Της Αγγελικής Στελλάκη
Η Βέρα Χιτίλοβα έχει χαρακτηριστεί ως «η Πρώτη Κυρία του τσέχικου σινεμά», ενώ το όνομά της φιγουράρει δίπλα σε εκείνα των Μίλος Φόρμαν και Γίρι Μέντσελ, ως μέλος μιας γενιάς σκηνοθετών που επηρέασαν το παγκόσμιο κινηματογραφικό τοπίο. Ωστόσο, χρειάστηκε να κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι μέχρι να φτάσουμε εκεί.
Για πολλά χρόνια, η Βέρα Χιτίλοβα βρισκόταν στη σκιά των δύο διάσημων συμπατριωτών της, οι οποίοι είχαν από νωρίς γνωρίσει την καταξίωση σε διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ, καθώς και την αποθέωση από τους κριτικούς. Σε παλαιότερη συνέντευξή της, στη βρετανική εφημερίδα The Guardian, η Βέρα Χιτίλοβα, η οποία πέθανε το 2014, περιέγραφε τον εαυτό της ως ένα «τσαγερό που έχει υπερθερμανθεί και δεν μπορείς να το κλείσεις». «Θέλω να προχωράω μπροστά, ακόμα και αν χρειαστεί να συρθώ», σημείωνε στην ίδια συνέντευξη, προσθέτοντας: «δεν έχω καμία επιθυμία να καλοπιάσω το κοινό μου». Για πολλούς, αυτή η αντισυμβατική στάση υπήρξε συχνό φαινόμενο σε δημιουργούς που έκαναν τέχνη υπό τον άγρυπνο βλέμμα ενός απολυταρχικού καθεστώτος. Για την ίδια, όμως, ίσως να ήταν απλώς η δεδηλωμένη της απέχθεια απέναντι σε κάθε σύμβαση.
Η Χιτίλοβα έγινε γνωστή για τη δεύτερη ταινία της, αυτές τις γεμάτες φρεσκάδα, σουρεαλισμό και επαναστατική διάθεση Μαργαρίτες, όπου δύο απίθανα κορίτσια (η Μαρί Ι και η Μαρί ΙΙ) αποφασίζουν ότι αφού ο κόσμος είναι κακός, τότε θα είναι και αυτές εξίσου κακές, σπέρνοντας τον πανικό με τις φάρσες τους σε όλη την Πράγα. Η ταινία γυρίστηκε το 1966, μόλις δύο χρόνια πριν την Άνοιξη της Πράγας, και απαγορεύτηκε από το κομμουνιστικό καθεστώς με την αιτιολογία ότι προωθεί την «υπερβολή». Σήμερα, θεωρείται ταινία-ύμνος στην ελευθερία και στο αδάμαστο πνεύμα, καθώς και μια κινηματογραφική καταδίκη του συντηρητισμού, η οποία σπεύδει να διαλύσει κάθε στερεοτυπικό ταμπού γύρω από τη θηλυκότητα.
Οι ταινίες της Χιτίλοβα, με όχημα συχνά το παράλογο και το μαύρο χιούμορ, ερμηνεύονται σήμερα ως μια πολύχρωμη, ψυχεδελική επίθεση στην πατριαρχική κοινωνία, στις κοινωνικές συμβάσεις, αλλά και στην καθεστωτική υποκρισία. Η Χιτίλοβα παρέμεινε αμετανόητη επαναστάτρια σε όλη τη διάρκεια της καριέρας της, απτόητη από τα αρνητικά σχόλια που απέσπασε από τους κριτικούς κινηματογράφου και τους θεωρητικούς στη χώρα της. Και συνέχισε να δείχνει τον δρόμο.
Για παράδειγμα, το A hoof here, a hoof there (1989) είναι από τις πρώτες ταινίες που μίλησαν ανοιχτά για το AIDS, ενώ το Fruit of Paradise (1970), που γυρίστηκε μετά τις Μαργαρίτες, αποτελεί μια συμβολική ανάγνωση της ιστορίας του Αδάμ και της Εύας. Και αυτή απαγορευμένη επί πολλά χρόνια, θεωρείται σήμερα ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα του Τσέχικου Νέου Κύματος, ένα πειραματικό καλειδοσκόπιο χρωμάτων και τεχνικών που συνέβαλε στο να βρει η -ενίοτε παρεξηγημένη- δημιουργός του τη θέση που της αξίζει στο παγκόσμιο κινηματογραφικό πάνθεον.