~ του Ορέστη Ανδρεαδάκη
«Καλά, σοβαρά τώρα, αυτό είναι το αληθινό σου όνομα;» του είπε κοιτώντας έκπληκτη την ταυτότητα που ήταν πάνω στο γραφείο του.
Δεν την άκουσε καν. Οι φωνές των συναδέλφων τους κάλυπταν κάθε άλλο ήχο στην τεράστια αίθουσα.
«Το όνομά σου, λέω, είναι αληθινό;» επέμεινε εκείνη.
«Κανένας φυσιολογικός αλγόριθμος δεν λειτουργεί πια», της είπε αγχωμένος, χτυπώντας τα πλήκτρα στο λάπτοπ, «όλα είναι τεχνητά, ανύπαρκτα… σαν κάποιος να έχει πάρει τον κεντρικό έλεγχο… πώς φτάσαμε ως εδώ;».
«Στην αρχή μάς άρεσε πολύ», του απάντησε, «μας άρεσε που βλέπαμε το παρόν μας σαν την ιδανική προέκταση ενός συναρπαστικού μέλλοντος. Μας άρεσε που καταργήσαμε τις διαστάσεις του χρόνου, μας άρεσε που η εποχή μας ήταν τόσο μπροστά…»
«Πρώτη φορά στην ιστορία μια εποχή είναι μπροστά από τον εαυτό της», τη διέκοψε μια φωνή από το λάπτοπ.
«Τι γίνεται εκεί;» του φώναξε θυμωμένη «τι το ρώτησες;».
«Αυτό είναι το θέμα, δεν το ρώτησα τίποτε, απαντάει μόνο του. Δεν σου θυμίζει κάτι αυτή η φωνή;» της είπε δείχνοντας στο βάθος της αίθουσας, τη μεγάλη οθόνη που μετέδιδε τη συνέντευξη τύπου εδώ και ώρες.