώπινη επικοινωνία.
Πρόστιμο (Φωκίων Μπόγρης)

Η υπόθεση:
Η αληθινή ιστορία του «Βαγγέλη», ενός ντίλερ κάνναβης από τα νότια προάστια της Αθήνας. Σε μία στιγμή ανάγκης, πάει να μείνει για λίγο στην αδερφή του. Γνωρίζει τον νέο της αρραβωνιαστικό, τον Πέτρο, έναν τοπικό small-time gangster και πρώην μπράβο της νύχτας.
Η έμπνευση:
Η έμπνευση για την ταινία ήταν, φυσικά, ο αληθινός χαρακτήρας. Τον γνώρισα το 2013 και άκουσα την ιστορία του. Στη συνέχεια, του ζήτησα να τον βιντεοσκοπήσω και δέχτηκε. Όταν ήρθε η ώρα για το γύρισμα, μου έδωσε και τα ρούχα του για να ντύσω τον πρωταγωνιστή μας, Βαγγέλη Ευαγγελινό.
Η διαδικασία:
Ίσως αυτή η ταινία να είχε περισσότερες δυσκολίες από τη μέση ελληνική παραγωγή, λόγω μικρότερου προϋπολογισμού. Δεν πέρασα καλά στο γύρισμα, αν και είχαμε και υπέροχες στιγμές με τους συνεργάτες μου. Επίσης, μέχρι και την τελευταία εβδομάδα πριν ξεκινήσουμε, υπήρχε μια αβεβαιότητα για το αν η ταινία θα γινόταν εντέλει.
Το επιμύθιο:
Ξεκινήσαμε κάπως ανάποδα. Αρχικά βρέθηκε ο ήρωας και η ιστορία του. Στην συνέχεια, προέκυψε το θέμα της τοξικής αρρενωπότητας και του αρσενικού ανταγωνισμού. Χρειάστηκε πάντως να περάσει λίγος καιρός γραψίματος μέχρι να πούμε οριστικά ότι «η ταινία μιλάει για αυτό». Πρόκειται για ένα στοιχείο που ενώνει αρκετούς από τους χαρακτήρες. Ένα μεγάλο κομμάτι από το υλικό μού φαινόταν κωμικό όταν το γράφαμε.
Ράφτης (Σόνια Λίζα Κέντερμαν)

Η υπόθεση:
Μια αργοπορημένη ενηλικίωση ενός εκκεντρικού και λίγο αλαφροΐσκιωτου ράφτη, ο οποίος ζει απομονωμένος στο μικρόκοσμο του οικογενειακού ραφτάδικου. Στα πρόθυρα να τα χάσει όλα, παίρνει επιτέλους φόρα: με ένα χειροποίητο ραφτάδικο σε ρόδες επανεφευρίσκει τη ζωή και την τέχνη του. Αλλάζει τις νύφες στα Καμίνια και ερωτεύεται για πρώτη φορά στα πενήντα του!
Η έμπνευση:
Ήθελα να κάνω μια αισιόδοξη και ελπιδοφόρα ταινία για τη δυνατότητα που έχει κάποιος να αλλάζει και να προχωρά υπό αντίξοες συνθήκες. Αναρωτιόμουν πώς ένας φαινομενικά αποτυχημένος και δειλός χαρακτήρας, με μόνο όπλο μια τέχνη που πεθαίνει, μπορεί να ανατρέψει το αδιέξοδό του και να βρει τη δύναμη να πάρει το μέλλον στα χέρια του.
Η διαδικασία:
Μια μεγάλη βουτιά. Πολλές ημέρες, πολλές τοποθεσίες, πολλά ανάκατα συναισθήματα, πολύς ενθουσιασμός, μερικά ευτράπελα, λίγες καταιγίδες. Πολλοί υπέροχοι συνεργάτες και αγαπημένοι ηθοποιοί «ανακάτεψαν» και γέννησαν πολλές ακόμα πτυχές, κάνοντας το πέρασμα από το σενάριο στο γύρισμα και στην ολοκλήρωση της ταινίας πιο προκλητικό, αλλά και πιο γόνιμο.
Το επιμύθιο:
Η δημιουργία είναι διέξοδος και ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει το μέλλον του και να κερδίσει. Ίσως όχι κοινωνικά ή οικονομικά, αλλά σίγουρα προσωπικά.
Σαρμάκο – Μια ιστορία του Βορρά (Μάρκος Παπαδόπουλος)

Η υπόθεση:
Οκτώβριος, 1949. O τεκετζής Αντώνης, πάρα τις επιπτώσεις του εμφυλίου πολέμου διατηρεί το μικρό μαγαζί του, τον τεκέ «Μακεδονικόν», ενώ είναι αναγκασμένος να κλείσει έναν ανοιχτό λογαριασμό από το παρελθόν, και πιο συγκεκριμένα από τον Μάιο του 1936. Παράλληλα, η ταινία ξετυλίγει την ιστορία του κουτσαβάκη Στελλάκη, ενώ η κομπανία παίζει τα τελευταία ρεμπέτικα τραγούδια μιας περασμένης εποχής.
Η έμπνευση:
Καταρχάς, η αγάπη για το ρεμπέτικο τραγούδι, τη Θεσσαλονίκη και τον ελληνικό κινηματογράφο. Επιπλέον, το Ρεμπέτικο του Κώστα Φέρρη και η σειρά Το Μινόρε της Αυγής του Φώτη Μεσθεναίου. Ως προς την απεικόνιση της Θεσσαλονίκης, σημεία αναφοράς ήταν ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος και ο Τάκης Κανελλόπουλος. Στόχος μου ήταν μια εναλλακτική και πιο σκοτεινή Θεσσαλονίκη-Ελλάδα.
Η διαδικασία:
Πρώτα απ’ όλα, να αναφέρω πως είχα μια εξαιρετική συνεργασία με τους ταλαντούχους φοιτητές του Τμήματος Κινηματογράφου του ΑΠΘ, στο οποίο σπούδασα έναν χρόνο. Ο ρόλος του Αντώνη προοριζόταν εξαρχής αποκλειστικά για τον Αλέξανδρο Νικολαΐδη, τον οποίο γνώριζα απο πιο παλιά. Tα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στο «Μακεδονικόν», στην Άνω Πόλη, αλλά και στο Φανάρι Κιλκίς, τον τόπο καταγωγής του πατέρα μου. Η μεγαλύτερη δυσκολία που συναντήσαμε ήταν το ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα, τα περιορισμένα τεχνικά μέσα, όπως και το ότι η σκηνογραφία και η ενδυματολογία έπρεπε να ανταποκρίνονται σε δύο διαφορετικές εποχές (1936 και 1949). Το στάδιο της επεξεργασία (χρώματα, VFX, Μοντάζ κτλ.) ολοκληρώθηκε στη Γερμανία.
Το επιμύθιο:
Τα ρεμπέτικα τραγούδια, ιδίως όταν διαπλέκονται με ιστορικά γεγονότα, όπως στην ταινία μας, αφηγούνται από μόνα τους μικροϊστορίες. Ευελπιστούμε η ταινία μας να οδηγήσει του θεατές, έλληνες ή και ξένους, να ανακαλύψουν το ρεμπέτικο, το ελληνικό σινεμά, αλλά και την ελληνική ιστορία.
Ξεπερνώντας τα σύνορα
Vasy’s Odyssey (Βασίλης Παπαθεοχάρης)

Η υπόθεση:
Ένα road movie που προβάλλει με χιούμορ και εγγύτητα την παράξενη και γλυκιά συνάντηση δύο αγνώστων με πολύ διαφορετικές προσωπικότητες. Μια διαδρομή που θα ταξιδέψει τους χαρακτήρες από την Ισπανία μέχρι την Ελλάδα. Σε ένα ταξίδι όπου οι πρωταγωνιστές θα μάθουν να αντιμετωπίζουν τα λάθη τους και να εμβαθύνουν στις προσωπικές και οικογενειακές τους σχέσεις.
Η έμπνευση:
Ήθελα να γράψω μια ιστορία που θα συνέδεε τη ζωή μου μεταξύ Ισπανίας και Ελλάδας. Ήθελα να αποδώσω την εμπειρία της επιστροφής στη χώρα καταγωγής μου και να αναδημιουργήσω τα έθιμα και τις παραδόσεις της, παρουσιάζοντας μια Ελλάδα πολύ προσωπική.
Η διαδικασία:
Η εμπειρία των γυρισμάτων ήταν απλώς καταπληκτική. Τα υπέροχα μέρη που επισκεφτήκαμε όπως το Αλικάντε, το Μονπελιέ, η Τοσκάνη και η Καρδίτσα μας φερθήκανε με την καλύτερη δυνατή φιλοξενία! Απολαύσαμε τόσο την εξαιρετική γαστρονομία όσο και τον επαγγελματισμό όλων όσοι συνεργαστήκαν μαζί μας. Τους ευχαριστούμε θερμά!
Το επιμύθιο:
Η Οδύσσεια του Βάση είναι ένας ανθρώπινος κινηματογράφος, επικεντρωμένος σε λίγους χαρακτήρες, που προσπαθεί να εκπέμψει ουσιαστικά αισθήματα. Ένας κινηματογράφος που αποτυπώνει στην οθόνη τις αντιφάσεις και τις αβεβαιότητες της ύπαρξης, όπου οι χαρακτήρες δεν εμφανίζονται ως στερεότυπα, αλλά ως ανθρώπινα όντα που προσπαθούν να βρουν τη θέση τους σε έναν κόσμο που δεν είναι φτιαγμένος για αυτούς.
Στην πυρά (Δάφνη Χαριζάνη)

Η υπόθεση:
Η ταινία αφηγείται την ιστορία δυο αδελφών, της Ρόζντα και της Δίλαν, που συναντιούνται στον πόλεμο κατά του ISIS, στο βόρειο Ιράκ. Η μια, στρατιώτης του γερμανικού στρατού, η άλλη μαχήτρια στον κουρδικό στρατό των Peschmerga. Δυο γυναίκες από την ίδια οικογένεια βρίσκονται απέναντι η μια στην άλλη, σε διαφορετικά στρατόπεδα.
Η έμπνευση:
Είχα κάνει μια έρευνα στο γερμανικό στρατό. Γνώρισα δύο κοπέλες, μια από το Αφγανιστάν και μία Κούρδη, από το βόρειο Ιράκ. Και οι δύο είχαν συγκλονιστικές ιστορίες να διηγηθούν. Η δεύτερη μου είπε πως θα πήγαινε στο Ιράκ με τον γερμανικό στρατό. Επομένως, με τον στρατό της καινούργιας πατρίδας της θα επέστρεφε στην πατρίδα των γονιών της. Μου φάνηκε πως αυτή η ιστορία θα μπορούσε να γίνει ένας πολύ ωραίος συμβολισμός για όλα όσα ζούμε σήμερα.
Η διαδικασία:
Στην αρχή θέλαμε να κάνουμε τα γυρίσματα στο Ιράκ, αυτό όμως δεν ήταν εφικτό για λόγους ασφαλείας. Στη συνέχεια, ο παραγωγός της ταινίας στη Γερμανία, ο Θανάσης Καραθάνος, είχε την ιδέα να κάνουμε τα γυρίσματα στην Ελλάδα. Με την βοήθειά του έλληνα παραγώγου μας, Κώστα Λαμπρόπουλου, κάναμε τα περισσότερα γυρίσματα κοντά στην Αθήνα, και πιο συγκεκριμένα στην Κερατέα. Στην Ελλάδα ανακαλύψαμε σκηνικά που πείθουν το θεατή πως όσα βλέπει εκτυλίσσονται στο Ιράκ.
Το επιμύθιο:
Υπάρχουν αμέτρητες ταινίες με άντρες στρατιώτες. Εγώ ήθελα να εστιάσω στις γυναίκες, να ερευνήσω τι επιπτώσεις έχει το πεδίο της μάχης σε μια γυναίκα. Όταν αυτές οι γυναίκες-μαχητές μεταναστεύουν στις χώρες μας, κουβαλούν μαζί τους αυτές τις ιστορίες, οι οποίες γίνονται κομμάτι της δικής μας κοινωνίας.
Μια δεύτερη ματιά
Pari (Σιαμάκ Ετεμάντι)

Η υπόθεση:
Όταν ο Μπάμπακ, ένας ιρανός φοιτητής στην Ελλάδα, δεν εμφανίζεται στο αεροδρόμιο για να υποδεχθεί τους γονείς του, η μητέρα του, η Παρί, θα ξεκινήσει μια αγωνιώδη προσπάθεια να βρει τον γιο της. Προερχόμενη από ένα συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον, στο πρώτο της ταξίδι εκτός Ιράν, η Παρί θα βρεθεί να τριγυρνά μόνη στις πιο σκοτεινές γωνιές μιας άγνωστης Αθήνας. Σταδιακά, θα φτάσει τα όριά της στα άκρα και θα ανακαλύψει τον ίδιο της τον εαυτό.
Η έμπνευση:
Ποια είναι αυτή η εσωτερική δύναμη που μας κάνει να υπερβαίνουμε τα όριά μας, τις αναστολές και τους φόβους μας; Μήπως είναι η επιθυμία, μια βαθιά λαχτάρα για κάτι ή για κάποιον, η οποία δεν ικανοποιείται; Στην κλασική περσική ποίηση αυτό το συναίσθημα ονομάζεται «λαχτάρα για τον αγαπημένο». Αυτό το συναίσθημα ήταν η αφορμή για να ξεκινήσει η ιστορία.
Η διαδικασία:
Αθήνα. Νύχτα. Ομάδα. Οι τρεις λέξεις που περιγράφουν περιληπτικά την εμπειρία των γυρισμάτων. Η πόλη, μαζί με την Πάρι, ήταν οι πρωταγωνιστές της ιστορίας. Σχεδόν όλες οι σκηνές γυρίστηκαν την νύχτα, σε «άγνωστες» γειτονιές και μικρά σοκάκια, στο χειμωνιάτικο κρύο. Και ήμουν πανευτυχής με την ομάδα των συνεργατών μου. Δεν θα μπορούσα να είχα κάνει καλύτερη επιλογή.
Το επιμύθιο:
Μην αναπαύεσαι. Αυτό που λαχταράει η καρδιά σου είναι εκεί έξω, ο αγαπημένος που περιπλανιέται στα ξεχασμένα σοκάκια της πόλης.
Η αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ (Δημήτρης Μπαβέλλας)

H υπόθεση:
Δυο φίλοι δραπετεύουν από τη μίζερη καθημερινότητα αναζητώντας τον πλατωνικό έρωτα της χαμένης τους εφηβείας: μια ελληνοουγγαρέζα πορνοστάρ ονόματι Λώρα Ντουράντ, η οποία έχει εξαφανιστεί μυστηριωδώς από το προσκήνιο εδώ και 20 χρόνια.
Η έμπνευση:
Το κυνήγι της προσωπικής ελευθερίας που συνεχώς υπεκφεύγει, η χαμένη αθωότητα της Generation X, oι VHS παιδικές μας αναμνήσεις, καθώς και η ελεύθερη σκέψη, την οποία παλεύουν να μας στερήσουν με κάθε τρόπο.
Η διαδικασία:
Περιπετειώδης, αλλά επιτυχής.
Το επιμύθιο:
Get Ready for the Future!
Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς (Γιάννης Οικονομίδης)

Η υπόθεση:
Σε μια μικρή πόλη της Ελλάδας, όταν το ερωτικό πάθος διασταυρώνεται με την απληστία για το χρήμα, τα πτώματα αρχίζουν να στοιβάζονται το ένα πάνω το άλλο και η «Ωραία Κοιμωμένη» Όλγα δεν θα μάθει ποτέ από τι έχει γλιτώσει.
Η έμπνευση:
Όπου και να κοιτάξω, ό,τι και να σκεφτώ, Ελλάδα! Αυτή η αλλόκοτη χώρα, με τις χίλιες ευλογίες και τις χίλιες κατάρες. Ένας τόπος για τον οποίο το ρητό «εδώ τα πάντα μπορούν να συμβούν» δεν είναι υπερβολή, αλλά ο κανόνας. Επαρχία, καλοκαίρι, σήμερα. Μια μικρή πόλη χαμένη στον κάμπο. Αφόρητη ζέστη και αφόρητη πλήξη. Μια συζυγική απιστία και ένα εκατομμύριο ευρώ που κάνει φτερά. Δεν θέλει πολύ για να ανάψουν τα αίματα!
Η διαδικασία:
Η ταινία γυρίστηκε στη Λαμία και τις γύρω περιοχές. Η ελληνική επαρχία είναι ένα πολύ ενδιαφέρον μέρος ώστε να αφηγηθείς μια ιστορία και, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει εξερευνηθεί αρκετά από το ελληνικό σινεμά. Κατά τα άλλα, αφόρητη ζέστη, ξαφνικές καταιγίδες, κουνούπια, τζιτζίκια την ώρα της ηχοληψίας και έλλειψη -τι άλλου- ρευστού! Όπως και σε κάθε ελληνική ταινία. Παρόλα αυτά, η Μπαλάντα έγινε και έγινε καλά.
Το επιμύθιο:
Ένα εκατομμύριο τρόποι να αγαπάς!