του Γιάννη Σμοϊλη
Δύο άνδρες καταφθάνουν σ’ ένα έρημο νησί για να δουλέψουν στον φάρο του. Ο ένας είναι ηλικιωμένος, ο άλλος νεαρός. Ο ηλικιωμένος άνδρας θεωρεί ότι έχει το αποκλειστικό προνόμιο να χειρίζεται το φως τη νύχτα, όταν είναι πολύτιμο και ζωτικής σημασίας για τους ναυτικούς -τη χαμαλοδουλειά την αφήνει στον πιτσιρίκο. Τον κακομεταχειρίζεται, τον βρίζει, τον φέρνει στα όρια των σωματικών και ψυχικών αντοχών του. Διότι, ως πρεσβύτερος και με μεγαλύτερη εμπειρία στη δουλειά, θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο. Μόνο εκείνος θα έχει πρόσβαση στον τελευταίο όροφο, στον θάλαμο του φωτός, ο άλλος θα πρέπει να ασχολείται με τα υπόγεια και τα χαμηλά πατώματα όσο κι αν ποθεί να βρεθεί έστω και για λίγο σ’ αυτό το “ιερό” δωμάτιο. Ο “μικρός” θα πρέπει να μοχθήσει για να κερδίσει την εύνοια του “μεγάλου” και με επίκεντρο αυτό τον μόχθο θα αναπτύσσεται το φιλμ στο πρώτο του μέρος. Ο νέος θα υπομένει κι ο γέρος θα το γλεντάει (όπως μπορεί κανείς να γλεντήσει όντας απομονωμένος σ’ έναν έρημο ξερόβραχο: μεθώντας μέχρι αποκτήνωσης). Σύντομα, όμως, τα πράγματα θα αλλάξουν.
Το “The Lighthouse”, επιβεβαιώνει τον Robert Eggers ως έναν σκηνοθέτη που πρέπει να υπολογίζουμε στα σοβαρά. Με το “The Witch” έδωσε εντυπωσιακά διαπιστευτήρια, φυσικά, αλλά στο δεύτερο φιλμ του, αναγνωρίζω αυτό που περισσότερο με ενδιαφέρει -και εκτιμώ- σ’ έναν κινηματογραφικό δημιουργό: ενότητα αισθητικού και ιδεολογικού οράματος. Ως προς τη φόρμα, έχουμε να κάνουμε μ’ έναν ακραιφνή στυλίστα, μ’ έναν εικαστικό του σινεμά.
Αυτοί οι τύποι, το παραδέχομαι, κερδίζουν εύκολα τη συμπάθειά μου. Όταν, όμως, έχουν και ένα οπλοστάσιο ιδεών κρυμμένο πίσω απ’ τις φίνες οπτικές τους συνθέσεις, κερδίζουν τον θαυμασμό μου. Ο Eggers είναι τέτοια περίπτωση. Το “The Witch”, πέρα απ’ την αισθητική του αρτιότητα, ήταν ένα στοχαστικό φιλμ για την Εξουσία. Πιο συγκεκριμένα για τη θέση της γυναίκας σ’ έναν αυταρχικό, πατριαρχικό κόσμο που δαιμονοποιεί αυτό που δεν καταλαβαίνει (τη γυναικεία φύση εν προκειμένω).
Βρήκα, ας πούμε, εκατό φορές πιο ουσιαστικό στον φεμινισμό του αυτό το έργο, από το μελοδραματικά σχηματικό και αφελώς μανιχαϊστικό -παρά την απαράμιλλη σκηνοθετική σκευή του- “Roma”. Το “The Lighthouse” καταπιάνεται ξανά με το πρόβλημα της Εξουσίας, αλλά μ’ έναν τρόπο πολύ πιο σύνθετο και υποδόριο.
Εστιάζοντας αρχικά -με θαυμασία αφηγηματική αυστηρότητα- στο χθαμαλό της ανθρώπινης χειρωνακτικής εργασίας (οι σκηνές όπου ο Pattinson ανεβάζει ασήκωτα μεταλλικά βαρέλια στις σκάλες του φάρου, είναι ανατριχιαστικές), μ’ έναν τρόπο που παραπέμπει στον μεταφυσικό μινιμαλισμό ενός Μπέλα Ταρ, ο Eggers περνάει σταδιακά στις περιοχές μιας καφκικής συμβολικής που η πυκνότητά της συγκλονίζει. Οι δύο άνδρες εναλλάσσουν με αστραπιαία ταχύτητα και στη χρονική διάρκεια μιας μόνο εκπληκτικής σεκάνς, τα άπειρα προσωπεία της εξουσίας και αντίστασης, που βρίσκουμε διάσπαρτα στην κοινωνική αρένα. Μεταμορφώνονται διαρκώς, ανταλλάζουν ρόλους, οι συγκρουόμενες δυναμικές των σχέσεων εξουσίας (Νίτσε και Φουκώ διαρκώς παρόντες μέσα στο έργο) προκαλούν μια όσμωση ταυτοτήτων κι έναν ψυχεδελικό στροβιλισμό αποδόμησης της υποκειμενικότητας που προκαλεί ζάλη. Γίνονται αφεντικό και εργάτης, ανδρόγυνο που τσακώνεται, αξιωματικός και στρατιώτης, πατέρας και γιος, δήμιος και θύμα, ηγεμόνας και υποτελής, εναλλάξ και ταυτόχρονα.
Πάντα ο ένας εναντίον του άλλου, αφού δεν υπάρχει κανένας άλλος για να διαμορφώσει μια ψευδαίσθηση κοινότητας, αποτελούν οι δυο τους μια μικρή διχασμένη κοινωνία σπαρασσόμενη από αντιφάσεις, επιθετικότητα, καταπιεσμένη μνησικακία και φοβισμένη επιθυμία στοργής και τρυφερότητας (πολύ πιο σπάνια όμως). Είναι η πυρηνική οικογένεια (πατέρας, μητέρα και παιδί) και το αρχετυπικό κοινωνικό σχήμα. Γι’ αυτό θα αγωνιστούν μέχρις εσχάτων για την τελική επικράτηση. Μην έχετε ψευδαισθήσεις λέει ο Eggers: αυτό που ενώνει τους ανθρώπους είναι η επιθυμία κατίσχυσης και επιβολής, όχι η αγάπη. Όσο πιο κοντά τους φέρεις, τόσο μεγαλώνουν οι πιθανότητες να θελήσουν να αλληλοεξοντωθούν (έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Νταφόε έχει πρωταγωνιστήσει ξανά, και σχετικά πρόσφατα, σε έργο παρόμοιου, κατάμαυρα πεσιμιστικού, συμπεράσματος: στον “Αντίχριστο” του Λαρς Φον Τρίερ).
Ο Eggers, όπως θα διαπιστώσουν οι πιο παρατηρητικοί, δεν έχει καθόλου εγκαταλείψει την αντι-πατριαρχική σκοπιά απ’ την οποία αντικρίζει το κοινωνικό πρόβλημα. Τι άλλο είναι ο φάρος από ένα πελώριο φαλλικό σύμβολο, μια πέτρινη στύση που υψώνεται με σκοπό να διεισδύσει στο αιδοίο του ουρανού (όπως θα έγραφε ο Πύντσον); Ο χώρος όπου διαμένουν, εργάζονται, “διασκεδάζουν” οι ήρωες, είναι μια εμμονή: ο αγέρωχος ανδρισμός τους. Αρχικά ο “πατέρας” (και παράλληλα, όπως είπαμε, ο εργοδότης, το αφεντικό, ο αξιωματικός, ο ηγεμόνας, όλες αυτές οι μορφές της πρωταρχικής πατρικής εξουσίας, όπως μας έμαθε ο Φρόυντ κι όλη η σύγχρονη ψυχανάλυση), προσπαθεί να “ευνουχίσει” τον γιο, έπειτα ο γιος για να γίνει άντρας πρέπει να “σκοτώσει” τον πατέρα, όλο το παιχνίδι παίζεται γύρω απ’ το αιώνιο διακύβευμα της κατοχής του φαλλού. Τα πράγματα είναι αυτά που είναι, διότι οι άντρες επιμένουν να τα κάνουν μαντάρα, έτσι όπως δεν ξέρουν άλλο τρόπο να συνυπάρξουν πέρα απ’ τον ανταγωνισμό για το ποιος την έχει μεγαλύτερη, να τι μας λέει -σε αδρές γραμμές- το κομψοτέχνημα του Eggers.
Σε ό,τι αφορά το σημειολογικό κομμάτι της ταινίας, ο Αμερικανός έχει κάνει αδιανόητα πράγματα. Όποιος έχει όρεξη να ψάχνει για αναφορές και επιρροές, εδώ θα βρει τις καλύτερες : το “Άλογο του Τορίνο”, τον Λύντς του “Eraserhead”, τον Πόε, τον Ίψεν, τον Πίντερ, τον Μπέκετ (του “Περιμένοντας τον Γκοντό” αλλά και των “Ευτυχισμένων ημερών”), τον Κιούμπρικ (κυρίως της “Λάμψης” όμως), τον Πολάνσκι, την ελληνική μυθολογία, τον Γκόγια, κι όλα αυτά αφομοιωμένα από ένα θεσπέσιο κινηματογραφικό στυλ που γοητεύει το μάτι ενώ σπρώχνει διαρκώς το πνεύμα να αποκωδικοποιεί αινίγματα.
Οι συμβολισμοί του (πολιτικοί, θρησκευτικοί, υπαρξιακοί, ανθρωπολογικοί) λειτουργούν τέλεια, η γοτθική ατμόσφαιρα προκαλεί – όπως και στο “The Witch” – ανατριχίλα, οι Πάττινσον και Νταφόε είναι αμφότεροι ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟΙ, το κείμενο είναι λογοτεχνικά δουλεμένο με λεκτικό περφεξιονισμό που σπάνια συναντάμε πια στις ταινίες, η φωτογραφία ένα υπέροχο μπωντλαιρικό ποίημα φτιαγμένο από φως και σκοτάδι, γενικότερα όλο το “The Lighthouse” είναι μια συναρπαστική πρόκληση τόσο για το μυαλό όσο και για τις αισθήσεις.
Τέτοια έργα επιτρέπουν να ανακτούμε την πίστη μας στο αμερικανικό σινεμά και τους σκηνοθέτες που βγάζει. Μπορείτε να πλησιάσετε στην ακτή του άφοβα: το φως αυτού εδώ του “φάρου”, λάμπει πολύ έντονα.