Της ΑΝΝΑΣ ΣΚΙΑΔΑ*
Εκατό χρόνια πέρασαν από την ίδρυση του Μπάουχαους στη Βαϊμάρη και το κύρος του εξακολουθεί να αναγνωρίζεται ως αυτοτελής έννοια από ένα ευρύ κοινό ανά τον κόσμο και να ταυτίζεται με τον σχεδιασμό που ανέπτυξε σε όλη τη διάρκεια των δεκατεσσάρων χρόνων βραχύχρονης πορείας του. Η διαδρομή του Μπάουχαους αποκαλύπτεται στο ντοκιμαντέρ Το πνεύμα του Μπάουχαους που προβάλλεται στο 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Η σχολή του Μπάουχαους έγινε ο πυρήνας ανάπτυξης πρωτοποριακών ιδεών, καλύπτοντας ένα μεγάλο φάσμα της καθημερινής ζωής και συντελώντας στον πλήρη εκμοντερνισμό της, με όσα θετικά αλλά και αρνητικά αποτελέσματα συνεπάγεται κάτι τέτοιο.
Η ιστορική πορεία του Μπάουχαους ήταν αντίστοιχη με την ιστορία της Γερμανίας.
Η έκρηξη της εκβιομηχάνισης στην Αγγλία του 19ου αιώνα, μέσα από την προσπάθεια γεφύρωσης της θεωρίας με την πρακτική εφαρμογή, της τέχνης με την τεχνική κατάρτιση, προκάλεσε την αρχή αλλαγών στη Γερμανία, η οποία (μετά το 1890) δημιούργησε παντού μικρά εργαστήρια κατασκευής οικιακών προϊόντων (έπιπλα, μεταλλικά σκεύη και άλλα) καθημερινής χρήσης. Διαδέχτηκε την Αγγλία στη βιομηχανική παραγωγή, πήρε τα πρωτεία και τα διατήρησε μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Η επιτακτική ανάγκη αναζήτησης γερμανικής ταυτότητας σε μια εποχή που επικρατούσε έντονο εθνικιστικό κλίμα πέρασε και μέσα από τον σχεδιασμό των παραγόμενων προϊόντων, οδηγώντας στην ίδρυση του Werkbund (1907) στο Μόναχο. Στόχος του, η συνεργασία των καλών τεχνών, της βιομηχανίας και των εφαρμοσμένων τεχνών, με σκοπό τον εξευγενισμό της εμπορικής δραστηριότητας μέσω της εκπαίδευσης. Μεγάλα ονόματα καλλιτεχνών και αρχιτεκτόνων ήταν ιδρυτικά μέλη του όπως ο Βάλτερ Γκρόπιους (από το 1912), μελλοντικός διευθυντής του Μπάουχαους. Με τον συνεργάτη του Άντολφ Μάιερ είχαν σχεδιάσει το παγκοσμίως γνωστό εργοστάσιο παπουτσιών Fagus, ιστορικά πρώτο κτίριο με έναν μη φέροντα τοίχο και αέρινη γυάλινη πρόσοψη, προάγγελος των εξελίξεων της δεκαετίας του ’20.
Τα χρόνια πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο διακρίθηκαν από οικονομική άνθηση της Γερμανίας και πλήθος κινημάτων για μεταρρυθμίσεις της καθημερινότητας και του πολιτισμού, αποδεκτές από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Η κήρυξη του πολέμου έγινε δεκτή με ενθουσιασμό και αξιολογήθηκε ως ευκαιρία ανάδειξης της υπεροχής της. Πολύ αργότερα, το 1916-1917, άρχισαν να διατυπώνονται οι πρώτες αμφιβολίες για τη σκοπιμότητα του πολέμου από καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες και υπογράφτηκαν τα πρώτα μανιφέστα. Ο Γκρόπιους την αντίστοιχη εποχή από το Βερολίνο πρέσβευε την ανάγκη αλλαγών, θεωρώντας το Werkbund νεκρό. Συγχρόνως κρατούσε επαφή με τη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών της Βαϊμάρης, με τον ιδρυτή και διευθυντή της Χένρι βαν ντε Βέλντε, και όταν εκφράστηκε η ανάγκη ίδρυσης αρχιτεκτονικής σχολής κατέθεσε τις προτάσεις του, οι οποίες εγκρίθηκαν από την κυβέρνηση. Με αυτό τον τρόπο προχώρησε η ίδρυση των δύο σχολών υπό μία κοινή ονομασία: «Κρατικό Μπάουχαους της Βαϊμάρης» και ξεκίνησε η μεγαλύτερη καλλιτεχνική σχολή όλων των εποχών, η οποία συνδέθηκε με την ίδρυση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ανοίγοντας νέες προοπτικές και πολλά υποσχόμενη σε πολιτισμικό επίπεδο. Ο Γκρόπιους, εμπνευσμένος διευθυντής της, δημοσίευσε τη διακήρυξη-μανιφέστο του Μπάουχαους ενώ έθεσε έναν ακόμη βασικό στόχο, την από κοινού κατασκευή κτιρίων όπου όλοι θα συνέβαλλαν με την τέχνη τους. Καλλιτέχνες, τεχνίτες, χειροτέχνες με ενωμένες δυνάμεις θα δημιουργούσαν το οικοδόμημα του μέλλοντος. Στους διδάσκοντες προσφερόταν η ευκαιρία να κάνουν την τέχνη αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής ζωής, καλλιεργώντας μία ευρύτερη αντίληψη σύνθεσης σε πολιτισμικό και βιομηχανικό επίπεδο.
Με τη διορατικότητά του προσκάλεσε αρχικά τρεις πρωτοπόρους καλλιτέχνες δασκάλους: τους Γιοχάνες Ίτεν, Λάιονελ Φάινινγκερ και Γκέρχαρντ Μαρκς. Ακολούθησαν πολλά μεγάλα ονόματα: Πάουλ Κλέε, Λόταρ Σράιερ, Μαρσέλ Μπρόιερ, Βασίλι Καντίνσκι, Μαριάνε Μπραντ, Γιόζεφ Άλμπερς, Λάσλο Μοχόλι-Νάγκι.
Στη διδασκαλία κυριάρχησε το δίπολο οικοδόμηση – δημιουργία. Η βαθιά γνώση της τέχνης, της χειροτεχνίας, της τεχνολογίας, οι στοιχειώδεις μορφές και τα βασικά χρώματα έγιναν κοινό πεδίο συνεργασίας μεταξύ καλλιτεχνών και τεχνιτών, παραμένοντας οι ισχυρές, καθοριστικές έννοιες του Μπάουχαους για όλα τα χρόνια ύπαρξής του. Μέσα από την ανακάλυψη του ρυθμού, της σύνθεσης διαφορετικών ρυθμών, της αναγνώρισης των υλικών, των μορφών, προχωρούσαν η ευαισθητοποίηση και η προσαρμογή των σπουδαστών, απαραίτητες για τη μετέπειτα ένταξή τους στα εργαστήρια.
Δημιουργήθηκαν εργαστήρια βιβλιοδεσίας, γραφικών τεχνών, τυπογραφίας, υφαντουργίας, αγγειοπλαστικής, μεταλλοτεχνίας, ξυλογλυπτικής. Επίσης δημιουργήθηκε εργαστήριο θεάτρου.
Το Μπάουχαους από τους πρώτους μήνες λειτουργίας του κατηγορήθηκε, κυρίως από συντηρητικούς κύκλους, αφενός ότι προσπαθούσε να επιβάλει κάποια δεδομένα στη βιομηχανία χωρίς να λαμβάνει υπόψη τους κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες και αφετέρου για τις προοδευτικές του ιδέες. Ο Γκρόπιους προσπάθησε να κρατήσει τη σχολή έξω από πολιτικές αντιπαραθέσεις. Επικεντρώθηκε στην προσπάθεια ανεύρεσης οικονομικών πόρων και απεξάρτησης από την κυβέρνηση. Πρόσθεσε νέες δραστηριότητες στα εργαστήρια, προβάλλοντας το σύνθημα «τέχνη-τεχνολογία, μια νέα ενότητα». Πολλά καθημερινά αντικείμενα λιτού σχεδιασμού, απαλλαγμένου από πρόσθετα στοιχεία διακόσμησης, απόλυτα λειτουργικά, παραμένουν μέχρι σήμερα μοναδικά (καρέκλες, φωτιστικά, τσαγιέρες), ενώ ταυτίστηκαν διεθνώς με την έννοια Μπάουχαους.
Το αποτέλεσμα των εκλογών του 1924 με τη νίκη των συντηρητικών καθόρισε τη συνέχεια. Ο Γκρόπιους με τους διδάσκοντες έκλεισαν τη σχολή και τη μετέφεραν το 1925 στο Ντεσάου, μικρή βιομηχανική πόλη σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης. Το νέο κτίριο σχεδιάστηκε από το γραφείο του Γκρόπιους.
Το Μπάουχαους του Ντεσάου γνώρισε μεγάλη άνθηση. Προσανατολίστηκε κυρίως στην αρχιτεκτονική. Τόσο το κτιριακό συγκρότημα της σχολής όσο και οι κατοικίες των δασκάλων αποτελούν την επιτομή του μοντέρνου κινήματος της αρχιτεκτονικής.
Το κυρίως κτίριο διακρίνεται για την αυστηρή καθαρότητα των όγκων, τις ορθές γωνίες, τον διαχωρισμό λειτουργιών, τη γυάλινη πρόσοψη, τον λεπτό μεταλλικό σκελετό, την επίπεδη στέγη, αντικείμενο έκπληξης και θαυμασμού. Πρόκειται για έναν αιωρούμενο διάφανο κύβο, παράδειγμα καλλιτεχνικού σχεδιασμού. Το σύνολο του εξοπλισμού σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε στα εργαστήρια του Μπάουχαους.
Επίσης ο σχεδιασμός του συγκροτήματος κατοικιών Τέρτεν, παραγγελία του δήμου Ντεσάου, παραμένει το πλέον ορθολογικό δείγμα λειτουργικής αρχιτεκτονικής. Πρόκειται για μονώροφες μονοκατοικίες ορισμένης τυπολογίας με προκατασκευασμένα στοιχεία. « Ένα κατασκευαστικό παιχνίδι με τεράστιους κύβους», από τους οποίους μπορούσαν να συναρμολογηθούν «κατοικήσιμες μηχανές, ανάλογα με τις ανάγκες και τον αριθμό των κατοίκων», όπως υποστήριζε ο Γκρόπιους.
Ο Γκρόπιους παρέμεινε τρία χρόνια στη διεύθυνση της σχολής. Το 1927 ανέλαβε ο ελβετός αρχιτέκτονας Χάνες Μάιερ, επαναπροσδιορίζοντας τον αρχιτεκτονικό προσανατολισμό. Τελευταίος διευθυντής, το 1930, ήταν ο Λούντβιχ Μις βαν ντερ Ρόε, σημαντικός αρχιτέκτονας-μέλος της γερμανικής πρωτοπορίας. Διέλυσε τη σχολή στο Βερολίνο το 1933 υπό τις ασφυκτικές πιέσεις των Εθνικοσοσιαλιστών, με την έλευσή τους στην εξουσία. Η διάλυση συνέπεσε με εκείνη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης σηματοδοτώντας το τέλος.
Ωστόσο η διάλυση δεν κατάφερε να σβήσει τις ιδέες που αναπτύχθηκαν στο Μπάουχαους. Παραμένει μοναδικό παράδειγμα, δημοφιλές για όλα όσα πέτυχε στα λίγα χρόνια λειτουργίας του. Οι επιρροές του είναι αισθητές στις καλές τέχνες και στην αρχιτεκτονική.
Οι καθηγητές της σχολής του Μπάουχαους έγιναν θρυλικά ονόματα, κυρίως στις ΗΠΑ όπου πολλοί κατέφυγαν, μεταδίδοντας τις ιδέες του διεθνώς. Ο τρόπος διδασκαλίας τους εφαρμόστηκε μεταγενέστερα σε σχολές Καλών Τεχνών και Αρχιτεκτονικής, ενώ παραμένει ως ένας βασικός προβληματισμός αναζήτησης και διαλόγου μέχρι σήμερα.
Το κτιριακό συγκρότημα Μπάουχαους του Ντεσάου λειτουργεί ως σχολή και μουσείο. Χαρακτηρίστηκε μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς από την UNESCO.
Το νέο μουσείο Μπάουχαους του Ντεσάου, αποτέλεσμα διεθνούς διαγωνισμού (891 συμμε τοχές), προβλέπεται να εγκαινιαστεί στις 8 Σεπτεμβρίου του 2019, αποτελώντας την κορύφωση των εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια Μπάουχαους.
Η επιλεγμένη αρχιτεκτονική μελέτη του γραφείου Γκονζάλεζ Χινζ Ζαμπάλα, με έδρα τη Βαρκελώνη, προτείνει ένα κτίριο μέσα στο κτίριο. Εξωτερικά διάφανη κατασκευή από γυαλί σχήματος αυστηρού παραλληλεπίπεδου και στο εσωτερικό σε όροφο ένα μαύρο κλειστό συμπαγές μεταλλικό κουτί. Επιλογές που παραπέμπουν στις αρχές του Μπάουχαους του Ντεσάου και διέπονται από αυτές. Οι συλλογές του Μπάουχαους θα εκτίθενται στο μαύρο κουτί. Στο ισόγειο οι χώροι θα φιλοξενούν πολιτιστικές δραστηριότητες και περιοδικές εκθέσεις.
* Η Άννα Σκιαδά είναι αρχιτέκτων DESA-PARIS.