του Γιάννη Σμοϊλη
Τι είναι ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ, αν όχι μια γιορτή; Γιορτή εικόνων, ιδεών και συναισθημάτων, γιορτή του σινεμά και των ανθρώπων που το αγαπούν. Όταν ένα φεστιβάλ γιορτάζει λοιπόν, είναι σαν να υψώνεται η γιορτή στο τετράγωνο. Πολλαπλασιάζονται οι έννοιές της και επεκτείνεται το πεδίο λειτουργίας της. Σε ό,τι μας αφορά, το θέμα είναι η γιορτή του σινεμά και το σινεμά ως γιορτή. Και η επέτειος των 60 χρόνων του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης μάς δίνει την κατάλληλη αφορμή να στοχαστούμε πάνω σ’ αυτό το γοητευτικά πολυσχιδές της Γιορτής.
Η γιορτή και το Ιερό
Αν ανατρέξουμε στις αρχαίες πηγές της γιορτής, θα συναντήσουμε το θρησκευτικό στοιχείο. Γιορτάζοντας, οι άνθρωποι τιμούν τους θεούς τους, ζητούν την ευμένειά τους, εκλιπαρούν για τη βοήθειά τους ώστε να τα βγάλουν πέρα με τις δυσκολίες της πραγματικότητας. Η απόλαυση με την οποία ανταμείβονται και οι ίδιοι δεν είναι ποτέ εγωιστική, αλλά σχετίζεται μ’ ένα συναίσθημα ευλάβειας και ενάρετου συντονισμού με τις απαιτήσεις του Ιερού. Όσοι μετέχουν στη γιορτή δεν συνδέονται μόνο με τους θεούς αλλά και μεταξύ τους. Συνεπώς, πρόκειται για μια μεγάλη κοινωνική εκδήλωση. Το Κοινωνικό παίζει κρίσιμο ρόλο εδώ. Οι κοινωνικοί δεσμοί ενισχύονται με τη φυσική παρουσία και την άμεση συμμετοχή στο τελετουργικό και, παράλληλα, ευλογούνται. Αν η φάση της εργασίας είναι η, ας πούμε, υλική στιγμή της διανθρώπινης συνάντησης, τότε η γιορτή είναι η μεταφυσική της στιγμή. Και, ταυτόχρονα, η θεία επικύρωσή της.
Κινηματογραφική «θρησκεία»
Το ευλαβικό αυτό στοιχείο της γιορτής επιβιώνει σ’ ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ, διότι η τέχνη –και ακόμα περισσότερο η κινηματογραφική τέχνη– είναι μια μορφή θρησκευτικότητας που εξακολουθεί να αντέχει. Τι άλλο κάνουν οι άνθρωποι που συναντιούνται μέσα και έξω από τις αίθουσες ενός φεστιβάλ παρά να (επι)κοινωνούν με τη «θεότητα» και, μέσω αυτής, μεταξύ τους; Δεν είναι λίγοι αυτοί που έχουν παρόμοιασει τις κινηματογραφικές αίθουσες με σύγχρονες εκκλησίες. Στο πανί, δεν παρακολουθούμε ποτέ μονάχα την εξέλιξη μιας ιστορίας ή το αισθητικό όραμα ενός ταλαντούχου σκηνοθέτη: βιώνουμε και κάτι που μοιάζει με θρησκευτική εμπειρία, υπό την έννοια ότι έχουμε μπροστά μας, υλοποιημένο, το ιδανικό της αιωνιότητας.
Αιώνιοι στην οθόνη
Αυτά τα πρόσωπα κι αυτά τα σώματα που απλώνονται στις πελώριες διαστάσεις της οθόνης δεν θα γεράσουν ούτε ένα δευτερόλεπτο παραπάνω από τη στιγμή που τα αιχμαλώτισε ο φακός της κάμερας. Συνεπώς, δεν πρόκειται και να πεθάνουν. Θα ζουν για πάντα πάνω σ’ αυτή την άχρονη οπτικοακουστική νησίδα που είναι ένα κινηματογραφικό καρέ, στη μέση του ωκεανού του χρόνου. Η νεωτερικότητα, με την απόλυτη κατίσχυση της επιστημονικής αλήθειας και του ορθού λόγου πάνω στους μύθους, βρίσκεται απέναντι σε μια ανίκητη θεότητα που έχει ακόμα πιστούς: το σινεμά.
Φεστιβαλικό τέμενος
Κι αυτό για κάποιους δεν είναι απλώς μια μεταφορά. Ο πειραματικός σκηνοθέτης Γκρέγκορι Μαρκόπουλος (τον οποίο τιμά φέτος το Φεστιβάλ) διοργανώνει από το 2004 στη Λυσσαρέα της Αρκαδίας ένα τριήμερο κινηματογραφικό γεγονός, το οποίο ονόμασε Τέμενος. Η επιλογή της λέξης δεν είναι καθόλου τυχαία. Αν ανατρέξουμε στην πρωταρχική της έννοια, που σήμαινε το ιερό κομμάτι γης, βλέπουμε πως για ορισμένους ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ αποτελεί, στην κυριολεξία, μια σύγχρονη μορφή θρησκευτικού τελετουργικού. Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτοποριακό σινεμά, όπως εκπροσωπείται από μια μορφή του αβάν γκαρντ όπως ο Μαρκόπουλος, συναντά τις μεταφυσικές διαστάσεις της παρακολούθησης μιας ταινίας και τις φέρνει στο προσκήνιο.
Γιορτή και σπατάλη
Στα βιβλία του Ο ερωτισμός και Το καταραμένο απόθεμα, ο Ζορζ Μπατάιγ προτείνει μια ερμηνεία της γιορτής που άπτεται του Θρησκευτικού και, παράλληλα, το ξεπερνάει προς μια νέα κατεύθυνση. Υποστηρίζει ότι η στιγμή της γιορτής είναι η στιγμή της σπατάλης και της ανάλωσης που έχουν ανάγκη τα ανθρώπινα όντα προκειμένου να διασπαθίσουν χαρούμενα όλα όσα κατασκευάστηκαν, εξοικονομήθηκαν και διατηρήθηκαν κατά τη φάση της παραγωγής. Εργαζόμαστε έχοντας στραμμένο το βλέμμα μας στο μέλλον, παίρνουμε τα μέτρα μας για να αντιμετωπίσουμε τις επερχόμενες αντιξοότητες, μεριμνούμε για την επιβίωσή μας, και όλο αυτό μάς κουράζει και μας εξουθενώνει. Νιώθουμε την ανάγκη, μία στο τόσο, να σπαταλήσουμε τα αγαθά που αποκτήσαμε με κόπους και θυσίες, μέσα σ’ ένα κλίμα ηδονικής αποχαλίνωσης.
Δραπετεύοντας στο παρόν
Θέλουμε να ξεχάσουμε για λίγο το μέλλον και να επικεντρωθούμε στο παρόν. Αυτό είναι το νόημα της έκστασης. Ο άνευ όρων εναγκαλισμός του παρόντος. Για μία στιγμή και μόνο, να μην υπάρχει το χθες, να μην υπάρχει το αύριο, να υπάρχει μόνο το σήμερα, το τώρα. Μα κι όταν σβήνουν τα φώτα μέσα στην αίθουσα, αυτό είναι το ζητούμενο. Για όσο διαρκεί η προβολή μιας ταινίας, να δραπετεύσουμε απ’ το ρεύμα του χρόνου. Κάτι που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι η απόδοση στα αγγλικά της έννοιας της γιορτής που χρησιμοποιεί ο Μπατάιγ γίνεται με τη λέξη «festival». Τυχαίο;
Η «φιέστα» της σκοτεινής πραγματικότητας
Η γιορτή είναι, λοιπόν, μια αφορμή να συναντηθούμε, να ξεφύγουμε, να χαθούμε και να βρεθούμε απ’ την αρχή. Κι αυτή η «έκρηξη», που καταλήγει σε μια νέα σύνθεση, βρίσκει την τέλεια έκφρασή της σ’ ένα φεστιβάλ που γιορτάζει, σε μια γιορτή στο τετράγωνο. Το 60ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, μέσα από τις ταινίες του, αποκαλύπτει πτυχές της γιορτής που άλλοτε λούζονται στο φως και άλλοτε βυθίζονται στο έρεβος. Διότι η πραγματική ζωή είναι μια γιορτή που δεν ξέρεις ποτέ πώς θα καταλήξει. Όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στο «Blanco en Blanco» του Τεό Κορτ. Εκεί ο Πέδρο, ένας φωτογράφος γάμων, καταφθάνει στη Γη του Πυρός 12 με σκοπό να φωτογραφίσει τον γάμο ενός πανίσχυρου γαιοκτήμονα με το όνομα «κύριος Πόρτερ». Σε αυτό το βίαιο, σκληρό μέρος, όπου το τίμημα των λαθών –και των παθών– είναι υπερβολικά μεγάλο, ο Πέδρο θα αποκτήσει εμμονή με τη μέλλουσα σύζυγο του Πόρτερ, που είναι σχεδόν παιδί. Ό,τι ξεκινάει μέσα στο φως και τη γιορτινή ατμόσφαιρα της γαμήλιας τελετής θα οδηγήσει στα σκοτάδια μιας γενοκτονίας, στην οποία ο φωτογράφος θα αναγκαστεί να γίνει συνεργός.Με μια ευρύτερη έννοια, όλο το «Der Fan» του Έκχαρτ Σμιτ είναι μια γιορτή που πήγε στραβά. Μέσα από την ανατριχιαστική ιστορία μιας φανατικής –στα όρια της παράνοιας– γκρούπι και του ποπ σταρ που έχει μετατρέψει σε είδωλο και λόγο ύπαρξής της, υπονοείται ότι ο παθιασμένος έρωτας της σύγχρονης Δύσης με την Εικόνα και τους μικρούς θεούς του θεάματος δεν μπορεί παρά να έχει τραγική κατάληξη. Η ταινία του Σμιτ ανακαλεί μνήμες από άγρια τελετουργικά μιας αρχαίας ανθρωπότητας, για την οποία η λατρεία ενός θεού έφτανε στο απόγειό της με τη βρώση του (ή, έστω, με τη βρώση του πλάσματος που τον αντιπροσώπευε).
Γιορτάζοντας την ανθρώπινη αντοχή
Το σινεμά, ούτως ή άλλως, γιορτάζει την ύπαρξη ακόμα και όταν παρουσιάζει τις πιο σκοτεινές πλευρές της. Μας καλεί να αναγνωρίσουμε το κομμάτι της βίας, της καταστροφής, της θλίψης ή της αδικίας που εμπεριέχεται στο Πραγματικό, όχι για να απελπιστούμε αλλά για να του αντιταχθούμε πιο σθεναρά. Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η γιορτή σχετίζεται αποκλειστικά με τη χαρά και την ευδιαθεσία. Είναι κάτι πολύ πιο βαθύ και διαλεκτικό. Έχει περισσότερο να κάνει με την επιβεβαίωση της θέσης του ανθρώπου μέσα σ’ έναν κόσμο που δεν είναι πάντα εύκολος ή φιλικός. Γιορτάζουμε την επιμονή μας να βρισκόμαστε εδώ παρά τις δυσκολίες, την επιδίωξη της ευτυχίας κόντρα σε όλα τα εμπόδια, όχι απαραίτητα μια τετελεσμένη, ευχάριστη κατάσταση.Το νόημα του τελετουργικού είναι ακριβώς αυτό: μια προσπάθεια να αφαιρέσουμε από τη φύση την αδιάφορη παντοδυναμία της και να τοποθετήσουμε τον άνθρωπο στο επίκεντρο καταστάσεων που τον ξεπερνούν (ή τον καταργούν). Για παράδειγμα, μια κηδεία είναι επίσης ένας εορτασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Μέσω αυτής, οι άνθρωποι αποχαιρετούν ένα μέλος της ομάδας τους και παράλληλα τιμούν το πέρασμά του από τον κόσμο, μετατρέποντας το τέλος αυτού του περάσματος σε κοινωνικό γεγονός. Η φύση μάς θέλει αναλώσιμους, αλλά εμείς της λέμε πως ο καθένας είναι ξεχωριστός και αναντικατάστατος. Αυτή τη μοναδικότητα γιορτάζει η κηδεία (η πιο παράδοξη γιορτή που υπάρχει) κι αυτό ακριβώς είναι το θέμα της ταινίας «Oroslan», του Ματιάς Ιβανίσιν, όπου οι κάτοικοι ενός μικρού χωριού συγκεντρώνονται για να μοιραστούν το βίωμα της απώλειας ενός συνανθρώπου τους. Κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας, οι συγχωριανοί αφηγούνται προσωπικές ιστορίες για τη ζωή του εκλιπόντος κι αυτές οι αφηγήσεις επιβεβαιώνουν τον Οροσλάν ως μη αναλώσιμο. Ο άνθρωπος που έφυγε πήρε μαζί του ένα βλέμμα πάνω στον κόσμο και τα πράγματα, εντελώς δικό του. Τίποτα δεν θα μπορέσει να πάρει τη θέση του. Γιορτή εδώ σημαίνει και λίγο εξέγερση. Μια ήπια εξέγερση απέναντι στη φυσική τάξη πραγμάτων, μέσω της οποίας όμως αποδεχόμαστε καλύτερα το αναπόφευκτο.
Εξεγερμένοι «εορτάζοντες»
Εξέγερση και γιορτή, να δυο λέξεις που περιγράφουν τέλεια το σινεμά του Ντούσαν Μακαβέγιεφ, τον οποίο τιμά φέτος το Φεστιβάλ μ’ ένα αφιέρωμα στο έργο του. Η πλέον εμβληματική του ταινία, το θρυλικό «Sweet Movie», γιορτάζοντας τη σχέση σεξουαλικής απελευθέρωσης και επανάστασης, μας επαναφέρει σ’ εκείνη την οπτική που θέλει το σινεμά ικανό να αλλάξει τον κόσμο. Άναρχο και ανυπότακτο σε αφηγηματικές νόρμες και αισθητικούς κανόνες, το φιλμ του Μακαβέγιεφ αποτελεί το ίδιο μια εκρηκτική γιορτή εικόνων και ήχων.Η γιορτή των Θεοφανείων θέτει σε κίνηση την αλυσίδα των γεγονότων στην ταινία «God Exists, her name is Petrounya», της Τεόνα Στρούγκαρ Μίτεβσκα. Οι άντρες μιας μικρής πόλης της Βόρειας Μακεδονίας δεν μπορούν με τίποτα να χωνέψουν ότι μια γυναίκα κατάφερε να πιάσει τον σταυρό. Ζητούν να τους τον παραδώσει, αλλά εκείνη δεν λυγίζει στις πιέσεις τους, αντιστέκεται. Ένα θρησκευτικό τελετουργικό στην επιφάνεια των –κινηματογραφικών– υδάτων, αλλά λίγο πιο βαθιά να κοιτάξεις θα δεις την ουσιαστική γιορτή να αναδύεται: αυτήν της γυναικείας χειραφέτησης και περηφάνιας που, κόντρα σε στερεότυπα και κατεστημένες αξίες, υψώνει ανάστημα. Περί γυναικείας επαναστατικότητας πρόκειται και στο «Papicha» της Μούνια Μεντούρ. Στη σπαρασσόμενη από εμφύλιο πόλεμο Αλγερία του 1997, κάποιες γυναίκες αρνούνται να αποδεχθούν τις απαγορεύσεις των ισλαμιστών φονταμενταλιστών, που θέλουν να επιβάλλουν ένα θεοκρατικό καθεστώς, πληρώνοντας βαρύ τίμημα. Μία εξ αυτών, η φοιτήτρια Παπίσα του τίτλου, η οποία λατρεύει τη μόδα, θα πείσει τις συμφοιτήτριες 13τήτριές της να διοργανώσουν μια επίδειξη, για να αντιταχθούν σε εκείνους που θέλουν να ελέγχουν τις ζωές τους. Βλέπουμε και εδώ τον τρόπο με τον οποίο μια γιορτή (της μόδας συγκεκριμένα) μπορεί να αποτελέσει πράξη εξέγερσης υπό ορισμένες συνθήκες. Γιορτή και ανυπακοή σ’ έναν θλιβερό κόσμο είναι ένα και το αυτό.
Το γιορτινό παιχνίδι της ζωής
Η γιορτή είναι, όμως, και χαρούμενη επιμονή. Και παιχνίδι. Και άρνηση να το βάλεις κάτω παρά τις όποιες δυσκολίες. Όπως κάνει η περιπλανώμενη ομάδα τραγουδιστών όπερας στο «To Live to Sing» του Τζόνι Μα. Μια παρέα συναδέλφων, μια οικογένεια (κυριολεκτικά και μεταφορικά), ένα τσούρμο ανθρώπων που αντιλαμβάνονται τη ζωή ως ένα διαρκές ερέθισμα για τραγούδι, είτε θλιμμένο είτε χαρούμενο. Ανάλογα με την περίσταση. Η πραγματικότητα μπορεί να είναι γκρίζα, τα θαύματα περιορισμένα και οι ματαιώσεις να περιμένουν στη γωνία του δρόμου, αλλά η γιορτή παραμένει ο καλύτερος τρόπος να προχωρήσεις. Όταν την κάνεις τραγουδώντας, η διαδρομή γίνεται πιο ευχάριστη.Στο «La Belle Époque» του Νικολά Μπεντό, μια εταιρεία έχει αναλάβει να προσφέρει στους πλούσιους πελάτες της μια πολύ εκλεπτυσμένη και πρωτότυπη μορφή απόδρασης από τον κόσμο: τους μεταφέρει στην εποχή της επιλογής τους, κυριολεκτικά, αναπαριστώντας τη με σκηνικά και ηθοποιούς που ερμηνεύουν ανθρώπους από την εκάστοτε ιστορική περίοδο. Αυτή η παραβολή για τον τρόπο λειτουργίας της κινηματογραφικής ψευδαίσθησης κάνει ακόμα πιο ξεκάθαρη την αρχική μας διαίσθηση: το σινεμά είναι μια γιορτή μέσω της οποίας αρνούμαστε τους περιορισμούς της πραγματικότητας και αγκαλιάζουμε την επιθυμία μας, σε όλη της την έκταση. Η αποχαλινωμένη φαντασία που διακηρύσσει την ελευθερία της είναι ήδη, άλλωστε, μια χαρούμενη φιέστα.
Η μελαγχολία μετά το… «πάρτι»
Φέτος στο Φεστιβάλ θα δούμε πολλούς και διάφορους τρόπους με τους οποίους η γιορτή βρίσκει τη θέση της μέσα στον κόσμο, ακόμα κι απ’ τους πιο αναπάντεχους δρόμους. Είναι η Juliette, της ομώνυμης ταινίας, που γιορτάζει τη διαφορετικότητά της, ξεφορτώνεται τα θλιβερά στερεότυπα και αντιμετωπίζει τη ζωή σαν ένα ξέφρενο πάρτι, στο οποίο είναι πάντα το τιμώμενο πρόσωπο. Είναι και η ιδιοφυής μέθοδος με την οποία αποφάσισε ο σκηνοθέτης του πρωτοποριακού «Just Don’t Think I‘ll Scream», Φρανκ Μποβέ, να γιορτάσει την αγάπη του στο σινεμά: ενώνοντας αναρίθμητα καρέ άλλων ταινιών προκειμένου να επενδύσει οπτικά τον εξομολογητικό του μονόλογο. Στο «Invisible», του Ιγκνάς Ζονίνας, ο πρώην χορευτής Τζόνας θα ξαναρχίσει να χορεύει, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία, αλλά θα διαπιστώσει ότι η γιορτή της ζωής καμιά φορά δημιουργεί… «χορογραφίες» πολύ πιο δύσκολες από εκείνες που είναι σε θέση να εκτελέσει. Και η Λάρα, της ομώνυμης ταινίας του Γιαν Όλε Γκέρστερ, η οποία θα περάσει τα 60στά της γενέθλια μέσα σ’ ένα κλίμα ελάχιστα εορταστικό, αντιμετωπίζοντας την απόρριψη από τον γιο της, ή οι τραγικοί γονείς του «Koko-di Kokoda» του Γιοχάνες Ναι Χολμ, που χάνουν την κόρη τους ανήμερα των όγδοων γενεθλίων της, δεν μπορεί κανείς να πει ότι γνωρίζουν τις ευχάριστες όψεις της γιορτής. Όμως το σινεμά υπάρχει για να μας υπενθυμίζει ότι το μεγάλο πάρτι της ζωής πολύ συχνά έχει τρομερή κατάληξη. Είναι λόγος αυτός για να πάψουμε να την τραγουδάμε και να τη γιορτάζουμε; Όχι. Η διπλή γιορτή που παίρνει υπόσταση στο 60ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης επιδιώκει κυρίως μια σύνθεση αυτών των δύο εκ πρώτης όψεως αρχετυπικών αντιθέτων: της χαράς και της λύπης. Διότι η γιορτή, ας μην το ξεχνάμε, είναι πρωτίστως σύνθεση και σύνδεση: με το βαθύτερο, γλυκόπικρο είναι μας και με τους άλλους.