To 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης επιχειρεί φέτος μια βαθιά κατάδυση στην ουσία των κοινωνικοπολιτικών θεμάτων που σχετίζονται με την queer κοινότητα και τις διεκδικήσεις της. Δέκα ταινίες που διαγωνίζονται για το αντίστοιχο βραβείο βάζουν σε πρώτο πλάνο και αποδομούν, με τον τρόπο τους, μια σειρά από ιδέες-πολιτισμικές κατασκευές περί αρρενωπότητας, θηλυκότητας, «φυσιολογικού» και «αφύσικου», «κανονικού» και «μη κανονικού». Η στιγμή είναι κατάλληλη για να αναρωτηθούμε κατά πόσο η κοινωνία μας έχει πετύχει την υπέρβαση των περιορισμών και των αγκυλώσεών της.
του ΓΙΆΝΝΗ ΣΜΟΐΛΗ
Δέκα ντοκιμαντέρ θέτουν καίρια ερωτήματα σχετικά με ένα μείζον ζήτημα της εποχής μας: τον κατακερματισμό της ανθρώπινης υπόστασης σε ταμπέλες, υποσύνολα, περιγραφικούς όρους και τίτλους. Η απαραίτητη ανάδυση του LGBTQI+ κινήματος στην επιφάνεια του δημόσιου διαλόγου συνοδεύτηκε από προβληματισμούς σχετικά με το αυτονόητο για κάποιους, περιττό για άλλους του εμφατικού σεξουαλικού αυτοπροσδιορισμού. Υπάρχουν εκείνοι που επιχειρηματολογούν υπέρ της εγκατάλειψης όλων αυτών των ηχηρών λέξεων, οι οποίες, αντί να επιφέρουν την επιθυμητή αφομοίωση, αυξάνουν την απόσταση και τον διαχωρισμό, εστιάζοντας στη «διαφορά». Είναι και άλλοι όμως που επιμένουν ότι μόνο έτσι θα αρχίσει η κοινωνία να ναγνωρίζει εκείνο που μέχρι πρόσφατα αρνιόταν πεισματικά να καταλάβει: ότι δεν γίνεται –και δεν χρειάζεται κιόλας– να είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι.
Το timing δεν είναι κακό. Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε μια ολοένα και πιο συνειδητή προσπάθεια της Δύσης να αποβάλει τα πανάρχαια στερεότυπά της και να αγκαλιάσει τον πλουραλισμό και την ποικιλία σε ό,τι αφορά τον αυτοπροσδιορισμό. Να υπερασπιστεί το «άλλο», να συλλάβει την ομορφιά του, ακόμα και να το αγαπήσει. Διαπιστώνουμε, επίσης, την εξάπλωση ενός ιδιαίτερου σκεπτικισμού σε σχέση με το αυτονόητο των κοινωνικών ρόλων, καθώς και των υπαρξιακών κατηγοριών «αρσενικό»/«θηλυκό». Ό,τι προσπαθούσαν να αποδείξουν, ήδη από τη δεκαετία του ’60, φιλόσοφοι όπως ο Μισέλ Φουκό, ότι δηλαδή δεν υπάρχει τίποτα το «φυσικό» στον τρόπο με τον οποίο δρούμε, στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο ή τον εαυτό μας, πώς διαμορφωνόμαστε ως υποκείμενα, πολιτισμικά και ιστορικά, το καταλαβαίνουν πλέον όλο και περισσότεροι. Ο κινηματογράφος δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχος σ’ αυτή τη μεγάλη, ιστορική κίνηση της «απομυθοποίησης».
Ζούμε σε μια παγκόσμια κοινωνία θεάματος και εικόνων. Αποδεχόμαστε συμπεριφορές και αφομοιώνουμε πρότυπα μπροστά σε μικρές και μεγάλες οθόνες. Οι απόψεις μας για την ταυτότητα, με την ευρύτερη έννοια, το φύλο και τη σεξουαλικότητα διαμορφώνονται –θέλοντας και μη– μέσα απ’ τον κινηματογράφο. Στο ντοκιμαντέρ Κατασκευάζοντας τον Μοντγκόμερι Κλιφτ των Ρόμπερτ Κλιφτ και Χίλαρι Ντέμον βλέπουμε πώς ένας μεγάλος σταρ της βιομηχανίας του θεάματος, σε εποχές που η ανδροπρέπεια αποτελούσε έναν αδιαμφισβήτητο συμπεριφορικό μονόδρομο, κλήθηκε να συμβιβάσει την ομοφυλοφιλία του με τις απαιτήσεις ενός συστήματος αυστηρά «μάτσο» σημειολογίας. Εξ αυτού, η queer κοινότητα δικαίως βλέπει στο πρόσωπό του έναν ιδιότυπο μάρτυρα.
Στο Νορμάλ της Αντέλε Τούλι διερωτόμαστε για τις προκατασκευασμένες ιδέες μας περί φύλου και τα στερεότυπα που τις επενδύουν μέσα από σκηνές της καθημερινότητας. Άραγε η «ανδροπρέπεια» και η «θηλυκότητα» είναι a priori οντολογικές κατηγορίες (όπως θα έλεγε ο Καντ) ή μήπως πρόκειται για ρόλους που μαθαίνουμε να παίζουμε καθώς ζούμε; Τι είναι τελικά «φυσιολογικό», τι «μη φυσιολογικό» και πού βρίσκεται το όριο που τα διαχωρίζει; Οι απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα, καθώς και στις κοινωνικές ζυμώσεις που επιφέρουν δεν δίνονται μόνο θεωρητικά. Μπορεί κανείς να τα πραγματευθεί κάνοντας τέχνη αλλά και πολιτική ταυτόχρονα. Όπως ο Πέδρο Λεμεμπέλ, συγγραφέας, εικαστικός και πρωτοπόρος του queer κινήματος στη Λατινική Αμερική, σε μια εποχή κι έναν τόπο (τη Χιλή έπειτα από δεκαεπτά χρόνια δικτατορίας του Πινοσέτ) που και το να μιλάς ακόμα γι’ αυτά τα ζητήματα ισοδυναμούσε με επικίνδυνη πρόκληση. Το βλέπουμε στο Λεμεμπέλ της Τζοάνα Ρεπόσι Γκαριμπάλντι.
Οι μάχες με τα στερεότυπα της «κανονικότητας», ωστόσο, μπορεί να δίνονται σε πεδία όπου ποτέ δεν θα φανταζόμασταν. Ίσως επειδή θεωρούμε ότι, εξαρχής, αυτά τα πεδία βρίσκονται υπό την απόλυτη κυριαρχία αυτών ακριβώς των στερεοτύπων. Τον «εχθρό» όμως οφείλει κανείς πολύ συχνά να τον πολεμήσει εκ των ένδον. Στο Ανδρο-πρέπεια του Τι. Κούπερ παρακολουθούμε τον μοναδικό διαγωνισμό bodybuilding για διεμφυλικά άτομα, όπου τέσσερις διαγωνιζόμενοι ανατρέπουν την αφελή πεποίθηση
περί σωματικής δύναμης που σχετίζεται με τα queer άτομα. Αντιπαραθέτουν το σφρίγος του κορμιού και πολύ περισσότερο της ψυχής στην αδυναμία κατανόησης και αποδοχής. Στο σύντομο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στη γέννηση και τον θάνατό μας δεν είμαστε παρά σώματα που επιθυμούν να ζήσουν, με όσο το δυνατόν λιγότερο πόνο, με όσο γίνεται περισσότερες στιγμές απόλαυσης.
Σ΄αυτό δεν διαφέρουμε μεταξύ μας, καμία ταμπέλα δεν είναι απαραίτητη για να χαρακτηρίσει αυτή την οικουμενική ροπή του ανθρώπινου όντος στην ηδονή. Η περίπτωση του Τζόναθαν Αγκάσι όμως βρίσκεται στα όρια. Στο Ο Τζόναθαν Αγκάσι μου έσωσε τη ζωή του Τόμερ Χέιμαν ένας από τους διασημότερους gay πορνοστάρ στη βιομηχανία του ερωτικού θεάματος, συνοδός κυριών και εμποτισμένος με μια ακόρεστη λαχτάρα για σεξ, δίνει τη μάχη του με τις καταστροφικές πλευρές ενός πάθους που απειλεί να τον αφανίσει.
Η drag queen από το California Dreaming του Φαμπρίτσιο Μαλτέζε, καθώς προσπαθεί με άλλους κατοίκους της μικρής της πόλης να καταλάβει ποια ήταν η χρονική στιγμή όπου το Αμερικανικό Όνειρο έδωσε τη θέση του σε μια μουντή, ελάχιστα γοητευτική πραγματικότητα· ο queer καλλιτέχνης και τραγουδιστής Τόλικ, που πασχίζει να συγκροτήσει μια οικογένεια αλλιώτικη απ’ τα συνηθισμένα, στο ντοκιμαντέρ .Ο μπαμπάς μου είναι ο αδελφός της μαμάς μου του Βαντίμ Ίλκοφ· οι διεμφυλικές καλλιτέχνιδες και ακτιβίστριες από το Μισώ τη Νέα Υόρκη του Γκουστάβο Σάντσεθ, οι εμπειρίες των οποίων στην underground σκηνή της Νέας Υόρκης έπλασαν την ξεχωριστή ταυτότητά τους· οι ομάδες των ομοφυλόφιλων ανδρών από το Ανεξίτηλα Σημάδια του Τσάρλι Λάιν, που, κυνηγώντας αλλιώτικες σωματικές τέρψεις, έφτασαν να αντιμετωπίζονται ως εγκληματίες απ’ τις αστυνομικές αρχές· και η εναλλακτική οικογένεια ανδρών στο σύγχρονο Σικάγο που ο φακός του Παναγιώτη Ευαγγελίδη στο Ίρβινγκ Παρκ παρατηρεί να ζουν οικειοθελώς ως «κύριοι» και «σκλάβοι», επιδιώκοντας τη δική τους χειραφέτηση απ’ τις συντηρητικές δομές μιας κοινωνίας χωρίς φαντασία: Όλοι οι προαναφερθέντες είναι άνθρωποι που ζουν ανάμεσά μας και που, με ή χωρίς τη συνδρομή κοινωνιολογικών «επιγραφών» ή κατηγοριοποιήσεων άλλου τύπου, νιώθουν την ανάγκη να εκπληρώσουν ελεύθερα την επιθυμία τους για ζωή.
Το LGBTQI+ κίνημα αναδεικνύει το διαφορετικό για να επιτύχει την ένταξη στο ουσιαστικά και βαθύτερα όμοιο. Είναι οξύμωρο αυτό; Ίσως όχι και τόσο όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Συμμετέχουμε όλοι, θέλοντας και μη, στο υποκριτικό παιχνίδι ενός στα χαρτιά φιλελεύθερου πολιτισμού, που ενώ διακηρύσσει σε όλους τους τόνους και με όλους τους τρόπους την «ανοχή» του στο «άλλο», τελικά πάντα γυρεύει την αίσθηση ασφάλειας που του προσφέρει το «ίδιο». Ενάντια σ’ αυτή την κρυφά καταπιεστική κυριαρχία του όμοιου καλείται το διαφορετικό να ορθώσει το ανάστημά του. Κι όταν θα επιτύχει την πραγματική του αναγνώριση, τότε δεν θα χρειάζονται ταμπέλες, ούτε βαρύγδουποι ορισμοί. Τότε, ίσως, θα έχουμε να κάνουμε με μια καλύτερη κοινωνία. Προς το παρόν, καθένας υποχρεούται να βολευτεί με μια μέτρια.