TIFF58 – Στον ρυθμό του Φατίχ Ακίν

Του Γιάννη Σμοΐλη

Ο Φατίχ Ακίν, φίλος του φεστιβάλ και αγαπημένος του ελληνικού κοινού εμπιστεύεται στο 58ο Φεστιβάλ τη νέα του ταινία, το ψυχολογικό θρίλερ «In the Fade». Η πρωταγωνίστριά του Νταιάν Κρούγκερ -στο ρόλο μιας γυναίκας που εκδικείται το θάνατο της οικογένειάς της- κέρδισε το βραβείο Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας στο πρόσφατο Φεστιβάλ Καννών.

Υπάρχουν ορισμένοι σκηνοθέτες που, ανεξάρτητα απ’ την ποικιλία των πολιτικών, κοινωνικών, αισθητικών, ψυχολογικών και υπαρξιακών προεκτάσεων του συνολικού έργου τους, δείχνουν μια αξιοσημείωτη προσήλωση στον παράγοντα εκείνον που κάνει όλα τ’ άλλα να υπάρχουν: τον άνθρωπο. Ένας τέτοιος σκηνοθέτης είναι ο Φατίχ Ακίν. Μπερδεμένοι καθώς είμαστε στον κυκεώνα τον ερεθισμάτων που δεχόμαστε καθημερινά και στους χείμαρρους της πληροφορίας, τείνουμε να ξεχνάμε ότι πριν και πάνω απ’ όλα, ο άνθρωπος είναι εκείνο το μη αναγώγιμο στους ποικίλους προσδιορισμούς του, στοιχείο, που ανατρέπει όλους τους συσχετισμούς δυνάμεων και -σε ιδανικές στιγμές- βγάζει άχρηστες όλες τις τελεολογίες. Ο τουρκικής καταγωγής δημιουργός, έμοιαζε εξ αρχής ταγμένος στην ανάδειξη αυτής της εξαιρετικά σημαντικής λεπτομέρειας του ανθρώπινου γίγνεσθαι που είναι η Ελευθερία. Γιατί ενδιαφέρει τόσο τον Φατίχ Ακίν η ελευθερία; Προφανώς, επειδή αν θέλεις να κάνεις πολιτικό σινεμά (και το δικό του είναι αναμφίβολα τέτοιο), δεν γίνεται να αγνοήσεις τούτο το μεγάλο, τρομακτικό προνόμιο του είδους μας.

Στις ταινίες του Ακίν, υπάρχει ένα κομβικό ζητούμενο: να εντοπιστεί το κρυφό, οικουμενικό κέντρο, αυτό που, αν αφαιρέσουμε μία προς μία τις πτυχές και τα αλλεπάλληλα στρώματα πολιτιστικών, γεωγραφικών, εθνοτικών και θρησκευτικών διαφορών που μας χωρίζουν, θα εμφανιστεί ως μύχια ουσία μας. Η σύγκρουση των πολιτισμών, των τάξεων, των φυλών, απαντάται ως βασικό θέμα των ταινιών του, όχι για να δειχθούν τα αξεπέραστα εμπόδια αλλά για να γίνει σαφές τι πρέπει (και μπορούμε) να υπερβούμε, προκειμένου να πλησιάσουμε τους άλλους. Είναι ρομαντική κι ονειροπόλα αυτή η προσέγγιση; Θα ήταν, αν ο Ακίν αρεσκόταν στις αισιόδοξες ρητορείες και τα χαρωπά συμπεράσματα. Ποτέ δεν μας είπε ότι είναι εύκολο. Ακόμα κι ο έρωτας (τον οποίο το Χόλιγουντ μας έχει μάθει να αντιμετωπίζουμε ως κλειδί-πασπαρτού που ανοίγει τις μανταλωμένες πόρτες της απόστασης που μας χωρίζει), δεν προτείνεται ως απόλυτη λύση και διέξοδος, αλλά ως ένα ακόμα πρόβλημα. Διότι κι ο τρόπος που ερωτευόμαστε, είναι κι αυτός αυστηρά καθορισμένος απ’ την “γεγονότητά” μας -όπως έγραφαν οι υπαρξιστές-, απ’ την αβυσσαλέα τυχαιότητα δηλαδή της ιστορικής μας κατάστασης. Πάνω από πόσα πράγματα πρέπει να ανέλθουμε για να είμαστε μαζί; Να τι βασανίζει τον Ακίν.

Ο Ακίν δοξολογεί το πάθος σε όλες τις εκφάνσεις του. Οι χαρακτήρες του δεν έχουν τίποτα το καλόβολο και ακίνδυνο, δεν είναι προσηνείς, φιλήσυχοι και σώφρονες. Είναι πυρετικά σώματα και πυρακτωμένες ψυχές, σε μια θυελλώδη τροχιά αναμέτρησης με το πεπρωμένο τους. Καίτοι ελεύθεροι μέχρι κεραίας, δείχνουν ταυτόχρονα αλυσοδεμένοι στο άρμα της μοίρας το οποίο σέρνουν τα αφηνιασμένα άλογα των επιθυμιών τους. Παρατηρώντας τους ήρωες του Ακίν, παίρνουμε μια ιδέα και για τη φιλοσοφία του: προφανώς και θα ήταν πλάνη, μας λέει, να αρνηθούμε ότι υπάρχουν δυνάμεις ανώτερες, έξω και πέρα απ’ τον έλεγχό μας, που μας κατευθύνουν, που οιστρηλατούν τον βίο και τις πράξεις μας, αλλά αυτόματα δεν είμαστε, οι αποφάσεις είναι δικές μας. Η ζωή, ο κόσμος, η κοινωνία, θέτουν τις ερωτήσεις, θέτουν ακόμα και το πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να δοθούν οι απαντήσεις. Παρ’ όλα αυτά, οι απαντήσεις είναι ολόδικές μας. Κι είναι αυτές που δίνουν το στίγμα μας.

Οι πίνακες εντός των οποίων τοποθετεί αυτούς τους χαρακτήρες, είναι επίσης ζωγραφισμένοι στα χρώματα του πάθους. Γεμάτα από γεγονότα, μικρά και μεγάλα, γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στον εξωτερικό κόσμο και γεγονότα ψυχικά, γεγονότα υλικά και άυλα. Μια φιλμογραφία-χοάνη συμβάντων και προσώπων, όπου μέσα της γιορτάζει, δονείται και σφαδάζει (συχνά, ταυτόχρονα) η συλλογική ψυχή της ανθρωπότητας. Έχουμε κάθε λόγο να μιλάμε για εξπρεσιονιστικό σινεμά, με την έννοια ότι ο Ακίν δεν ενδιαφέρεται να εξάγει περισπούδαστα, ηθικά ή κοινωνιολογικά, επιμύθια απ’ το μυθιστορηματικό, αλλά και βαθιά ρεαλιστικό, σύμπαν που συλλαμβάνει ο φακός του, αλλά να δημιουργήσει μια αισθητική συγκίνηση απ’ το ίδιο το αντικείμενο της παρατήρησης. Που, κάτω απ’ τις ποικίλες φορεσιές του, είναι πάντα το ίδιο: ο φρενιασμένος χορός του ανθρώπου με την επιθυμία, τη μοίρα, την ελευθερία και τον θάνατο.

Το προσωπικό και το οικουμενικό, στην αναπόδραστη συμπόρευσή τους, διασχίζουν από άκρη σε άκρη τις ταινίες του Φατίχ Ακίν. Και είναι τέτοιος ο τρόπος που διαπλέκονται, τόσο συνεκτική η δραματουργική δομή που τα εμπεριέχει, που καθίσταται τρομακτικά δύσκολο να αποφασίσει κανείς αν ο Ακίν ομνύει στον διαλεκτικό υλισμό ή στην υπαρξιστική βουλησιαρχία. Από τη μια μεριά, τοποθετεί τους περίπλοκους κοινωνικοπολιτικούς παράγοντες που διαμορφώνουν την δράση μας στο νοηματικό κέντρο του κάδρου (όπως το κάνει, άλλωστε, κι η ίδια η ζωή μας), κι από την άλλη αποικίζει τις μεγαλοπρεπώς αρχιτεκτονημένες, ντετερμινιστικές κατασκευές του, με χαρακτήρες που συχνά πράττουν κόντρα στο “αντικειμενικό” συμφέρον τους, τη λογική, τη σύνεση ακόμα και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, κατακυριευμένοι θαρρείς από ένα πνεύμα ανεξαρτησίας, τόσο ισχυρό, που είναι ικανό να τους γκρεμίσει στα τάρταρα ή να τους ανυψώσει στους ουρανούς, ή και τα δύο, κι όχι απαραίτητα μ’ αυτή τη σειρά. Όπως είπαμε, πριν και πάνω απ’ όλα, για τον Ακίν υπάρχει ο άνθρωπος, αυτή η αχαρτογράφητη περιοχή όπου ανθούν τα πάθη και φυσάει διαρκώς ο αέρας του αναπάντεχου.

Κι αν αγαπάει τους χαρακτήρες του, ο Ακίν, αυτό δε σημαίνει ότι δεν θα τους βασανίσει. Πιστεύοντας ίσως ότι υπό συνθήκες ακραίας πίεσης, είναι που αναβλύζει ό,τι πιο ανθρώπινο (κι αυτό δεν σημαίνει, απαραίτητα, ό,τι “καλύτερο“), έχει μέσα του ο άνθρωπος, ο σκηνοθέτης επιλέγει, στην πλειοψηφία των ταινιών του, να θέσει τους ήρωές του αντιμέτωπους με σκληρές ηθικές και πρακτικές δοκιμασίες. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να διαπιστώσουμε ποιοι πραγματικά είμαστε, απ’ το να βρεθούμε στο χείλος του γκρεμού. Ο Φατίχ Ακίν, διαρκώς σπρώχνει τους χαρακτήρες του εκεί, και τους αφήνει να κρέμονται πάνω απ’ την άβυσσο, περιμένοντας κι ο ίδιος να μάθει τι θα ανακαλύψουν κοιτώντας στα βάθη της. Τίποτα το υπερβολικό, όμως, σ’ όλο αυτό. Κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει ότι “τραβάει απ’ τα μαλλιά” τις καταστάσεις ή πως εφευρίσκει φτηνά σεναριακά κόλπα ώστε να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή. Αυτό που γοητεύει απεριόριστα στις ταινίες του, είναι το επιτυχημένο πάντρεμα του οικείου, του αναγνωρίσιμου απ’ την καθημερινή εμπειρία, με το ανοίκειο μιας ακραίας περίπτωσης. Ακόμα κι όταν ιχνηλατεί τα σκοτάδια της ανθρώπινης φύσης, ο Ακίν δίνει την αίσθηση πως γίνεται μάρτυρας μιας αλληλουχίας πράξεων που, υπό ορισμένες συνθήκες, θα έδιναν αυτό το αποτέλεσμα κάπου πολύ κοντά μας. Ίσως, ακόμα κι εμείς οι ίδιοι να φτάναμε στα σημεία που φτάνουν οι ήρωές του. Καμιά απόσταση ασφαλείας, κανένα αξεπέραστο όριο δεν μας χωρίζει απ’ το δράμα τους. Μονάχα η γεγονότητα, το ότι εμείς ενδέχεται να γεννηθήκαμε απ’ την άλλη πλευρά του “τοίχου“.

Και πάλι, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το θεμελιακό ζήτημα της πολιτισμικής/ταξικής/εθνικής διαφοράς. Ίσως ο ίδιος ο “διχασμός” του Φατίχ Ακίν μεταξύ Δύσης και Ανατολής (ο ίδιος γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αμβούργο, οι γονείς του όμως είναι Τούρκοι), να του προσέφερε απ’ την αρχή το βασικό θέμα που έμελλε αργότερα να επεξεργαστεί ενδελεχώς μέσα απ’ τις εκρηκτικές ταινίες του. Η Ανατολή μιλάει μέσα του γρήγορα, έντονα, ακατάληπτα ίσως, τη γλώσσα του πάθους, αφηγείται την περιπέτεια της ψυχής που καλείται να υποταχθεί στις απαιτήσεις του νου, κι όλο επαναστατεί, όλο φλερτάρει με την επιστροφή σε μια ζωώδικη ανευθυνότητα. Η Δύση, τον μαγνητίζει με την ηρεμία της εννοιολογικής της σιγουριάς, με τη σαφήνεια και τη μετρημένη αποτελεσματικότητα του κρύου αίματος και του θερμού στοχασμού. Γι΄ αυτό τον λόγο, οι αποχαλινωμένες φιγούρες οι οποίες στοιχειώνουν τα έργα του, οι τόσο φυσικές, δημιουργούν μια αντίστιξη με το αυτοκυριαρχημένο (αν και, συχνά, παραπλανητικά “διονυσιακό“) σκηνοθετικό ύφος που αφηγείται τα πάθη τους. Η καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία του Φατίχ Ακίν, μας ταιριάζει. Αισθανόμαστε κι εμείς, ως λαός, αυτή τη μάχη Ανατολής και Δύσης, να μαίνεται εντός μας, διαρκώς.

«Βαθιά, κοφτά, ανθρώπινα», «Η Ιουλία τον Αύγουστο», «Μαζί ποτέ», «Η άκρη του ουρανού», «Soul Kitchen», «Ο παράδεισος δεν είναι εδώ», «Η μαχαιριά», «Βερολίνο, αντίο», μια φιλμογραφία-κόσμημα γεμάτη απ’ το σφιχταγκάλιασμα του ατομικού και του συλλογικού, της μοναδικής ύπαρξης και της Ιστορίας, της αναπόδραστης νομοτέλειας και της ελευθερίας, του έρωτα και της πολιτικής, της απελπισίας και του αγώνα. Στη λέξη, “αγώνας“, ίσως και να κρύβεται το κλειδί για την κατανόηση αυτού στο οποίο επιχειρεί να εστιάσει ο Φατίχ Ακίν με την τέχνη του. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, απ’ το μικροκοσμικό μιας δυσλειτουργικής αισθηματικής σχέσης που εμπλέκει δύο ανθρώπους, μέχρι το μακροκοσμικό μιας ιστορικής κατάστασης που εμπλέκει χιλιάδες, το κύριο είναι ο αγώνας, η προσπάθεια για λίγη ευτυχία ή μια κάποια αίσθηση δικαίωσης. Πέρα απ’ όλα εκείνα που μας χωρίζουν (και είναι πολλά), αν υπάρχει κάτι που μας ενώνει, είναι αυτή η ιερή προσπάθεια να ζήσουμε. Κόντρα σε όλα τα εμπόδια, λαχανιαστά, με ξεροκέφαλο πείσμα, αυτοσχεδιάζοντας, συχνά χωρίς πολλές ελπίδες ή πιθανότητες, αυτός ο αγώνας είναι τελικά το κοινό μας κέντρο, εκεί συναντιόμαστε. Κι αν μάθουμε να αναγνωρίζουμε τα σημάδια του αγώνα και στα πρόσωπα των άλλων, όποιοι κι αν είναι αυτοί, απ’ όπου κι αν ξεκινούν, αν καταφέρουμε να σεβαστούμε (ίσως και να αγαπήσουμε) την προσπάθειά τους, τότε μπορεί και να ρίξουμε κάποτε τους “τοίχους“.

Thessaloniki International Film Festival