ADIO KERIDA

Σε απόσταση πεντακοσίων περίπου μέτρων από το γκέτο Βαρώνου Χιρς ήταν ο σιδηροδρομικός σταθμός. Στον σταθμό μάς περίμενε αμαξοστοιχία με είκοσι κλειστά, σφραγισμένα βαγόνια, εκτός από το μεσαίο βαγόνι που ήταν ανοιχτό.

Σ’ αυτά τα βαγόνια στοιβάχτηκαν αθώες ανθρώπινες υπάρξεις – παιδιά, έγκυες γυναίκες, άρρωστοι, ηλικιωμένοι, νέοι και μεγάλοι. Οι μέρες ταλαιπωρίας στο γκέτο και η παραμονή στο στρατόπεδο Χιρς μετέτρεψαν τους ανθρώπους σε άβουλο κοπάδι. Καμιά διαμαρτυρία δεν ακούστηκε από τα χείλη των αφάνταστα ταπεινωμένων ανθρώπων, οι οποίοι ανέβηκαν αμίλητοι στα βαγόνια και στοιβάχτηκαν ο ένας επάνω στον άλλο, 70-80 άτομα σε κάθε βαγόνι, κάτω από τις λυσσασμένες κραυγές των αστυνομικών, που πολλαπλασιάζονταν με την άφιξη του επικεφαλής της Γκεστάπο για να επιθεωρήσει την αναχώρηση. «Σνελ! Σνελ!» ούρλιαζαν, για να επισπεύσουν τους καθυστερημένους. Όλοι οι υπό εκτόπιση στοιβάχτηκαν μέσα στα βρομερά βαγόνια. Απ’ έξω ο κόσμος παρακολουθούσε αδιάφορα το θλιβερό θέαμα. Ακούστηκε ο βαρύς ήχος από το κλείσιμο και το σφράγισμα των βαγονιών και έπειτα δόθηκε το σήμα για αναχώρηση. Ο αξιωματικός της Γκεστάπο, που με ψυχρότητα και αυστηρότητα διηύθυνε την αποστολή, πλησίασε προς τους ανωτέρους του για να δεχθεί τους επαίνους τους για τον τρόπο με τον οποίον επιτέλεσε το καθήκον του.

Η μηχανή σφύριξε και το τρένο ξεκίνησε. Ήταν 7 Απριλίου 1943. Κλεισμένοι και στοιβαγμένοι ασφυκτικά, αποχωριστήκαμε την πατρίδα, χωρίς ούτε καν να μπορούμε να τη δούμε. […] Στο ασφυκτικά γεμάτο βαγόνι υπήρχαν μόνο δύο σημεία απ’ όπου μπορούσε να εισχωρήσει λίγο καθαρός αέρας: ένα στενό άνοιγμα στα τοιχώματα του βαγονιού πάνω από την πόρτα – μια βαριά συρόμενη πόρτα, που σφραγιζόταν απ’ έξω και ήταν αδύνατο να ανοιχτεί από μέσα.

Ένα μικρό παράθυρο, στη γωνία του βαγονιού, ήταν καλυμμένο με συρματοπλέγματα προς αποτροπή κάθε ενδεχόμενου για απόδραση.

Εφτά μερόνυχτα κάναμε μέσα στο βαγόνι. Κάθε μέρα που περνούσε, η ατμόσφαιρα γινόταν όλο και πιο ασφυκτική. Μου είναι δύσκολο να προσδιορίσω ακριβώς πότε ο πατέρας έπαψε να πιστεύει ότι μας οδηγούν στην Κεντρική Ευρώπη για να ζήσουμε κάτω από ανεκτές συνθήκες, στα πλαίσια μιας καθόλα εβραϊκής αστικής δημοκρατίας. […] Ήμουν μικρός, δεκαπέντε χρονών, και δεν συμμετείχα στις συζητήσεις των μεγάλων μέσα στο βαγόνι σχετικά με την «κατάσταση». Όλα όσα γνώριζα μου έρχονταν από δω κι από κει˙ από συζητήσεις που άκουγα, από φήμες που κυκλοφορούσαν, από εξομολογήσεις. Την πρώτη ημέρα του ταξιδιού, οι άνδρες που ήταν κοντά στον πατέρα μου προσπαθούσαν να εκτιμήσουν τη φύση των διαφορών που θα προέκυπταν στον τρόπο της ζωής μας μετά την άφιξη στην Κρακοβία:

[…] «Ίσως εκεί μπορέσουμε να ζήσουμε σαν Εβραίοι, όπως στο Έρετς-Γισραέλ (Γη του Ισραήλ), που τα σύνορά του παραμένουν σήμερα κλειστά. Όλοι θα κερδίζουμε το ψωμί μας με την εργασία μας˙ αυτό, μάλλον, καλό είναι».

[…] Τη δεύτερη ημέρα, φαίνεται όμως ότι εξαφανίστηκαν όλες οι ψευδαισθήσεις, εξαιτίας των απαράδεκτων συνθηκών που επικρατούσαν. Οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν ότι ήταν φυλακισμένοι όταν έμειναν χωρίς νερό, και ότι σε όλο το βαγόνι υπήρχε μόνο ένα βαρέλι που θα χρησιμοποιούσαν για τις ανάγκες τους. […] Οι στρατιώτες που τους συνόδευαν δεν τους επέτρεπαν να βγάλουν από το βαγόνι τα πτώματα των νεκρών.

Αν κάποιος χρειαζόταν να κάνει την ανάγκη του, κάποιος άλλος τον κάλυπτε με το παλτό του. Μερικές φορές το τρένο σταμάτησε για να περάσουν άλλες στρατιωτικές αμαξοστοιχίες που κατευθύνονταν για το μέτωπο. Όταν το τρένο στάθμευε σε δευτερεύουσες γραμμές, άνοιγαν την πόρτα του βαγονιού παρέχοντάς μας τη δυνατότητα να αδειάσουμε το βαρέλι με τις ακαθαρσίες. Νερό όμως δεν μας επέτρεπαν να πάρουμε˙ η έλλειψή του μας βασάνιζε περισσότερο κι από την πείνα. Καμιά φορά, κατά την ώρα του ταξιδιού, οι Γερμανοί φρουροί άνοιγαν την πόρτα του βαγονιού και αφαιρούσαν από τα χέρια των ανθρώπων κοσμήματα ή οτιδήποτε άλλο μπορούσαν να αρπάξουν: ρολόγια ή δαχτυλίδια. Ό,τι μπορούσε να αφαιρεθεί εύκολα, το έπαιρναν. «Δεν θα τα χρειαστείτε αυτά», έλεγαν οι Γερμανοί χαμογελώντας. Τότε συνειδητοποιήσαμε πως δεν πηγαίναμε εκεί όπου μας είχαν υποσχεθεί.

[…] Την έβδομη νύχτα, 13 Απριλίου 1943, σχεδόν μεσάνυχτα, έφθασε η αμαξοστοιχία στον τελικό προορισμό της.

Απόσπασμα από το βιβλίο Από το Λευκό Πύργο στις πύλες του Άουσβιτς του Ιάκωβου Χανταλί, σε πρόλογο Ελί Βιζέλ και μετάφραση Ηλία Σαμπετάι (εκδόσεις Παρατηρητής, 1996).

Με αφορμή τη συμπλήρωση 80 ετών από την αναχώρηση του πρώτου συρμού από τη Θεσσαλονίκη με προορισμό το Άουσβιτς, το 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ τιμά τη μνήμη της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, που ξεκληρίστηκε στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα από το αφιέρωμα «Adio kerida: Από τη Θεσσαλονίκη στο Άουσβιτς – 80 χρόνια». Φέρνοντας στο φως συνταρακτικές μαρτυρίες και σοκαριστικά ντοκουμέντα, οι εννέα ταινίες του αφιερώματος ανατέμνουν το ανεπούλωτο οικουμενικό τραύμα που άφησε πίσω του το Ολοκαύτωμα, ρίχνουν φως σε μια από τις σκοτεινές σελίδες της ανθρώπινης ιστορίας και διασφαλίζουν ότι η φρίκη των γεγονότων αυτών δεν θα υποπέσει ποτέ στην ιστορική λήθη ή στη δικαιολογία της άγνοιας. Ανάμεσά τους συναντούμε το θρυλικό Shoah (1985) του Κλοντ Λανζμάν, η πιο συγκλονιστική καταγραφή του Ολοκαυτώματος στην ιστορία του σινεμά. Παράλληλα, σε μια ξεχωριστή βραδιά, η μουσική του Γιάννη Βεσλεμέ θα συνοδεύσει το βωβό διαμάντι του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού, The Golem (1920), μια από τις πρώτες ταινίες που έθιξαν ζητήματα αντισημιτισμού.

ADIO KERIDA : Από τη Θεσσαλονίκη στο Άουσβιτς – 80 χρόνια

Thessaloniki International Film Festival