Η γραμματική των συναισθημάτων
Του Χρήστου Πολίτη, Πρώτο Πλάνο #295
Δεν μεγάλωσα με Ταρκόφσκι και Κισλόφσκι και δεν είχα ιδέα ποιος ήταν ο Αγγελόπουλος. Είχαμε το περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ, να έρχεται σε δυο αντίτυπα κάθε μήνα, και θαυμάζαμε ακόμα και τις άνω τελείες. Από την άλλη όμως είχαμε κάτι αστέρια, μάλλον διαφορετικά από τα συνηθισμένα που τα βράδια άναβαν και «έδειχναν» σινεμά σε εκείνο το θερινό σινεμά που είχε για θέα μια ψηλή ταράτσα που ήταν για μένα το πιο πολύτιμο καταφύγιο. Ήθελα να γίνω ο Κέβιν, που άφησαν οι γονείς του, μόνο στο σπίτι του ή να τραγουδάω με τους 7 νάνους, να κρυφογελάω στις αθυρόστομες εκρήξεις του Safe Sex και να χασμουριέμαι που ο Τιτανικός κρατάει τόσες ώρες. Κι ύστερα τα φώτα έσβησαν και εκείνα τα αστέρια κρύφτηκαν μια για πάντα. Και σαν εκείνη η ταράτσα να γκρεμίστηκε για πάντα. Κι ενώ αυτό το γκρέμισμα θα έπρεπε να μου επιτρέπει να βλέπω ακόμα πιο μακριά, ένοιωσα τυφλός.