της Εύας Στεφανή
(Το παρόν κείμενο βασίζεται σε συνομιλία της σκηνοθέτριας με την Γκέλυ Μαδεμλή).
Βλέποντας τώρα την ταινία καταλαβαίνω ότι έχει δύο άξονες. Ο ένας είναι οι δυσκολίες του ανεβάσματος ενός έργου την εποχή της πανδημίας. Το δεύτερο, και πιο ενδιαφέρον, είναι ο ίδιος ο Δημήτρης. Τον γνωρίζουμε μέσα από την αέναη προσπάθειά του να δώσει σχήμα σε ένα έργο, το οποίο συνέχεια του διαφεύγει. Καλείται να πειραματιστεί με κάτι που του είναι εν μέρει γνωστό, αλλά παραμένει και ανοίκειο. Όπως κάθε καλλιτέχνης ή αισθαντικός άνθρωπος, παλεύει με τον βασανιστικό αλλά και συναρπαστικό κύκλο γένεσης-θανάτου του έργου.
Κινηματογραφώντας λοιπόν τη διαδικασία ανεβάσματος της παράστασης του Εγκάρσιου Προσανατολισμού, ήθελα να σκιαγραφήσω ένα πορτρέτο του αγαπημένου φίλου Δημήτρη. Ήθελα να αναδείξω το διφυές της προσωπικότητάς του. Από τη μία είναι ένας άνθρωπος ορθολογιστής, με απόλυτο έλεγχο του εαυτού και του περιβάλλοντός του, και από την άλλη είναι ανοιχτός σε κάθε παλαβή έκφανση της ζωής και στο ακραίο συναίσθημα. Έχει μία άνευ όρων αγάπη και αφοσίωση για τους ανθρώπους που είναι κοντά του. Δεν είναι τυχαίος ο τίτλος Για πάντα σε ένα από τα ωραιότερα έργα του.
Γνώρισα τον Δημήτρη μέσω του κοινού μας φίλου, του Ζάφου Ξαγοράρη, όταν ήμασταν 20 χρονών. Ήταν συμφοιτητές στην Καλών Τεχνών και παράλληλα έκαναν την εικονογράφηση στο περιοδικο Μαύρο Μουσείο. Ο Δημήτρης έκανε τότε και την εικονογράφηση στο Κοντροσόλ στο Χάος όπου έγραφαν και ο Αλέξης Μπίστικας, ο Παύλος Αβούρης κ.ά. Θυμάμαι τις πρώτες παραστάσεις του σε καταλήψεις και στην Ελευσίνα σαν σε όνειρο. Εγώ ήμουν ένα μάλλον φοβισμένο κοριτσάκι και αυτό που έβλεπα μου φαινόταν εξωπραγματικό, θαρραλέο, ένα είδος τέχνης με το οποίο συγγένευε η ψυχή μου αλλά εγώ η ίδια δεν μπορούσα να τολμήσω. Παρακολουθούσα όλα αυτά τα έργα εκστατική! Σε όλα αυτά τα χρόνια που μεσολάβησαν βλεπόμασταν αραιά και πού, αλλά συνεχίσαμε να έχουμε μία ουσιαστική φιλία. Έτσι νιώθω εγώ. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του Δημήτρη είναι πως δείχνει μια απίστευτη γενναιοδωρία στους φίλους του: στις πολύ δύσκολες στιγμές είναι εκεί. Και εγώ το αισθάνθηκα αυτό σε μία περιπέτεια υγείας που πέρασα.
Η δημιουργία του ντοκιμαντέρ ξεκίνησε ως μια ευγενική χειρονομία από τον Δημήτρη, ο οποίος με προσκάλεσε να καταγράψω τη δημιουργία της παράστασης Εγκάρσιος προσανατολισμός. Αρχικά φοβήθηκα. Σκέφτηκα πως είμαστε εντελώς αντίθετοι χαρακτήρες – ο Δημήτρης είναι ένας κυνηγός της τελειότητας, ενώ εγώ είμαι τσαπατσούλα. Είχα τεράστια περιέργεια όμως να δω τη διαδικασία δουλειάς του, να τον δω επί το έργον και να καταλάβω πώς φτάνει σε αυτό το θαυμαστό αποτέλεσμα.
Το αρχικό πλάνο θα είχε διάρκεια δυόμιση μηνών, ο ένας μήνας θα κάλυπτε τις πρόβες (οι οποίες έτρεχαν ήδη για έναν χρόνο όταν ξεκίνησα τα γυρίσματα) και ο άλλος θα αφορούσε την πρεμιέρα και τις παραστάσεις. Κατέληξα όμως να κινηματογραφώ για αρκετούς μήνες γιατί, λόγω αναβολών της παράστασης, οι πρόβες στην Αθήνα κράτησαν μήνες. Στη συνέχεια, τράβηξα και κάποιες από τις παραστάσεις στο εξωτερικό σε μία περιοδεία που κράτησε δύο περίπου χρόνια.
Το making of εξελίχθηκε σε ένα μπεκετικό έργο, στο οποίο οι πρόβες συνεχίζονταν κανονικά με την ελπίδα πως θα γίνει η πρεμιέρα ανά πάσα στιγμή ενώ η πρεμιέρα συνεχώς ακυρώνοταν. Η πανδημία είχε φουντώσει και δεν ξέραμε τι μας ξημερώνει. Μέσα σε αυτή την παράδοξη κατάσταση ο Δημήτρης διατηρούσε την ψυχραιμία του και συνέχιζε να εμπνέει όλη την ομάδα, όντας αυστηρός και τρυφερός την ίδια στιγμή. Δημιουργούσε την ένταση και την απαραίτητη ψευδαίσθηση στους χορευτές και στις χορεύτριες ότι η πρεμιέρα θα γίνει σε λίγες μέρες και ότι πρέπει να είναι σε ετοιμότητα. Έτσι, όλο αυτό αποκτούσε νόημα.
Το ντοκιμαντέρ είναι ένα παιχνίδι ρόλων όπου και οι δύο, στην περίπτωσή μας ο Δημήτρης και εγώ, υποδυόμαστε τους εαυτούς μας με «φυσικότητα», με απόλυτη συνείδηση ότι «φυσικός εαυτός» δεν υπάρχει. Κι όμως, μέσα από αυτή την ερμηνεία ρόλων κάτι γνήσιο μπορεί να προκύψει. Όπως ακριβώς και στο παιχνίδι, υπήρχαν μέρες που το γύρισμα ήταν βαρετό γιατί η σχέση ήταν υποτονική ή ο ένας από τους δύο παίκτες δεν είχε όρεξη, ενώ άλλες μέρες ζωντάνευε και το παιχνίδι είχε χαρά και ένταση. Όπως και στις πρόβες, η διαδικασία γυρισμάτων είχε τα πάνω και τα κάτω της, πέθαινε και γεννιόταν μέρα με τη μέρα. Το ίδιο ακριβώς έγινε και και στο μοντάζ. Νομίζω ότι η μόνη αλήθεια που μπορεί να καταγράψει το ντοκιμαντέρ είναι αυτό το αέναο παιχνίδι ρόλων που γεννιέται στο γύρισμα και μεταμορφώνεται στο μοντάζ.
Την παραγωγή του ντοκιμαντέρ έκανε η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση και ο παραγωγός μας, ο Βασίλης Παναγιωτακόπουλος. Στο γύρισμα ήμασταν ένα πολύ μικρό συνεργείο δύο ατόμων, καμιά φορά και τρεις. Δεν θέλαμε να παρενοχλούμε την καθημερινή ροή των πραγμάτων, ούτε να κάνουμε την ομάδα να νιώθει ανοίκεια με την παρουσία ενός μεγάλου συνεργείου. Κάμερα κάναμε εκ περιτροπής τρεις διαφορετικοί άνθρωποι, η Αιμιλία Μηλού, ο Παύλος Κοσμίδης και εγώ. Από την αγωνία μου να «καλύψουμε» τα πάντα μαζέψαμε πολύ περισσότερο υλικό απ’ ό,τι χρειαζόμασταν. Εγώ η ίδια, που βροντοφωνάζω ότι το ντοκιμαντέρ δεν προσβλέπει στην κάλυψη αλλά στην «αποκάλυψη του πραγματικού», έκανα αυτό το λάθος. Το μοντάζ κράτησε πάρα πολύ γιατί δεν ήξερα πώς να διαχειριστώ όλο αυτό το τιτάνιο υλικό. Ο μοντέρ της ταινίας, ο Παναγιώτης Παπαφράγκος, υπέμενε στωικά την αμφιθυμία μου και βοήθησε αποφασιστικά στο να τελειώσουμε κάποια στιγμή! Οι σκηνές από τις πρόβες είχαν τέτοια ένταση και γοητευόμασταν τόσο από αυτές που συχνά αναρωτιόμασταν μήπως η ταινία έπρεπε να αποτελείται μόνο από αυτό το υλικό.
Κάθε ντοκιμαντέρ, ανάλογα με τον άνθρωπο που κινηματογραφείς, σε οδηγεί στην προσέγγιση που θα ακολουθήσεις. Μάταια έχω προσπαθήσει πολλές φορές να «φορέσω» μία μέθοδο πάνω σε μία συνθήκη. Πριν πολλά χρόνια την πάτησα με την Ακρόπολη, στην οποία ήμουν βέβαιη ότι θα ακολουθήσω τον κινηματογράφο της παρατήρησης, και αφού απέτυχε οικτρά το εγχείρημα έκανα μία διαφορετική ταινία. Το ίδιο και με αυτή την ταινία. Ακριβώς επειδή έβλεπα ξανά και ξανά αυτή τη μυθική παράσταση, άρχισε να εγγράφεται μέσα μου με διαφορετικό τρόπο. Το έργο με μάγευε κάθε φορά, αλλά μιλούσα μαζί του διαφορετικά. Η «ελαφριά παρέκκλιση» από τον «κινηματογράφο της παρατήρησης» με οδήγησε αλλού. Πειραματίστηκα με την εικόνα για να αποδώσω πιο κρυπτικά τον τρόπο που βλέπω την παράσταση, ας πούμε με κλειστά μάτια. Έκανα διάφορα πειράματα εντελώς πρωτόγονα και χειροποίητα. Ενσωμάτωσα σκηνές με φανταστικές αφηγήσεις ονείρων που συνδύασα με μία πρωτοπρόσωπη αφήγηση, κάτι για μένα τρομερά τολμηρό γιατί ντρέπομαι τρομερά για τη φωνή μου, που είναι ψιλή και ενοχλητική. Δεν είχε νόημα να κάνω μια αναπαράσταση της συγκεκριμένης παράστασης του Δημήτρη ή του συνόλου του έργου του – αυτό έχει ήδη βίντεοσκοπηθεί πολύ καλύτερα, πολύ πιο φωτεινά, πολύ πιο επαγγελματικά. Προσπάθησα να αναδείξω το έργο του κρύβοντάς το. Βλέποντάς το μέσα από σκιές ίσως να σου γεννηθεί και η όρεξη να δεις κι άλλο. Μπαίνεις σε έναν μυστικό κόσμο. Έπαιζα πάρα πολύ με την κάμερα, άλλοτε βάζοντας τα δάχτυλά μου μπροστά στο φακό, άλλοτε θολώντας τον φακό με την αναπνοή μου για να δημιουργήσω άλλες ποιότητες στην εικόνα. Ήθελα αυτή η αίσθηση της υποκειμενικότητας να γίνει όσο το δυνατόν πιο έντονη.
Το στοιχείο της επανάληψης είναι ένα αφηγηματικό τέχνασμα στην ταινία. Ο/η θεατής βλέπει ξανά και ξανά τις ατελείωτες πρόβες και τον τρομερό κόπο που απαιτεί αυτή η παράσταση, και συγχρόνως το αδιέξοδο της συνεχούς αναβολής της με σκοπό να συναισθανθεί την κούραση αλλά και την απόγνωση των χορευτών/τριών. Το βουβό ερώτημα που πλανάται ανάμεσα στις χορεύτριες και στους χορευτές είναι «τι νόημα έχει αυτό που κάνουμε; Συνεχίζουμε, εν μέσω πανδημίας, να κάνουμε πρόβες για μια παράσταση που μάλλον δεν πρόκειται να γίνει ποτέ;» Κάποια στιγμή στο ντοκιμαντέρ, ο Δημήτρης απαντά σε αυτό το ερώτημα με πατρική σχεδόν διάθεση: «Πρέπει να συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που κάνουμε καλά». Για να ζεις, πρέπει να διατηρείς την ψευδαίσθηση πως τα πράγματα έχουν νόημα. Και ο μόνος τρόπος νοηματοδότησης για τον καλλιτέχνη είναι η δημιουργία μέσα από την επίπονη και ασταμάτητη εργασία.