«Με τρυφερότητα και με κρυφό ανατρίχιασμα…»

του Φώτη Απέργη

Όταν η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι συνάντησε το αναρχικό κινηματογραφικό βλέμμα του Ντούσαν Μακαβέγιεφ στο «Sweet Movie», γράφτηκε μια νέα σελίδα. Γυρίζουμε ξανά σ’ αυτήν και σε μια ολόκληρη εποχή, με αφορμή το μεγάλο αφιέρωμα του 60ού Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στο έργο του Μακαβέγιεφ.

Δυόμισι μήνες μετά την πτώση της δικτατορίας, δεν περνούσε μέρα χωρίς ένα νέο πολιτικό γεγονός. Στις αρχές Οκτωβρίου του 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ίδρυσε πανηγυρικά τη Νέα Δημοκρατία, ενώ, λίγες μέρες μετά, χιλιάδες άνθρωποι κατέκλυσαν το γήπεδο Καραϊσκάκη τραγουδώντας σθεναρά μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη και απαιτώντας ρυθμικά «δώσε τη χούντα στο λαό». Ο Μάνος Χατζιδάκις άκουγε ακόμη επικρίσεις επειδή το 1972, πριν πέσουν οι πραξικοπηματίες, είχε εκδώσει έναν κύκλο τραγουδιών περί έρωτος. Όμως, πολλοί αναγνώριζαν ήδη στον «Μεγάλο Ερωτικό» ένα μουσικό έργο που στέκεται πάνω από τις εποχές. 

Εκείνο, πάντως, το κυριακάτικο πρωινό της 20ής Οκτωβρίου στο Άστυ, ο Χατζιδάκις δεν μίλησε για τίποτα απ’ όλ’ αυτά, αλλά σύστησε στο κοινό έναν «Βαλκάνιο Γιουγκοσλάβο, νεο-μαρξιστή, αναρχικό, περίτεχνο κι απλοϊκό, [που] περιφέρεται στον λεγόμενο δυτικό μας κόσμο μ’ όλη τη σκανδαλιά ενός ξεχωριστά ζωηρού παιδιού, με την αστραφτερή ματιά ενός ανατολίτη άρχοντα, αλλά και με την ώριμη απλότητα ενός προικισμένου μεσήλικα». Δεν ήταν άλλος από τον Ντούσαν Μακαβέγιεφ, τις αναπάντεχα ποιητικές, θαρραλέες ταινίες του οποίου θα δούμε στο μεγάλο αφιέρωμα του 60ού Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. 

Ο 49χρονος, τότε, συνθέτης είχε ενθουσιαστεί με τα «Μυστήρια του οργανισμού», και με χαρά ανταποκρίθηκε στην πρόταση του Μακαβέγιεφ να συνθέσει μουσική για τη νέα του ταινία. Εντόπιζε, άλλωστε, σ’ εκείνον αρετές που χαρακτήριζαν και τον ίδιο: «Δεν είναι “στρατευμένος”. Δεν κάνει εύκολη πολιτική. Αλλά το αποτέλεσμά του είναι πολιτικό, μια και τον χαρακτηρίζει η βαθιά γνώση του σημερινού μας κόσμου». Αυτός, βέβαια, δεν ήταν ο μόνος λόγος που η μουσική του Χατζιδάκι ταίριαξε τόσο με το «Sweet Movie», που προβλήθηκε εκείνο το φθινοπωρινό πρωινό του 1974 στο Άστυ…

Ήδη από το 1966, όταν άρχισε να ζει μεταξύ Λος Άντζελες και Νέας Υόρκης πριμοδοτημένος με το Όσκαρ, ο συνθέτης ένιωθε ότι δεν του αρκούσε πια να ταξιδεύει «με την Ελλάδα καραβοκύρη». «Επιζητώ το πιο τρελό τραγούδι που έχει ακούσει ποτέ άνθρωπος. Και τους πιο περίεργους ήχους για συνοδεία», έγραφε το 1968 στον φίλο του Δημήτρη Βερνίκο (που αργότερα θα γύριζε το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι»). «Τότε ζητούσα με πάθος να ‘μαι Έλληνας. Σήμερα δεν υπάρχει αυτό το πρόβλημα. Είμαι Έλληνας. Και γι’ αυτό έχω την άνεση να ‘μαι πολίτης του κόσμου».

Άλλοτε, ανήγγελλε με ενθουσιασμό: «Παρήγγειλα ινδικά ρούχα… επίσης, κι ένα σακάκι Μάο Τσετούνγκ. Λατρεύω τον παροξυσμό των ημερών». Παράλληλα, συνέθετε ενθουσιασμένος τη μουσική του «Blue» του Σίλβιο Ναριτζάνο, ξαναδιάβαζε Μακρυγιάννη, συναντούσε τους Bee Gees και τον Ηλία Καζάν, και οραματιζόταν να κάνει ταινία την «Οδό Ονείρων» με πρωταγωνιστή τον Τέρενς Σταμπ, λιμπρετίστα τον Τζον Λένον και χορογράφο τον Μορίς Μπεζάρ. 

Όμως, ο βιομηχανικός ρυθμός παραγωγής του Χόλιγουντ και τα χτυπήματα των ανταγωνιστών του τελικά αποθάρρυναν τον Χατζιδάκι. «Πέρασα πολλά, απίθανα σε πρωτοτυπία και γκανγκστερισμό… Paramount τέλος», ανακοίνωσε απογοητευμένος. Ενώ, μετά τις δολοφονίες των Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και Ρόμπερτ Κένεντι και την εκλογή του Νίξον, «η Αμερική», έγραψε, «απέκτησε το αληθινό της πρόσωπο. Αντιδραστικότης, εθνικισμός, νοικοκυροσύνη».

Με την είσοδο της νέας δεκαετίας, λοιπόν, ο συνθέτης ταξίδευε συχνότερα στη Ρώμη και το Παρίσι, ικανοποιώντας τη νοσταλγία του για την ευρωπαϊκή κουλτούρα, ενώ συνέχισε να γράφει μουσική για ταινίες όπως το «The Martlet’s Tale» του Τζον Κρόουθερ (όπου ο Σον Φίλιπς πρωτοτραγούδησε την «Μπαλάντα των αισθήσεων και των παραισθήσεων» στα αγγλικά). Όμως, καμιά από αυτές τις ταινίες δεν έχει τόσο ανάγλυφο το αποτύπωμα των αναζητήσεών του της εποχής εκείνης όπως το «Sweet Movie».

Η γλύκα των νυκτών και το ρίγος των τοξοτών εγχόρδων, η αναγεννησιακή ευγένεια και το μεσογειακό φως (που ο Χατζιδάκις είχε ταιριάξει από το 1965 στο «Χαμόγελο της Τζοκόντας»), η τούμπα, το ηλεκτρικό όργανο και οι επιρροές του ροκ (που κυριαρχούσαν στο «Reflections» του 1970), οι αισθησιακές διφωνίες της Μαρίας Κάτηρα και το σφρίγος της Αν Λόνμπεργκ (που, μετά το «Κορίτσια στον ήλιο» του Βασίλη Γεωργιάδη, δεν έκοψε τους δεσμούς με την Ελλάδα) συμπληρώνουν ένα έργο που ακούγεται μαγικό και μετά το τέλος της ταινίας. Πόσο μάλλον που ο ίδιος ο Χατζιδάκις υπονομεύει τον λυρισμό του, διδάσκοντας π.χ. την παιδική χορωδία να τραγουδήσει αθώα για παιδιά κάτω στον κάμπο που «κυνηγάνε τους αστούς, πετσοκόβουν τα κεφάλια από εχθρούς και από πιστούς» (στίχοι αρκετά παραλλαγμένοι από ένα τραγούδι που είχε γράψει το 1945, ως 20χρονος ΕΠΟΝίτης, για το θεατρικό έργο του Αλέξη Δαμιανού «Το καλοκαίρι θα θερίσουμε»).

 Δεν είναι περίεργο που ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι απέδωσε στα ιταλικά δύο τραγούδια του «Sweet Movie». Τα ερμήνευσε η Ντανιέλα Ντάβολι, προσθέτοντας κάτι ακόμα στον μύθο αυτής της ταινίας, που «σαν χίλιες βελόνες εισέρχεται μέσα μας για να ξυπνήσει ναρκωμένα νεύρα, ναρκωμένα από κληρονομημένες προκαταλήψεις και ξέθωρες ιδέες».

Ο ίδιος ο Μακαβέγιεφ, είχε αποκαλύψει ο Χατζιδάκις προλογίζοντας την ταινία το 1974, «συνηθίζει να λέει πως πρέπει κανείς να βλέπει το “Sweet Movie” με το κορίτσι του… Ποτέ μόνος. Και σε μερικές στιγμές, σαν τις γλυκές στιγμές ενός κοντσέρτου του Ραχμάνινοφ ή του Γκέρσουιν, ν’ ακουμπάει ο ένας το χέρι του άλλου, με τρυφερότητα και με κρυφό ανατρίχιασμα. Τότε, λέει, η ταινία του λειτουργεί σωστά. Προσπαθήστε λοιπόν να πάρετε κι από την μουσική μου όλη την γλυκιά και ζαχαρένια γεύση που η ταινία περιέχει, μαζί με τους κινέζικους βελονισμούς των ευρηματικών σκηνών της. Και στο σπίτι σας, όταν βρεθείτε μόνος σας ή με το κορίτσι σας, αποφασίστε για την κατάλληλη ή ακατάλληλη συνέχεια. Με τις ευχές του Μακαβέγιεφ και τις δικές μου».

ΠΡΟΒΟΛΗ SWEET MOVIE

Thessaloniki International Film Festival