1821, 1838, 1943, 1944, 1945, 2021 : Μάρτιος ήταν τότε, Μάρτιος είναι πάντα. Το τραύμα και η συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας.

του Ορέστη Ανδρεαδάκη

Το παρακάτω κείμενο συνομιλεί με τις αφηγήσεις του Η πόλη και η πόλη, ένα πρωτότυπο πολυμεσικό πρότζεκτ που αναπτύχθηκε σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου και σε συμπαραγωγή με την εταιρεία παραγωγής Homemade Films. Μια εγκατάσταση σε συν-σκηνοθεσία Χρήστου Πασσαλή και Σύλλα Τζουμέρκα, δύο σκηνοθετών που γεννήθηκαν στη Θεσσαλονίκη το 1978 και επιστρέφουν για πρώτη φορά δημιουργικά σ’ αυτή. Ένα κινηματογραφικό σχέδιο μεταξύ μυθοπλασίας, ντοκιμαντέρ και ταινίας-δοκιμίου (essay film). Έξι επεισόδια από τη ζωή και τα δεινά που υπέστη η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης ενώνονται κινηματογραφικά με την πόλη του σήμερα, δημιουργώντας μια πολυπρόσωπη κινηματογραφική αφήγηση στην οποία δυο πόλεις συνυπάρχουν στο ίδιο πλαίσιο: η πόλη της Θεσσαλονίκης του περασμένου αιώνα και η πόλη της Θεσσαλονίκης όπως είναι τώρα.

Η παραγωγή υλοποιείται μέσω της στήριξης της δωρεάς του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) προς την Εθνική Λυρική Σκηνή, για τη δημιουργία του επετειακού προγραμματισμού της για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Η προγραμματισμένη πρεμιέρα του Η πόλη και η πόλη θα γίνει στην Εναλλακτική Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ) τον Ιούλιο του 2021 (περισσότερες πληροφορίες στη σ. 338). Με την υποστήριξη των MOMus, Claims Conference, Ελληνογερμανικού Ταμείου για το Μέλλον, Rosa Luxemburg Stiftung – Office in Greece, EKOME, Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, και τη συνεργασία του Δήμου Θεσσαλονίκης και του Δήμου Θερμαϊκού και του Athens Film Office.

1.
Τα τραύματά μας είναι τα φαντάσματά μας. Υπάρχουν όσο υπάρχουμε και εμείς. Μοιάζουν μ’ εμάς. Κρύβονται μέσα στα σπίτια μας, ξαπλώνουν υπομονετικά πάνω στους δρόμους, εμφανίζονται ξαφνικά όταν τακτοποιούμε παλιές ντουλάπες και, τέλος, μετακομίζουν μέσα σε ένα φιλμ περιμένοντας να τα δούμε, να τα κατανοήσουμε, να τα διαχειριστούμε.
Τα τραύματά μας είμαστε εμείς.

2.
Μερικές ομάδες ανθρώπων εμφανίζονται σε μια πόλη. Περπατάνε, γελάνε, τραγουδάνε, κλαίνε. Γονατίζουν. Πέφτουν. Εξευτελίζονται. Πεθαίνουν. Ερωτεύονται. Μερικές ομάδες ανθρώπων εμφανίζονται σε ένα φιλμ. Τα ρούχα τους είναι παλιά. Στρατιώτες και αξιωματικοί με γερμανικές στολές της Κατοχής. Νέοι με φτηνά παντελόνια και φθαρμένες αρβύλες. Παιδιά με καθαρά σοσόνια και γυαλισμένα παπούτσια. Γυναίκες με όμορφες δαντέλες κι άλλες με σχισμένα φουστάνια. Φοβισμένοι αιχμάλωτοι με βρόμικες φανέλες. Καθωσπρέπει κύριοι με λευκά καθαρά πουκάμισα και καλοδεμένες γραβάτες. Μιλάνε ελληνικά, γαλλικά, γερμανικά, λαντίνο. Έχουν έρθει από μακριά, αλλά κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Κυκλοφορούν σε ένα κομμάτι φιλμ. Σε μια πόλη με κεραίες τηλεοράσεων, με κλιματιστικά, με πολύχρωμες επιγραφές. Έχουν έρθει από αλλού, αλλά δεν έφυγαν ποτέ από εδώ. Είναι φαντάσματα με δικά μας ονόματα (Σαρίνα Σαλτιέλ, Λέων Μπατής, Γιάννης Τριανταφυλλίδης, Σωτήρης Φαλτσής), αλλά και με ονόματα που το άκουσμά τους προκαλεί ακόμη αποτροπιασμό (Άλοϊς Μπρούνερ, Βιτάλ Χασόν, Λάσκαρης Παπαναούμ). Ζουν μαζί μας. Σε αυτή την πόλη που είναι ταυτόχρονα και μια άλλη πόλη. Σε αυτή την ίδια Θεσσαλονίκη.

3.
21 Μαρτίου 1943. «Η καρδιά μου ξεσκίζεται». Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια της τελευταίας επιστολής (1) που έστειλε, από τη Θεσσαλονίκη η Σάρα (Σαρίνα για την οικογένεια και τους φίλους της) Σαλτιέλ στον γιο της Μωρίς, ο οποίος είχε διαφύγει και κρυβόταν στην Αθήνα. (2)

4.
25 Μαρτίου 1943. Στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, χιλιάδες άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους για να τιμήσουν την 122η επέτειο της Επανάστασης του 1821, ο εορτασμός της οποίας είχε απαγορευθεί από τις κατοχικές αρχές και τη δωσιλογική ελληνική κυβέρνηση. Προσπαθούν να καταθέσουν στεφάνια, μοιράζουν προκηρύξεις, ψέλνουν τον Εθνικό Ύμνο. Οι Ιταλοί και οι Γερμανοί χτυπούν «στο ψαχνό με σπαθιές από τ’ άλογα, πιστολιές, πυροβολισμούς, χειροβομβίδες». (3)

5.
Η Σαρίνα δεν μαθαίνει τίποτε γι’ αυτή την ηρωική επέτειο. Είναι ήδη καθ’ οδόν προς το Άουσβιτς. Στο πέτο φοράει ένα κίτρινο αστέρι με αριθμό 7116. Ένα ακόμα τραύμα ανοίγει στο σώμα της ελληνικής ιστορίας, αλλά η διαχείριση του δεν επρόκειτο να αρχίσει πριν περάσουν εξήντα χρόνια.

6.
Μάρτιος 2021. Η Σαρίνα διαβάζει ξανά τα γράμματά της. Είναι και πάλι ζωντανή. Τραγουδάει με την ωραία φωνή της. «Μη βγαίνεις πολύ έξω για να μην κρυολογήσεις», (4) λέει στον γιο της.

7.
17 Μαρτίου 1838. Εκδίδεται η πρώτη εγκύκλιος για τον εορτασμό της Εθνικής Επετείου και αποστέλλεται «προς τας διοικητικάς αρχάς του Κράτους». (5)

Την υπογράφει ο Γεώργιος Γλαράκης, γραμματέας της Επικρατείας επί των Εκκλησιαστικών, Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και Εσωτερικών, ο οποίος είχε προτείνει στον Όθωνα να καθιερώσει την 25η Μαρτίου ως παντοτινή, «εις το διηνεκές», εθνική εορτή των Ελλήνων. Δύο μέρες νωρίτερα, το Βασιλικό Διάταγμα 980 είχε επισφραγίσει την απόφαση.

8.
17 Μαρτίου του 1943. Η Σαρίνα Σαλτιέλ είναι κλεισμένη στο γκέτο του συνοικισμού Βαρόνου Χιρς και γράφει στον γιο της «με τα μάτια γεμάτα δάκρυα και την καρδιά παγωμένη από τον τρόμο […] Τώρα το χειρότερο είναι ο εκτοπισμός […] Η πρώτη αμαξοστοιχία έφυγε ήδη, προς ποιον προορισμό; το αγνοούμε. Η δεύτερη θα φύγει σήμερα. Την ημέρα της αναχώρησης οι άνθρωποι ξετρελαμένοι καίνε έγγραφα, χρήματα, σπάζουν τα έπιπλά τους με κραυγές θανάσιμα πληγωμένων θηρίων, έπειτα εγκαταλείποντας τους καρπούς της δουλειάς τους φεύγουν στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες μέσα σε βαγόνια για ζώα, και τους αντιμετωπίζουν με λιγότερο σεβασμό από αυτά». (6)

9.
25 Μαρτίου 1838. ημέρα Παρασκευή. Η ιστορία της Σαρίνα μοιάζει απίστευτη – χαμένη σ᾽ ένα μακρινό μέλλον. Οι κάτοικοι της Αθήνας πηγαίνουν στον –τότε μητροπολιτικό– ναό της Αγίας Ειρήνης στην οδό Αιόλου, υποδέχονται τους φουστανελοφόρους αγωνιστές και συνοδεύουν τη βασιλική άμαξα με τον Όθωνα και την Αμαλία «κρατούντες σημαίας, παίζοντες διάφορα μουσικά όργανα και ζητοκραυγώντες μετ᾽ ενθουσιασμού». (7)

Η φτωχή και σκοτεινή Αθήνα φωταγωγείται, ο κόσμος χορεύει στους δρόμους, ο βασιλιάς κάνει βόλτες ανάμεσα στο πλήθος και ένας μεγάλος σταυρός σχηματισμένος από λαδοφάναρα τοποθετείται σε μια πλαγιά του Λυκαβηττού.

10.
Η θεσμοθέτηση μιας επίσημης εθνικής επετείου ήταν απαραίτητη. Τα τραύματα του πολέμου της ανεξαρτησίας (και κυρίως των εμφυλίων που ακολούθησαν) έπρεπε πάση θυσία να επουλωθούν. Κι αφού σχεδόν κανείς δεν ήταν ακόμη ώριμος να τα επουλώσει, ο εορτασμός μιας επετείου ίσως να τα σκέπαζε. Όσο για τους πρωταγωνιστές της Επανάστασης, αυτοί θα μπορούσαν να αναπαραστήσουν το παρελθόν και να διεκδικήσουν, ο καθένας για τον εαυτό του, μια διαφορετική αλήθεια: ατομική, συντεχνιακή, τοπικιστική, κομματική. Τα τραύματα πάντως θα παρέμεναν ανοιχτά. Έτσι, τις ίδιες εκείνες ημέρες άρχισαν να αναφαίνονται τα πρώτα ερωτήματα για τη φύση και το περιεχόμενο του εορτασμού – αυτά τα «πώς;», τα «γιατί;» και τα «τι γιορτάζουμε;» τα οποία μας βασανίζουν ακόμη και επανέρχονται κάθε Μάρτιο στις παραμονές των εθνικών επετείων. «Από τη στιγμή της καθιέρωσής της», υποστηρίζει η ιστορικός Χριστίνα Κουλούρη, «η επέτειος της 25ης Μαρτίου υπήρξε αντικείμενο διεκδίκησης αντίπαλων ερμηνειών. Παρ᾽ όλο που η επιλογή της ημερομηνίας είχε, όπως φαίνεται, την κοινωνική συναίνεση, ο εορτασμός της δεν ήταν συναινετικός. Ούτε υπήρξε συναίνεση ως προς την ερμηνεία του ιστορικού γεγονότος που εορταζόταν, της Ελληνικής Επανάστασης». (8) Ψήγματα αυτών των αντίπαλων ερμηνειών υπάρχουν στα άρθρα των εφημερίδων της εποχής. Ο Ελληνικός Ταχυδρόμος διαχωρίζει την ελληνική από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές, πολιτικές και επί το πλείστον αντικαθεστωτικές, επαναστάσεις και υπογραμμίζει ότι μόνο ο Όθωνας μπορεί να εγγυηθεί το λαμπρό μέλλον του έθνους, ένα «έργον το οποίον ανέθεσεν εις Αυτόν η θεία πρόνοια». (9) Η Αθηνά, αντίθετα, σημειώνει ότι σε αυτή την πρώτη επέτειο θα έπρεπε να «επανηγυρίζετο και η καθίδρυσις του συντάγματός μας, η στερέωσις της ελευθερίας μας αυτής εις την κοινωνίαν μας» (10) – μια ευχή που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί, αν και λειψά, μετά από πέντε χρόνια.

11.
Μάρτιος 2021. Στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, στους δρόμους του φιλμ, οι άνθρωποι συνεχίζουν να θυμούνται. Τους βλέπουμε όπως ήταν. Νέους, ηλικιωμένους και παιδιά. Χωρίς τα τραύματά τους. Οι εικόνες της μνήμης και της λήθης φωτίζονται. Και ασπρόμαυρες και έγχρωμες. Και ζωντανές και φευγάτες. Και εδώ και αλλού. Το φιλμ είναι σκληρό. Είναι αμείλικτο. Μια κορδέλα με εκατομμύρια μικρές εικόνες. Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν. Όμως εκείνοι που έρχονται είναι πολύ λιγότεροι από εκείνους που έφυγαν. Φαντάσματα από ένα καταραμένο παρελθόν και από ένα παρόν που πρέπει να ξαναφτιαχτεί. Φαντάσματα χαραγμένα σε εικόνες. Φαντάσματα κεντημένα σαν προσευχές. Και η ιστορία είναι σκληρή. Πάνω στο φιλμ όμως την ακούς «γλυκότερα», όπως λέει ο Σεφέρης. Και τότε η ιστορία γεμίζει από ιστορίες. Από ανθρώπους που παύουν να είναι πια φαντάσματα.

12.
Μάρτιος 1943. παραμονές της 122ης δεύτερης επετείου της Επανάστασης. Οι αντίπαλες ερμηνείες για τον εορτασμό λανθάνουν στις παρυφές των τραγικών γεγονότων, καθώς όλοι –αριστεροί, δεξιοί, αντιστασιακοί, ακόμη και δωσίλογοι– προσπαθούν να τον οικειοποιηθούν. Όλοι εκτός από τους Σεφαραδίτες Εβραίους της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι έχουν ήδη αρχίσει να κλείνονται σε περιφραγμένα γκέτο. «Μας απαγόρευσαν αρχικά να μένουμε έξω μετά τις 5 η ώρα», γράφει η Σαρίνα Σαλτιέλ στον γιο της, «έπειτα απαγόρευσαν την έξοδο από το γκέτο, κλείσιμο των μαγαζιών, καταγραφή όλων των αγαθών, της περιουσίας, ακόμα και του σκύλου και της κότας».(11)

13.
25 Μαρτίου 1944. Ιωάννινα. Οι Ρωμανιώτες Εβραίοι της πόλης συλλαμβάνονται και οδηγούνται βίαια στο Άουσβιτς. Μέχρι τότε οι Ιταλοί, που κατείχαν την περιοχή, δεν ήταν καθόλου πρόθυμοι να εφαρμόσουν την Τελική Λύση. Το ίδιο συνέβη και με τους Εβραίους της Αθήνας. Όταν όμως η Ιταλία συνθηκολόγησε με τους Συμμάχους, ανέλαβαν οι Γερμανοί. Η Τελική Λύση θα έπρεπε να είναι τελική.

14.
Μετά το 1838 οι εορτασμοί επαναλαμβάνονταν κάθε χρόνο – άλλοτε με λαμπρότητα και φωταψίες, άλλοτε με αδιαφορία, άλλοτε με σκάνδαλα, ταραχές και συγκρούσεις. Και κάθε φορά που έσβηναν τα φώτα της εορταστικής ομοψυχίας, όλοι επέστρεφαν στην κανονικότητά τους: τα παλιότερα τραύματα παρέμεναν ανεπούλωτα, ενώ νέα τραύματα ανοίγονταν πάνω στο σώμα της ιστορίας: Η ήττα του 1897, οι αλλεπάλληλες πτωχεύσεις, ο Εθνικός Διχασμός, η Μικρασιατική Καταστροφή και η Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.

15.
17 Μαρτίου 1943. Θεσσαλονίκη. Γιάννης Τριανταφυλλίδης, μετέπειτα αρχιτέκτονας, πολεοδόμος, καθηγητής του Πολυτεχνείου. Σωτήρης Φαλτσής, μετέπειτα γιατρός. Και οι δύο φίλοι και συμμαθητές του Μωρίς Σαλτιέλ. Τον έκρυψαν με κίνδυνο της ζωής τους, βοήθησαν και υποστήριξαν τους γονείς του. Ήταν από αυτούς τους ανθρώπους που «Στέκουν στο ύψος των περιστάσεων», όπως γράφει η Σαρίνα στον γιο της. (12) «Σε αυτή τη δύσκολη περίοδο βρήκα στο φίλο σου περισσότερο από ένα γιο. Δεν θα μπορέσω ποτέ να ξεπληρώσω αυτό που έκανε για μας». Αναφέρεται συχνά σε αυτούς η Σαρίνα: «Σε παρακαλώ να είσαι πάντα ευγνώμων προς τους φίλους σου […] οι γονείς του τελευταίου έκαναν επίσης πολλά για μας. Θα τους είμαι ευγνώμων». (13)

16.
15 Μαρτίου 1943. Θεσσαλονίκη. Το πρώτο τρένο αναχωρεί για το Άουσβιτς. Θα ακολουθήσουν άλλα δεκαοκτώ μέχρι και τις 10 Αυγούστου του ίδιου έτους. Ο Άλοϊς Μπρούνερ και ο Ντίτερ Βισλιτσένι, ειδικοί απεσταλμένοι του Άντολφ Άιχμαν, οργανώνουν τις εκτοπίσεις, με τη βοήθεια αρκετών χριστιανών, όπως ο Λάσκαρης Παπαναούμ, αλλά και λίγων Εβραίων, όπως ο Βιτάλ Χασόν. Το τραύμα της εξόντωσης της ελληνικής εβραϊκής κοινότητας έθετε, για άλλη μια φορά, σε δοκιμασία τη συγκρότηση της εθνικής μας ταυτότητας. Και δυστυχώς δεν θα ήταν το τελευταίο. Ο Εμφύλιος Πόλεμος, η Δικτατορία και η Τραγωδία της Κύπρου επρόκειτο να ακολουθήσουν.

17.
17 Μαρτίου 2013. Θεσσαλονίκη. Πραγματοποιείται για πρώτη φορά, μετά από εβδομήντα χρόνια, η Πορεία Μνήμης. Κάτοικοι και Αρχές της πόλης, μαζί με επιζώντες του Ολοκαυτώματος, βαδίζουν από την Πλατεία Ελευθερίας μέχρι τον σιδηροδρομικό σταθμό, την αφετηρία των θανάσιμων εκτοπίσεων. Η Θεσσαλονίκη έχει αλλάξει, οι δρόμοι έχουν αλλάξει, τα ίχνη της μνήμης όμως είναι ακόμη ορατά. Μαζί με τα τραύματα.

18.
Μάρτιος 2021. Διακοσιοστή επέτειος της Επανάστασης. Τι έχουμε κάνει για όλα αυτά τα τραύματα; Κάποια τα διαχειριστήκαμε με θάρρος και τα επουλώσαμε, κάποια απλώς τα ξεχάσαμε και έκλεισαν μόνα τους, κάποια άλλα κακοφόρμισαν και μας ταλαιπωρούν ακόμη. Το σίγουρο είναι ότι τα διαχειριστήκαμε με αλλοπρόσαλλο τρόπο: στην αρχή τα υποτιμούσαμε, μετά τα δραματοποιούσαμε, στη συνέχεια βιώναμε το σύνδρομο του αιωνίως αδικημένου και, τέλος, αυτομαστιγωνόμασταν για να φτάσουμε στο συμπέρασμα της διαρκούς υστέρησης και της μόνιμης ήττας.

Κάπως έτσι έγινε και με το τραύμα της εξόντωσης των Εβραίων. Το υποτιμήσαμε, το κρύψαμε, και μεταθέσαμε τις αιτίες και τις επιπτώσεις του αλλού: σε αόρατους εχθρούς, σε διεθνείς συγκυρίες, σε δυσνόητα θρησκευτικά σύνδρομα, και εντέλει προσποιηθήκαμε ότι δεν μας αφορά. Πιστέψαμε ότι είχε ανοίξει όχι στο δικό μας, αλλά σε ένα ξένο, αλλόθρησκο σώμα. Κι όμως η συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας απαιτεί, πρωτίστως, τη διαχείριση των ιστορικών τραυμάτων. Η περίοδος που τα εθνικά αφηγήματα στηρίζονταν σε «θελκτικούς μύθους» και «επινοημένες παραδόσεις» έχει περάσει. Όπως βέβαια έχει περάσει και η περίοδος του εθνικού αυτομαστιγώματος, της αποδόμησης των μύθων, της αρνητικής εργαλειοποίησής τους. Η 200ή επέτειος της Επανάστασης μπορεί να ορίσει την έναρξη της περιόδου ουσιαστικής διαχείρισης των τραυμάτων.

19.
15 Μαρτίου 1945, λίγες μέρες πριν την 124η επέτειο της Επανάστασης. Στη Θεσσαλονίκη φτάνει ο πρώτος Εβραίος που ξέφυγε από το Άουσβιτς. Το όνομά του ήταν Λέων Μπατής. (14) Είχε γεννηθεί στα Ιωάννινα και, πριν τον εκτοπίσουν οι Γερμανοί, ζούσε στην Αθήνα. Ο πρωτοπόρος δερματολόγος Ισαάκ Ματαράσσο, ο οποίος είχε γλιτώσει καταφεύγοντας στο βουνό με τους αντάρτες, ήταν παρών στη συνάντηση του Μπατή με τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης και κατέγραψε τη σπαρακτική του μαρτυρία στο βιβλίο του Κι όμως όλοι τους δεν πέθαναν…, το πρώτο ελληνικό κείμενο για το Ολοκαύτωμα. (15) «Είχε ένα ύφος κουρασμένο. Με καπέλο χωμένο ως τα αυτιά, μας αντικρίζει με κάποια υποψία […] Είναι το θύμα ενός σμήνους δημοσιογράφων, επαναλαμβάνει συχνά την λυπηράν του αφήγηση». Θα τους πει για τα βαγόνια των τρένων όπου «ψοφούσαν από την κούραση, από τη νύστα, μέσα στην ακαταστασία και στους θρήνους», για την άφιξη στο Άουσβιτς, για τα μαστιγώματα, τις αρρώστιες, τον τύφο, τα κρυοπαγήματα, τη γάγγραινα.

Και τότε, ο Ματαράσσο και υπόλοιποι ακούν «για πρώτη φορά τους όρους, αίθουσα ασφυξιογόνων αερίων, διαλογές. Μαρμαρώσαμεν, ούτε καν τολμούμεν να ζητήσουμε λεπτομέρειες». Ο Μπατής όμως τους δίνει και λεπτομέρειες: «ο θάνατος έρχεται έπειτα από πέντε ή οκτώ λεπτά υπό τρομεράς συνθήκας, με τελεία αδυνατότητα αναπνοής […] Έπειτα τα πτώματα μεταφέρονται μέσα σε καροτσάκια ως το ασανσέρ που τα παραδίδει στα κρεματόρια. […] Η σκέψις μου», σημειώνει ο Ματαράσσο, «πέταξε στα αγαπητά μου όντα που πέθαναν με σπασμούς ενωμένα σε μια τελευταία προσπάθεια και σε ένα τελευταίο φιλί. Είδα τον πατέρα μου και άλλος είδε την μητέρα του […] Ναι, είδαμε αυτή την οικογένεια που τα μέλη της ήταν αγκαλιασμένα σπασμωδικά, σαν τα παρακλάδια του αμπελιού γύρω απ᾽ τον κορμό, γύρω απ᾽ τον πατέρα, να καταρρέη και να πεθαίνη απ᾽ την επίδραση του αερίου […] Αυτό το βράδυ της 15ης Μαρτίου του 1945 είδαμε την κόλασι». Είναι η πρώτη φορά που ακούγονται τέτοιες περιγραφές στη Θεσσαλονίκη, η οποία μόλις συνειδητοποιεί ότι 40.000 από τους κατοίκους της δεν θα γυρίσουν ποτέ πίσω. Ο Λέων Μπατής πάντως είχε προειδοποιήσει τους ακροατές του πριν αρχίσει την αφήγηση: «Αυτό που θα ακούσετε σε λίγο θα γίνει μια ημέρα από όλους γνωστό, θα δημοσιευθεί και θα γυρισθεί ακόμη και σε φιλμ».

20.
Μάρτιος 2021. Φυσικά η προφητεία του Λέοντα Μπατή βγήκε αληθινή: μερικές ομάδες ανθρώπων εμφανίζονται στην πόλη. Περπατάνε, γελάνε, τραγουδάνε, κλαίνε. Γονατίζουν. Πέφτουν. Εξευτελίζονται. Πεθαίνουν. Ερωτεύονται. Και το φιλμ καταγράφει τη φρίκη, διασώζει τη μνήμη, υπόσχεται την επούλωση των τραυμάτων, τη συγκρότηση μιας έντιμης εθνικής ταυτότητας.


  1. Λεόν Σαλτιέλ (επιμ.), Μη με ξεχάσετε. Τρεις Εβραίες μητέρες γράφουν στους γιους τους από το γκέτο της Θεσσαλονίκης, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2018, σ. 190. Η Σαρα Σερρέρο γεννήθηκε το 1902 στη Θεσσαλονίκη και παντρεύτηκε τον Ισαάκ Σαλτιέλ το 1921. Αμφότεροι εκτοπίστηκαν στο Άουσβιτς τον Μάρτιο. Δεν επέστρεψαν ποτέ στην πόλη τους.
  2. Ο Μωρίς Σαλτιέλ γεννήθηκε το 1922 στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Όταν άρχισαν οι διωγμοί των Ελλήνων Εβραίων, κρύφτηκε στη Χαλκιδική, στο σπίτι του συμμαθητή του και μετέπειτα γιατρού Βασίλη Παπαμόσχου
    (1920-2006) και αργότερα κατέφυγε στην Αθήνα με τη βοήθεια του
    Γιάννη Τριανταφυλλίδη (1923-2009) και του Σωτήρη Φαλτσή (1922-
    2016). Όταν τελείωσε ο πόλεμος, επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, άνοιξε το κατάστημα εισαγωγών του πατέρα του, αλλά κυρίως ασχολήθηκε με
    τον πολιτισμό ιδρύοντας, μαζί με άλλες εξέχουσες προσωπικότητες της πόλης, την «“ΤΕΧΝΗ” Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρεία», η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
  3. Γιώργος Θεοτοκάς, Τετράδια ημερολογίου, Εστία, Αθήνα 2005, σ. 407.
  4. Λεόν Σελτιέλ, ό.π., σ. 181.
  5. «Η Α. Μ. ο Σ. ημών Βασιλεύς, λαβών υπ’ όψιν, ότι η ημέρα της 25ης Μαρτίου, λαμπρά καθ’ εαυτήν εις πάντα Έλληνα διά την εν αυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου, είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος, διά την κατ’ αυτήν ταύτην την ημέραν έναρξιν του υπέρ της Ανεξαρτησίας αγώνος του Ελληνικού Έθνους, ηυδόκησεν διά Β. Διατάγματος εκδοθέντος την 15ην του παρόντος μηνός υπ. αρ. 980, να καθιέρωση την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέραν Εθνικής Εορτής. Τούτο γνωστοποιούντες εις υμάς διά της παρούσης, σας προσκαλούμε, κύριε Διοικητά, συνεννοούμενοι με την Επιτόπιον Εκκλησιαστικήν Αρχήν, να κάμετε γνωστήν εις τους υπό την υμετέραν Διοίκησιν διατελούντες λαούς την Υψηλοτάτην ταύτην της Α. Μ. απόφασιν, πανηγυρίζοντες λαμπρώς την Εορτήν ταύτην, προσεγγίζουσαν ήδη κατά το ενεστώς έτος και μέλλουσαν να τελήται ενιαυσϊως εις το διηνεκές. Εν Αθήναις τη 17 Μαρτίου 1838 – Ο Γραμματεύς Γ. Γλαράκης».
  6. Λεόν Σαλτιέλ, ό.π., σ. 183.
  7. Ελληνικός Ταχυδρόμος, Εφημερίς πολιτική φιλολογική και βιομηχανική, φ. 22 έτος Γ΄(27 Μαρτίου 1838).
  8. Χριστίνα Κουλούρη, «Γιορτάζοντας το Έθνος: Εθνικές επέτειοι στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα», στο: Δέσποινα Παπαδημητρίου (επιμ.), Σεραφείμ Σεφεριάδης (επιμ.), Αθέατες όψεις της ιστορίας. Κείμενα αφιερωμένα στον Γιάνη Γιανουλόπουλο, Ασίνη, Αθήνα 2012, σ. 181- 210.
  9. Ελληνικός Ταχυδρόμος, ό.π.
  10. Εφημερίς Αθηνά, φ. 519 (26 Μαρτίου 1838).
  11. Λεόν Σαλτιέλ, ό.π., σ. 182.
  12. Ό.π., 181.
  13. Ό.π., 188.
  14. Βλ. στο παρόν: Χρήστος Πασσαλής, «Λέων Μπατής (1909-1981)», σ.167.
  15. Ισαάκ Ματαράσσο, Κι όμως όλοι τους δεν πέθαναν…, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2018.

Thessaloniki International Film Festival