5 Φεβρουαρίου 2028

~ του Ορέστη Ανδρεαδάκη

«Καλά, σοβαρά τώρα, αυτό είναι το αληθινό σου όνομα;» του είπε κοιτώντας έκπληκτη την ταυτότητα που ήταν πάνω στο γραφείο του.

Δεν την άκουσε καν. Οι φωνές των συναδέλφων τους κάλυπταν κάθε άλλο ήχο στην τεράστια αίθουσα.

«Το όνομά σου, λέω, είναι αληθινό;» επέμεινε εκείνη.

«Κανένας φυσιολογικός αλγόριθμος δεν λειτουργεί πια», της είπε αγχωμένος, χτυπώντας τα πλήκτρα στο λάπτοπ, «όλα είναι τεχνητά, ανύπαρκτα… σαν κάποιος να έχει πάρει τον κεντρικό έλεγχο… πώς φτάσαμε ως εδώ;».

«Στην αρχή μάς άρεσε πολύ», του απάντησε, «μας άρεσε που βλέπαμε το παρόν μας σαν την ιδανική προέκταση ενός συναρπαστικού μέλλοντος. Μας άρεσε που καταργήσαμε τις διαστάσεις του χρόνου, μας άρεσε που η εποχή μας ήταν τόσο μπροστά…»

«Πρώτη φορά στην ιστορία μια εποχή είναι μπροστά από τον εαυτό της», τη διέκοψε μια φωνή από το λάπτοπ.

«Τι γίνεται εκεί;» του φώναξε θυμωμένη «τι το ρώτησες;».

«Αυτό είναι το θέμα, δεν το ρώτησα τίποτε, απαντάει μόνο του. Δεν σου θυμίζει κάτι αυτή η φωνή;» της είπε δείχνοντας στο βάθος της αίθουσας, τη μεγάλη οθόνη που μετέδιδε τη συνέντευξη τύπου εδώ και ώρες.

«…το εύπλαστο και διαφεύγον παρόν θα έρθει από το μέλλον και θα γίνει κτήμα όλων μας…» ακούστηκε να λέει ο υπουργός. Η φωνή του ίδια με εκείνη από το λάπτοπ.

«Δεν με εκπλήσσει τίποτε πια», του είπε, «για ρώτα τι έχει να μας πει τώρα».

Εκείνος χτύπησε μια φράση στο πληκτρολόγιο και η ίδια φωνή βγήκε ξανά από τα μικρά ηχεία του λάπτοπ: «Το παρόν μας είναι το μέλλον που θα γράψουμε εμείς κι όχι το παρελθόν που έγραψαν οι πανεπιστημιακές ελίτ. Όπως θα γράψουμε το μέλλον, έτσι θα ξαναγράψουμε και το παρελθόν. Η τεχνολογία έχει πια όλα τα μέσα για να το πετύχει».

«Πανομοιότυπες φωνές, απαντήσεις χωρίς ερωτήσεις και λέξεις η μία δίπλα στην άλλη», του είπε. «Αν αλλάξεις τις θέσεις τους, πάλι το ίδιο νόημα θα βγάλεις. Τίποτα δηλαδή!»

Συνέχισαν για λίγο να κοιτάζουν την οθόνη σχολιάζοντας, όπως και όλοι οι υπόλοιποι στην αίθουσα αυτής της θρυλικής εφημερίδας που κατέρρεε μπροστά τους μετά από εκατόν πενήντα χρόνια.

«…ο νέος τρόπος ομοσπονδιακής διοίκησης που παρουσιάζουμε σήμερα συγκρούεται με τις ελίτ και αντλεί δύναμη από τη μόνη αληθινή νοημοσύνη…» συνέχισε ο υπουργός στη συνέντευξη τύπου.

Στο διπλανό γραφείο ένας τύπος με καρό σακάκι έκλαιγε και πιο πέρα τρεις άλλοι προσπαθούσαν, μάταια, να ανακτήσουν τα χαμένα αρχεία τους.

«Κι όλα έμοιαζαν τόσο εύκολα», του είπε.

«Εύκολο να τα ελέγξεις», της φώναξε, «κάθε εύκολη τεχνητή εικόνα έκρυβε ένα εκατομμύριο αληθινές, και πίσω από κάθε εύκολη τεχνητή απάντηση υπήρχαν δύο εκατομμύρια ψεύτικες, που ούτε καν μας ενδιέφερε να τις ψάξουμε».

Ο τύπος που έκλαιγε δίπλα σηκώθηκε από τη θέση του και ήρθε κοντά τους. «Θυμάστε αυτό το άρθρο;» είπε δείχνοντας κάτι στο κινητό του. «Εγώ το έγραψα πριν από τρία ακριβώς χρόνια: 5 Φεβρουαρίου 2025. Η άρση των περιορισμών στην έρευνα της Τεχνητής Νοημοσύνης και η απρόσκοπτη ανάπτυξη των δυνατοτήτων της μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει, έγραφα».

«Εγώ το θυμάμαι. Εσύ θυμάσαι πόσο είχαμε διαφωνήσει τότε;» του είπε θυμωμένη. «Αυτοί οι τρεις είχαν πάει στην ορκωμοσία του αφού τους είχε υποσχεθεί ότι θα έχουν τον απόλυτο έλεγχο των αλγορίθμων».

«Μα πίστευα ότι δεν μπορείς να βάλεις περιορισμούς σε μια νέα επαναστατική ανακάλυψη», δικαιολογήθηκε «Θα ήταν σαν να έβαζες περιορισμούς στην έρευνα για την τηλεόραση υπό τον φόβο ότι κάποια στιγμή στο μέλλον κάποιοι ολιγάρχες θα αποκτούσαν δικά τους τηλεοπτικά δίκτυα και θα μετέδιδαν ό,τι είδηση ήθελαν».

«Δεν είναι το ίδιο», του απάντησε, «δεν μιλάμε απλώς για τη μετάδοση ψευδών ειδήσεων από ένα ή έστω πολλά μέσα, αλλά για την κατασκευή μιας ψευδούς πραγματικότητας, τη διάχυσή της στη βάση του πληθυσμού και την αστραπιαία αναμετάδοσή της από μας τους ίδιους. Γίναμε μόνοι μας οι πομποί του ψεύδους χωρίς να το καταλάβουμε, αφού μέχρι τότε ζητούσαμε, παίρναμε και κατασκευάζαμε εύκολα όσα ψεύδη θέλαμε δωρεάν».

Όση ώρα μιλούσαν εκείνος σκρόλαρε στο λάπτοπ του. «Αυτό ακριβώς συμβαίνει αυτή τη στιγμή στη συνέντευξη τύπου που βλέπετε», τους διέκοψε.

«Και το χειρότερο είναι αυτό που συμβαίνει εδώ», έδειξε με το δάχτυλο τη μικρή οθόνη του λάπτοπ, «στη στρατόσφαιρα της τεχνητής αλήθειας. Κοιτάξτε τι σχολιάζουν! Κανείς δεν έχει καταλάβει τι έχει γίνει και τι θα γίνει αύριο. Όχι μεθαύριο! Αύριο!» τους είπε και συμπλήρωσε «συγγνώμη, αλλά πρέπει να φύγω, με περιμένουν».

«Κι εγώ», είπε ο τύπος με το καρό σακάκι και γύρισε στο γραφείο του.

Έμειναν και πάλι οι δυο τους. Εκείνη τον κοιτούσε κι εκείνος έκλεισε το λάπτοπ και το έβαλε σε ένα συρτάρι. Του ήταν σχεδόν άχρηστο πια. «Ό,τι θέλω μπορώ να το γράψω στην Olivetti του πατέρα μου», της είπε. Μάζεψε λίγα χαρτιά που είχαν μείνει πάνω στο γραφείο, δύο βιβλία που δεν είχε διαβάσει ακόμα, κάτι παλιές φωτογραφίες, μια παιδική ζωγραφιά της κόρης του, και τα έβαλε σε μια χάρτινη διαφημιστική τσάντα. Πήρε και τη δημοσιογραφική του ταυτότητα, την κοίταξε και για λίγο αμφιταλαντεύτηκε. «Κράτησέ την», της είπε τελικά. «Έρχεται από ένα μακρινό παρελθόν και είναι ό,τι πιο αληθινό υπάρχει αυτή τη στιγμή. Το μόνο αληθινό παρόν».

«Απίστευτο!» αναφώνησε εκείνη. «Μπλέιντ Ράνερ; Φίλιπ Ντικ; Ηλεκτρικά πρόβατα;»

«Ούτε καν», της απάντησε.Το Ρικ βγαίνει από το όνομα του Μπόγκαρντ στην Καζαμπλάνκα και το επίθετο γράφεται διαφορετικά. Στο τέλος δεν έχει “ντ”, αλλά “τ”. Ντεκάρτ προφέρεται, όχι Ντέκαρντ, όπως ο Γάλλος φιλόσοφος».

«Cogito ergo sum», του είπε με έκπληξη.

«Ναι, ακριβώς, όμως ποιος είναι τώρα αυτός που λέει ότι σκέφτεται και ποιος νομίζει ότι υπάρχει;»


February 5, 2028

~ by Orestis Andreadakis

“What, seriously, is that your real name?” she asked him, staring at the press card on his desk in surprise.

He didn’t even hear her. The voices of their colleagues covered every other sound in the huge room.

“I said, is that your real name?” she insisted.

“No normal algorithm works anymore,” he told her, anxiously tapping away on his laptop, “everything is artificial, non-existent… as if someone’s taken over central control… how did we come to this?”

“At first we loved it,” she replied, “we loved seeing our present as the perfect projection of an exciting future. We loved that we’d abolished the dimensions of time, we loved it that our era was so far ahead…”

“For the first time in history an era is ahead of itself,” a voice from the laptop interrupted her.

“What’s going on there?” she shouted angrily, “what did you ask it?” “That’s the thing, I didn’t ask it anything, it’s answering on its own.

Doesn’t that voice remind you of something?” he asked her, gesturing at the large screen at the back of the room that had been broadcasting the press conference for hours.

“…the malleable and fugitive present will come from the future and belong to us all…” the Minister was heard saying. His voice was the same as the one coming from the laptop.

“Nothing surprises me anymore,” she told him, “ask it what it has to tell us now.”

He tapped a phrase on the keyboard and the same voice emerged again from the tiny laptop speakers: “Our present is the future we will write, not the past written by the academic elites. As we will write the future, sowillwerewritethepast.Technologynowhasallthemeansnecessary to do this.”

“Identical voices, answers without questions, and words one next to the other,” she told him. “If you change their positions you still get the same meaning. Nothing at all!”

They continued to stare at the screen for a while, commenting on it like everyone else in the main room of this legendary newspaper that was collapsing before them after a hundred and fifty years.

“…the new style of federal government we are presenting today goes head to head with the elites and is powered by the only true intelligence…” the Minister continued at the press conference.

At the next desk a guy in a plaid jacket was crying and further away three others were trying in vain to retrieve their lost files.

“And it all seemed so easy,” she told him.

“Easy to control it all,” he yelled, “every easy artificial image hid a million real ones and behind every easy artificial answer were two million fake ones that we didn’t even bother looking for.”

The guy crying at the next desk stood up and came over to them. “Remember this article?” he said, pointing at something on his cell phone. “I wrote it exactly three years ago: February 5, 2025. Removing the restrictions on research into Artificial Intelligence and the unhindered development of its potential can only have positive results, I wrote.”

“I remember it. Do you remember how much we argued back then?” she asked him angrily. “Those three attended his inauguration after he promised them complete control of the algorithms.”

“But I thought you couldn’t place restrictions on a new revolutionary discovery,” he said defensively. “It would be like placing restrictions on research into television for fear that at some point in the future some oligarchs might acquire their own TV networks and broadcast whatever news they wanted.”

“It’s not the same thing,” she replied, “we’re not just talking about the transmission of fake news by one or even many media, but about the construction of a fake reality, its diffusion to the general population, and its instantaneous retransmission by ourselves. We became the transmitters of the lie ourselves without realizing it, because up to then we’d easily asked for, received, and manufactured all the lies we wanted for free.”

As they were talking, the first man was scrolling on his laptop. “That’s exactly what’s happening right now at this press conference in front of you,” he interrupted them. “And what’s worse is what’s happening here,” he jabbed a finger at the small laptop screen, “in the stratosphere of artificial truth. Look at what they’re commenting! No one’s figured out what has happened and what will happen tomorrow. Not the day after tomorrow! Tomorrow!” he told them, and added, “I’m sorry but I have to go, they’re expecting me at home.”

“Me too,” said the guy in the plaid jacket, going back to his desk.

It was just the two of them again. She watched at him as he switched off the laptop and put it away in a drawer. It was almost useless to him now. “I can write whatever I want on my father’s Olivetti,” he told her. He picked up a few papers left on the desk, two books he hadn’t read yet, some old photographs, a child’s drawing by his daughter, and put them in a promotional paper bag. He picked up his press card, looked at it and hesitated for a moment. “Keep it,” he told her finally. “It comes from a distant past and is the realest thing there is right now. The only real present.”

“Unbelievable!” she exclaimed “Blade Runner? Philip K. Dick? Electric sheep?”

“Not even close,” he replied. “Rick comes from Bogart’s name in Casablanca and the surname’s spelled differently. It has a ‘t’ at the end instead of a ‘d’. It’s pronounced Descartes, not Deckard, like the French philosopher.”

“Cogito ergo sum,” she exclaimed in surprise.

“Yes, exactly, but now who is he who says he thinks, and who thinks that he is?”

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην ειδική έκδοση του 27ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης “ΑΙ, Mια αναπόδραστη νοημοσύνη” που μπορείτε να παραγγείλετε διαδικτυακά από το e-shop μας.

Thessaloniki International Film Festival