του Θοδωρή Δημητρόπουλου
Πώς είναι να «Μεγαλώνεις στα ‘80s»; Το 60ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης απαντά με ένα αλλιώτικο αφιέρωμα, που επιμελήθηκε ο The Boy. Οι ταινίες είναι διαλεγμένες μέσα από τα σπλάχνα μιας δεκαετίας που έχει γίνει αντικείμενο κοροϊδίας, λατρείας και νοσταλγίας (ή και όλων αυτών μαζί) στο πέρασμα των χρόνων. Ποια είναι όμως η κρυφή γοητεία που συνεχίζει να μας τραβά πίσω σε αυτήν, όσο κι αν απομακρυνθούμε χρονικά και αισθητικά; Και γιατί χρειάζεται να αντικρίσουμε το σκοτάδι για να φτάσουμε στην καρδιά της αλήθειας; Μπαίνουμε στην DeLorean του Ντοκ Μπράουν για ένα απαραίτητο ταξίδι στον χρόνο, περνώντας από τα αμερικάνικα ‘50s με τελικό προορισμό τη Θεσσαλονίκη του 2019.
Το 1985 στο «Επιστροφή στο μέλλον» ο Μάρτι ΜακΦλάι ταξίδεψε στον χρόνο. Όχι σε κάποια τυχαία χρονική περίοδο, αλλά στα μέσα των ‘50s. Ένας ενθουσιώδης νέος ήρωας-έμβλημα της μαζικής ποπ κουλτούρας της εποχής θα μπορούσε να είχε σταλεί από τους κινηματογραφικους θεούς σε όποια χρονική στιγμή ήταν δυνατόν, αλλά ο Ρόμπερτ Ζεμέκις τον έστειλε ακριβώς τρεις δεκαετίες νωρίτερα, να γίνει ένα με τη μόδα των ‘50s, να δειπνήσει στα χαρακτηριστικά diners της εποχής, να ακούσει τη μουσική, να ζωντανέψει ξανά την Αμερική που τα ‘80s νοσταλγούσαν.
Ο Μάρτι δεν ήταν ο μόνος. Σειρές της περιόδου όπως το «Happy Days» και ταινίες όπως το «Grease» έστηναν γέφυρα με το παρελθόν ή, για την ακρίβεια, με μια ιδεολογικά παροπλισμένη, γυαλισμένη εκδοχή του. Στην οικονομικά και κοινωνικά ζορισμένη ριγκανική περίοδο, η απόδραση έμοιαζε να παίρνει μορφή αυστηρά νοσταλγική, τουλάχιστον όπως εκφραζόταν από τα δημοφιλή έργα της εποχής. Αυτό το ταξίδι σε μια εποχή που πρακτικά δεν υπήρξε ποτέ μπορεί να εξηγηθεί με όρους οικονομικούς (η γενιά που θυμάται την εκάστοτε εποχή έχει μεγαλώσει αρκετά μετά από 20-30 χρόνια ώστε να παράγει έργα γλυκερής νοσταλγίας γι’ αυτήν, αλλά και να έχει την οικονομική άνεση να ξοδέψει γι’ αυτά τα προϊόντα) όσο και κοινωνικούς: Στο βιβλίο Back to Our Future ο Ντέιβιντ Σιρότα εξηγεί πως το πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης στα ‘80s ήταν ένας πόλεμος ανάμεσα σε μια εξιδανίκευση των ‘50s υιοθετημένη από τον Ρίγκαν και στην ηθική δυσφήμιση των ‘60s που οι Δημοκρατικοί αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν και πάνω στην οποία να χτίσουν.
Η κουλτούρα μοιάζει να ακολουθεί τα βήματα του ίδιου του Μάρτι ΜακΦλάι: Αν ο Μάρ-τι ήταν ήρωας των 2010s, θα είχε ταξιδέψει στα μέσα των ‘80s με τη σειρά του. Οι συνθήκες δεν είναι ανόμοιες. Το πολιτικό καθεστώς μοιάζει ξανά αποκαρδιωτικό. Οι ιδεολογικοί πόλεμοι γίνονται ξανά ανάμεσα σε μια πλευρά που εξιδανικεύει ένα καθαρό παρελθόν που δεν υπήρξε ποτέ και σε μια προοδευτική ουτοπία που παρουσιάζεται ως μπαμπούλας από τη συντηρητική πλευρά. Κι εμείς, η (ποπ) κουλτούρα μας, η αισθητική, οι αναφορές μας, ταξιδεύουν ξανά τρεις δεκαετίες πίσω.
Υπήρξε ένα καλοκαίρι πριν από λίγα χρόνια, στα μέσα των 2010s, που το μεγαλύτερο φαινόμενο στην τηλεόραση ήταν το ‘80s mash-up «Stranger Things» και ο πόλεμος της κουλτούρας μαινόταν με αφορμή ένα νέο «Ghostbusters», προϋποθέτοντας την ιερή αγνότητα του ορίτζιναλ αντικειμένου, των ‘80s φυσικά. Το θαυμάσιο «San Junipero» επεισόδιο του «Black Mirror» προσδιόριζε τα ‘80s ως την τοποθεσία του virtual παραδείσου, το μέρος κοίμησης της συνείδησής μας στο τέλος της (προσωπικής) Ιστορίας. Η επιτυχία του νέου «It», η γέννηση της εποχής των υπολογιστών στο «Halt and Catch Fire», οι ‘80s επιρροές στα ποπ τσαρτς, η αναθέρμανση της ρωσικής απειλής στο «Americans»: Κάθε τι καινούργιο ήταν ξανά παλιό.
Ξανά
Πράγματι, η αυτούσια επιστροφή ενός ολόκληρου κομματιού του παρελθόντος δεν ήταν κάτι νέο, όμως πλέον συμβαίνει πιο εκκωφαντικά, με νέα τεχνολογικά εργαλεία. «Τώρα που έχουμε άμεση παγκόσμια πρόσβαση σε κάθε παλιά εικόνα και καταγεγραμμένο ήχο, το μέλλον έχει φτάσει και αφορά μόνο το όνειρο του παρελθόντος», γράφει ο Κερτ Άντερσον στο Vanity Fair στο άρθρο «You Say You Want a Devolution?». Όμως αξίζει πάντα να κοιτάμε πίσω από την κουρτίνα.
Όπως στα αληθινά ‘80s κάτω από τον μανδύα του συντηρητισμού φυτεύονταν οι πρώτοι καρποί που γέννησαν τους αγώνες και την πρόοδο που ακολούθησε σ’ ένα σωρό τομείς (από κοινωνικό ακτιβισμό μέχρι μουσικές καινοτομίες), έτσι και η ποπ κουλτούρα στα περιθωρια της –ή όχι και τόσο περιθώρια– πάντα έβρισκε μια έλξη προς τη βαθύτερη, συχνά σκοτεινότερη, πιο περίπλοκη αλήθεια.Τα ‘80s πάντα κουβαλούσαν ένα στίγμα, μια παρεξήγηση.
Η πολύχρωμη καμπ διάστασή τους πάντα αποτελούσε την εντυπωσιακή βιτρίνα που δεν γίνεται να μην προσέξεις, με χαρα-κτηριστικά κουρέματα, synth ηχητική αισθητική, τους εμβληματικούς ήρωες και τις ηρωίδες του Τζον Χιουζ, τη γέννηση του στουντιακού συστήματος όπως λίγο-πολύ το αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Αλλά πίσω από το σκηνικό λάμβανε χώρα μια μάχη για την ψυχή της κοινωνίας, ακριβώς όπως συμβαίνει με τις κοινωνικές τάσεις που περιγράψαμε παραπάνω.Υπάρχει τρομερή ευαισθησία αλλά και σκληρή συνειδητοποίηση, που αναζητούσε τρόπο και χώρο έκφρασης. Στο σπουδαίο «River’s Edge» του Τιμ Χάντερ, οι έφηβοι ήρωες μοιάζουν να βιώνουν την κοινωνική πραγματικότητα με διαφορετικούς όρους, υπογραμμίζοντας το πώς το σκοτάδι, οι ανησυχίες, τα άγχη πάντα θα βρίσκουν τρόπο να εκρήγνυνται.
Στο φιλμ, ένα αγόρι δολοφονεί την κοπέλα του και μαζί με τους φίλους του κοιτάζουν το πτώμα της, διερωτώμενοι ποια πρέπει να είναι η ηθική τους στάση. Το ότι η ταινία βασίζεται σε πραγματικό περιστατικό είναι απλώς το επιστέγασμα.Το «River’s Edge» δίνει τον τόνο για το αφιέρωμα «Μεγαλώνοντας στα ‘80s» που επιμελείται για το 60ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ο The Boy, μια συλλογή σκοτεινών ονείρων από την άλλη πλευρά των ‘80s. Ο Τζον Χιουζ και οι χρωματιστοί του χαρακτήρες μπορεί να προσέφεραν μια τρυφερή ταξική ματιά στο εφηβικό σινεμά καθορίζοντάς το μια για πάντα, αλλά το 1980 στο «Foxes» ο Άντριαν Λιν βλέπει τις ηρωίδες του ακόμα πιο ριζοσπαστικά, καθώς αναζητούν την ανεξαρτησία μέσα από κάθε λογής απαγορευμένο –από την αυστηρά, κλινικά καθορισμένη κοινωνική οριοθέτηση– καρπό, σε μια ιστορία ενηλικίωσης κοφτερή και αιχμηρά ανθρώπινη.
Στα σκοτεινά αυτά, υπόγεια ‘80s μέχρι και την άλλη πλευρά της Disney μπορούσες να εντοπισεις, αν έψαχνες αρκετά. Μοιάζει απλά αδιανόητο βάσει της σημερινής δημιουργικά μονότονης παντοκρατορίας της, αλλά το 1985 το στούντιο κυκλοφόρησε το «Return to Oz» με τη Φαϊρούζα Μπαλκ, μια θεοσκότεινη συνέχεια του κλασικού παραμυθιού στην οποία η Ντόροθι επιστρέφει στο Οζ για να το βρει ξανά κυριευμένο. Μια ταινία που η κριτική της εποχής, αμήχανη, υπο-δέχθηκε μην ξέροντας τι να την κάνει, χαρακτηρίζοντάς την «creepy», υποστηρίζοντας πως «τα παιδιά θα ταραχθούν από την ψυχρότητα» και περιγράφοντας πως «οι φίλοι της Ντόροθι είναι εξίσου παράξενοι με τους εχθρούς της».Αλλού, η εγκατάλειψη και η ιδέα της οικογένειας θα τεθεί υπό το μικροσκόπιο του Βίνσεντ Γουόρντ στο «Vigil» του 1984, ενώ σύμβολα όσο παγκόσμια και σαφή όσο τα Χριστούγεννα και ο Άγιος Βασίλης θα ανατραπούν αιματηρά στο φονικό «Christmas Evil» του Λούις Τζάκσον από το 1980.
Εφιάλτες ουσιαστικής αντίδρασης και βαθιάς ενδοσκοπικής ανάγκης, αυτή η συλλογή φιλμ είναι μόνο ένα δείγμα των ‘80s που κρύβονταν πίσω από την τουριστική μαρκίζα.«Οι μισοί θέλουν να ξεχάσουν για πάντα ότι υπήρξε και οι άλλοι μισοί να επιστρέψουν σε αυτήν και να τη ζούνε μέχρι το τέλος της ζωής τους ξανά και ξανά σαν μια Δεκαετία της Μαρμότας», λέει ο The Boy για τα ‘80s, διερωτώμενος: «Πώς ξεκινάς σαν το πιο όμορφο όνειρο και καταλήγεις στον χειρότερο εφιάλτη;».
Στην εναρκτήρια σεκάνς του «Blue Velvet» του Ντέιβιντ Λιντς, την καθοριστική –αν υπάρχει κάποια– ταινία αιχμηρής, ονειρικής αποδόμησης του καθαρού, αποπολιτικοποιημένου ονείρου των ‘80s, o ουρανός είναι καταγάλανος, μπροστά στους λευκούς φράχτες τα λουλούδια είναι ανθισμένα και οι περαστικοί χαιρετούν με ζωγραφισμένο χαμόγελο στο πρόσωπο στα ειρηνικά προάστια. Η κάμερα ζουμάρει στο φρεσκοποτισμένο χορτάρι. H μελωδία του «Blue Velvet» (γραμμένη, διόλου συμπτωματικά, στα ‘50s) μας συνοδεύει καθώς το κάδρο κυριεύεται από έναν αόρατο στο γυμνό μάτι σκοτεινό πόλεμο. Πάντα έτσι είναι. Σε κάθε εποχή. Ακόμα και στα πολύχρωμα ‘80s της σημερινής μας γλυκιάς νοσταλγίας.