Ψυχαναλύοντας το καλοκαιρινό blockbuster
Του Γιάννη Σμοΐλη, Πρώτο Πλάνο #295
Η γέννηση του καλοκαιρινού blockbuster, δεν σηματοδοτεί μόνο μια αλλαγή στις κινηματογραφικές μας συνήθειες, αλλά κυρίως μια υπόγεια αλλαγή στον τρόπο που η μαζική κουλτούρα αντιλαμβάνεται το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι. Έχουμε να κάνουμε με μια από τις πιο ηχηρές επεμβάσεις της καπιταλιστικής, παραγωγικής ηθικής, στον τομέα της τέχνης. Τεράστια χρηματικά ποσά επενδύονται για να προσελκύσουν μεγάλα κοινά. Αυτό που συμβαίνει με το καλοκαιρινό blockbuster, είναι ότι οι, περίπου «νεκροί» εμπορικά, καλοκαιρινοί μήνες, γίνονται οι πλέον προσοδοφόροι, γιατί πιάνουν τις μάζες «στον ύπνο»• εκείνη την περίοδο, που επίσημα οι άνθρωποι ξεκουράζονται, διαλέγουν οι παραγωγοί για να ρίξουν στην αγορά τα πιο ακριβά «παιχνίδια» τους.
Κοιμηθείτε γιατί χανόμαστε!
Τα καλοκαιρινά blockbuster, φαινομενικά, δεν ζητάνε πολλά απ’ τον θεατή, οφείλουν να συνοψίζουν σ’ ένα κινηματογραφικό δίωρο το νόημα των διακοπών του. Είναι κάπως όπως τα όνειρα κατά τη διάρκεια του ύπνου: κοιμόμαστε για να ξεκουραστούμε, αλλά ο εγκέφαλος μας συνεχίζει να εργάζεται• οι εικόνες τις οποίες χρησιμοποιεί το ασυνείδητο για να γεμίσουν τον ύπνο μας, οργανώνονται σε περίεργα αφηγηματικά σύνολα που λένε, επίσης, ιστορίες. Κάπως έτσι, πρέπει να σκεφτούμε και τη λειτουργία του καλοκαιρινού blockbuster. Σε πρώτο επίπεδο, βρίσκεται εκεί μόνο για να μπολιάσει την θερινή ραστώνη μας με εντυπωσιακές εικόνες, και για την κερδοφορία των παραγωγών. Αν κοιτάξουμε λίγο βαθύτερα, όμως, θα δούμε ότι κάτω απ’ αυτή την πολύχρωμη, διασκεδαστική επιφάνεια, κρύβονται πράγματα πολύ πιο ενδιαφέροντα. Το καλοκαίρι είναι για τις μάζες, ό,τι ο ύπνος για το άτομο: μια αφορμή για να αναδυθούν τα όνειρα, και μέσω αυτών οι απωθημένες αλήθειες, μέσα στην απέραντη περιπλοκότητά τους.
Ο καρχαρίας και το “απωθημένο”
Ας πάρουμε για παράδειγμα τα «Σαγόνια του Καρχαρία», την ταινία με την οποία γεννιέται επίσημα ο όρος, καλοκαιρινό blockbuster. Εκ πρώτης όψεως πρόκειται για ένα περιπετειώδες θρίλερ που άπτεται μιας οικείας, επίκαιρης συνθήκης, για να συνδυάσει το θέαμα, το σασπένς και μια πρωτότυπη κοινωνική αυτοαναφορικότητα –βλέπουμε επί της οθόνης, αυτό που (είμαστε υποχρεωμένοι να) κάνουμε τα καλοκαίρια. Όπως σ’ ένα όνειρο, που όλα βαίνουν καλώς μέχρι ένα εξωτερικό, μη αναγώγιμο στις «φυσιολογικές» παραστάσεις μας, στοιχείο, έρχεται να διαλύσει την ήρεμη ατμόσφαιρά του και να μας ταράξει, έτσι και στα «Σαγόνια…», η εμφάνιση του καρχαρία σηματοδοτεί για τους λουόμενους μια παρόμοια εισβολή και ανατροπή της κανονικότητάς τους. Με φροϋδικούς και λακανικούς όρους, θα λέγαμε πως πρόκειται για την «επιστροφή του απωθημένου». Αρκεί να δούμε προσεκτικά ποιο είναι το πλαίσιο: μια αμερικάνικη, καπιταλιστική γιορτή, με όλα τα εθνικά και οικονομικά συμπαρομαρτούντα της. Ο καρχαρίας, δεν είναι μόνο η άγρια φύση που έχει υποστεί την πιο ανήθικη εκμετάλλευση, κι η οποία επιστρέφει για να διεκδικήσει τα δικαιώματά της, είναι κι ο «ξένος» ο οποίος έχει αποκλειστεί απ’ τον καπιταλιστικό χώρο και, φυσικά, στα μάτια μιας υπερδύναμης όπως η Αμερική, δεν μπορεί παρά να φαντάζει τερατώδης και φονικός. Πρόκειται για κάτι ανάλογο μ’ αυτό που συμβαίνει στο αριστούργημα του Τζορτζ Ρομέρο, «Το Ξύπνημα των Νεκρών». Εκεί, η απειλούμενη προνομιούχα τάξη βρίσκει καταφύγιο σ’ ένα εμπορικό κέντρο: η καταναλωτική κοινωνία νιώθει ασφαλής, ευρισκόμενη ανάμεσα σε εμπορεύματα. Οι «άλλοι», οι φτωχοί, γίνονται σαρκοβόρα ζόμπι, που πολιορκούν τον περίκλειστο κόσμο των αστών, δηλαδή το πεδίο της αμέριμνης κατανάλωσης.
Η γέννηση ενός νέου θεσμού
Από το 1975 και μετά, το καλοκαιρινό blockbuster γίνεται θεσμός. Περνάμε επίσημα στην εποχή της πλήρους εμπορευματοποίησης του κινηματογράφου. Έπρεπε ο κινηματογράφος να γίνει ακραία μαζικός, να περιορίσει σε σημείο εξαφάνισης όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που τον έκαναν μια τέχνη απαιτητική, για να εξυπηρετήσει την «ιμπεριαλιστική» στρατηγική των μεγάλων χολιγουντιανών στούντιο ή μήπως το ίδιο το περιεχόμενο των έργων αυτών, επέβαλε με τον τρόπο του την εργαλειοποίηση της έβδομης τέχνης; Ό,τι κι αν αληθεύει, το κοινό μοιάζει να μη χορταίνει τα blockbuster, πράγμα που έχει ως συνέπεια την ραγδαία επέκταση των πολυκινηματογράφων. Τον Απρίλιο του 1979, ανοίγει στο Τορόντο ένα Cineplex με 18 αίθουσες. Μέχρι το 1981 τις κάνει 21. Η μεσαία τάξη, λοιπόν, οχυρώνεται και πάλι στους σύγχρονους ναούς της κατανάλωσης, με σύμμαχό της το σινεμά. Το «απωθημένο», όμως, θα συνεχίσει να επιστρέφει, απ’ την οδό των ονείρων. Κάτι που λέγεται, απερίφραστα, στο εκπληκτικό «Inception», του Κρίστοφερ Νόλαν.
Ο κίνδυνος των ονείρων
Η πλοκή αυτής της ταινίας επιστημονικής φαντασίας, το πρώτο επίπεδό του «ονείρου» δηλαδή, έχει να κάνει με ιδιότυπους μυστικούς πράκτορες, που η αποστολή τους είναι να εμφυτεύουν έμμονες ιδέες σε ανθρώπους, παρεμβαίνοντας στα όνειρά τους. Πόσο πιο καθαρά να μας πει το Χόλιγουντ, ότι το σινεμά είναι ακόμα ένας ιδεολογικός μηχανισμός (και μάλιστα, απ’ τους σημαντικότερους) ο οποίος διαμορφώνει, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, την πρόσληψη μας της πραγματικότητας; Δεν είναι τυχαίο, ασφαλώς, ότι ο Νόλαν «φορτώνει» ένα τόσο πλούσιο σημειολογικά έργο, μ’ ένα σωρό σκηνές δράσης που σε σημεία δείχνουν εντελώς παράταιρες: μοιάζει να προσπαθεί να διατηρήσει την επίφαση του blockbuster, για να μη γίνει πολύ ενοχλητική αυτή η γνώση που το έργο του κομίζει. Σαν να έπρεπε, οπωσδήποτε, να αποκαλυφθεί και παράλληλα να μείνει κρυμμένο ένα πολύ σημαντικό μήνυμα: ότι κατά τη διάρκεια της προβολής, ονειρευόμαστε κι εμείς, άρα είμαστε εκτεθειμένοι στους κινδύνους που αντιμετωπίζουν τα θύματα του Ντι Κάπριο και της ομάδας του.
Ο Σκοτεινός Ιππότης και η Επανάσταση
Στις ταινίες του Νόλαν υπάρχει διάχυτο αυτό το στοιχείο μιας επώδυνης αλήθειας που ενώ πάει να αναδυθεί, απωθείται, από φόβο να μην αναπτύξει όλες τις συνυποδηλώσεις της. Για παράδειγμα, στο «The Dark Knight», ο χαρακτήρας του Joker, φτάνει σ’ αυτό το οριακό σημείο να μην είναι απλά ο «κακός» της υπόθεσης, αλλά ο κεντρικός ήρωας. Αν γοητεύει τόσο μια τέτοια περσόνα, αυτό συμβαίνει επειδή ζούμε σε μια επιτρεπτική κοινωνία, την οποία, με όλες τις ελευθερίες που μας παρέχει, αντιλαμβανόμαστε ως αφόρητα καταπιεστική. Ο Joker μαγνητίζει, γιατί ενσαρκώνει όλο αυτό το απωθημένο άγχος που εκτονώνεται προς πάσα κατεύθυνση και χωρίς συγκεκριμένο στόχο. To «Dark Knight», φυσικά, δεν κηρύττει τον αναρχισμό, απλώς σαγηνεύεται αόριστα από μια απολιτίκ εκδοχή του. Βλέπουμε πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα στην επόμενη ταινία, το «Dark Knight Rises». Εκεί ο Bane δεν γνωρίζει μια τόσο ευνοϊκή μεταχείριση απ’ τον σκηνοθέτη. Απέχει πολύ απ’ το να θεωρηθεί «γοητευτικός» ως κακός. Το «Dark Knight Rises» είναι η συντηρητική απάντηση στην –έστω αφελή- επαναστατικότητα του «Dark Knight». Μέσω του Bane και των οπαδών του, έχουμε μια οριακά αντιδραστική, διαστρεβλωμένη εικόνα της λαϊκής εξουσίας ως χαοτικής τρομοκρατίας και γιορτής του εγκλήματος. Ασφαλώς δεν είναι συμπτωματική η σύνδεση που επιχειρείται με το κίνημα του Occupy Wall Street. Εδώ ο κινηματογράφος αναλαμβάνει τον ρόλο του ιδεολογικού χωροφύλακα, του υπερασπιστή των κατεστημένων αξιών.
Εγκλωβισμένοι στην Ιδεολογία
Όπως, όμως, λέει ο Σλάβοι Ζίζεκ, στο βιβλίο του «Προβλήματα στον Παράδεισο», και μόνο το γεγονός ότι τα μεγάλα στούντιο δίνουν μια –έστω παραμορφωμένη- εικόνα της λαϊκής εξουσίας, κάτι σημαίνει. Έχουμε και πάλι να κάνουμε με την επιστροφή του απωθημένου. Ακόμα κι ένα όνειρο που έχει υποστεί ισχυρή λογοκρισία απ’ τους ελεγκτικούς μηχανισμούς του υπερεγώ, διατηρεί ορισμένα ψήγματα της σκέψης που έχει υποστεί την απώθηση. Από τη στιγμή που το θεμελιώδες γεγονός που γεννά την ιστορία, η πάλη των τάξεων, δείχνεται σ’ ένα φιλμ εκατομμυρίων δολαρίων, μια μεγάλη καπιταλιστική κατασκευή, έχουμε κάθε λόγο να υποθέσουμε ότι, κόντρα στις επιδιώξεις των παραγωγών, του σεναριογράφου και του σκηνοθέτη, μια επικίνδυνη ιδέα «φυτεύεται» στο συλλογικό ασυνείδητο. Ενδεδυμένο τον μανδύα της αλληγορίας επιστημονικής φαντασίας, ένα ακόμα blockbuster, μιλούσε για το κομβικό ζήτημα της αφύπνισης της ταξικής συνείδησης. Το θρυλικό «Matrix», των αδερφών Γουατσόφσκι, αναμειγνύοντας στοιχεία από τον πλατωνικό μύθο του Σπηλαίου, μέχρι την ανατολίτικη φιλοσοφία και τον μυστικισμό, στήνει την πιο εύστοχη πολιτική παραβολή των καιρών μας σε σχέση με το ζήτημα που έθιξε ο Αλτουσέρ, για την ιδεολογική έγκληση. Τι άλλο είναι το matrix, αν όχι η ιδεολογία στην καθαρότερη μορφή της; Η ιδεολογία που μας καθιστά τόσο χρήσιμους για την διατήρηση του συστήματος και που έχει τη μορφή ενός πανταχού παρόντος συμβολικού πλέγματος, μιας οθόνης που μας απαγορεύει να κοιτάξουμε κατάματα την «έρημο του Πραγματικού»;
Η ταξική πάλη ως αλληγορία
Παρόμοια είναι και η λογική που διέπει μια ταινία σαν το «Elysium», όπου η ταξική διαίρεση της κοινωνίας σημαίνεται λίγο διαφορετικά: η γη είναι ένας πλανήτης-σκουπιδότοπος, γεμάτος με προλετάριους διαθέσιμους ως φτηνά εργατικά χέρια, τη στιγμή που οι πλούσιοι έχουν μετοικίσει σ’ έναν πλανήτη-παράδεισο, όπου προστατεύονται από μια τεράστια γυάλα -προφανώς για να μην «μολυνθούν» απ’ τη συνάφεια με τις κατώτερες τάξεις. Κάτι που δεν μπορούν να αποφύγει ο κεντρικός ήρωας της ταινίας «Παγκόσμιος Πόλεμος Ζ». Σαν να μην μπορούσε τίποτα να συγκρατήσει πια τους απανταχού πεινασμένους (κυριολεκτικά και μεταφορικά) απ’ το να ξεχυθούν στους δρόμους, το φιλμ του Μαρκ Φόστερ προτείνει μια ζοφερή εικόνα του τι αναμένεται να συμβεί αν τα πράγματα στον παγκόσμιο κοινωνικοπολιτικό χάρτη, εξακολουθήσουν να πηγαίνουν όπως πηγαίνουν. Πρωταγωνιστής είναι ένας all American άνδρας, έτοιμος να ψάξει στα μήκη και τα πλάτη της γης για το «αντίδοτο» που θα επαναφέρει την κοινωνία στην ομαλότητα. Αυτό που ανακαλύπτει, έχει ιδιαίτερο σημειολογικό ενδιαφέρον: προκειμένου να επιβιώσει κανείς απ’ αυτό το χάος, προκειμένου να γίνει αόρατος για τα λυσσασμένα ζόμπι, πρέπει να χορηγήσει έναν ιό στον εαυτό του, να αρρωστήσει έστω και λίγο. Μετά από 100 λεπτά τρεχαλητού, ο Μπραντ Πιτ συνειδητοποιεί ότι ο μοναδικός τρόπος να αντισταθούμε σ’ αυτή την παρανοϊκή εντατικοποίηση του σύγχρονου μοντέλου ζωής που μας μετατρέπει, ερήμην μας, σε ζόμπι, είναι να ρίξουμε λιγάκι τους ρυθμούς, να πάψουμε να είμαστε τόσο υγιείς και σφριγηλοί (το φιλμ έχει, ολοφάνερα, ειρωνική διάθεση), να γίνουμε ακατάλληλο υλικό για την συντήρηση της καπιταλιστικής μηχανής.
Ψυχανάλυση και χρονικότητα
Στο σινεμά, που εκφράζει όσο καμιά άλλη τέχνη το κοχλάζον καζάνι του συλλογικού ασυνείδητου, ο Χρόνος (τόσο ως οντολογικό δεδομένο όσο και ως καθαρή αυτοπάθεια) έχει υπάρξει το θέμα πολλών σημαντικών ταινιών. Στο «Επιστροφή στο Μέλλον», χρονικότητα και διάρκεια τίθενται υπό εξέταση, από μια περιπαικτική οπτική γωνία. Η μηχανή του χρόνου, που επιτρέπει στον Μάρτι Μακ Φλάι να επισκεφτεί τους γονείς του όταν ήταν έφηβοι, μοιάζει λίγο με τη διαδικασία της ψυχαναλυτικής θεραπείας, όπου για να κάνουμε ξανά βιώσιμο το παρόν μας, οφείλουμε να ταξιδέψουμε πίσω στο παρελθόν και να αποκαταστήσουμε ένα είδος ισορροπημένης σχέσης μ’ αυτό. Προφανώς, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι το φιλμ του Ζεμέκις είναι γεμάτο με φροϋδικούς συμβολισμούς κι ότι ο τρόπος που η μητέρα του Μάρτι, ερωτεύεται τον γιο της, θυμίζει μια αντιστροφή του περίφημου οιδιπόδειου συμπλέγματος. Εδώ, το ταξίδι στον χρόνο πρέπει να γίνει αντιληπτό μεταφορικά, ως μια ανασκόπηση που πραγματοποιεί το αναλυόμενο υποκείμενο, συνεπικουρούμενο απ’ τον γιατρό του. Για να συνοψίσουμε, η «επιστροφή στο μέλλον» του τίτλου, δεν αποκλείεται και να είναι αυτή η επιτυχημένη πρόσβαση σ’ ένα υγιές μέλλον, που ενδέχεται να επιτύχει ο ασθενής, αν η θεραπεία του αρχίσει να αποδίδει καρπούς. Με δυο λόγια σημαίνει την απαγκίστρωση απ’ το παρελθόν, το σταμάτημα της καθήλωσης σ’ αυτό.
Ο Τομ Κρουζ ως νιτσεϊκός;
Περί χρόνου και διάρκειας, πρόκειται και στην ταινία επιστημονικής φαντασίας του Νταγκ Λάιμαν, «Στα Όρια του Αύριο». Εκεί ο Τομ Κρουζ υποδύεται έναν γλοιώδη, αξιωματικό γραφείου που, εξαιτίας του ότι τσάντισε τους λάθος ανθρώπους, βρίσκεται αναπάντεχα παγιδευμένος στο πεδίο της μάχης. Ένα είδος χωροχρονικού βραχυκυκλώματος, τον καταδικάζει να ζει ξανά και ξανά την ίδια μέρα, να πεθαίνει με χίλιους διαφορετικούς τρόπους και να επανέρχεται στη ζωή για να επαναλάβει το εγχείρημα. Πίσω απ’ τον αστραφτερό διάκοσμο της φανταχτερής σκηνογραφίας, και τα αποστομωτικά ψηφιακά εφέ, συναντάμε τη σκέψη του Νίτσε περί αιώνιας επιστροφής του Ίδιου, και τη ρήση του Ηράκλειτου, «πατήρ πάντων πόλεμος». Αν κάτι γεννάει την αλλαγή, αυτό είναι η μάχη, που διαλύει τις κατεστημένες μορφές του πραγματικού και δημιουργεί καινούργιες. Μ’ έναν παρόμοιο τρόπο αντιλαμβάνεται και το ξεκίνημα του ανθρώπινου είδους, ο «Προμηθέας» του Ρίντλεϊ Σκοτ, το πρίκουελ στο αριστούργημα του 1979, «Alien: Ο Επιβάτης του Διαστήματος». Οι θρησκευτικές και επιστημονικές προσπάθειες εντοπισμού των απαρχών, περιπαίζονται ανελέητα κι ο Σκοτ πραγματοποιεί μια αναγωγή στον Μύθο, επιστρέφοντας στον Ησίοδο και τη διαπίστωση, «Εν αρχή ην το χάος».
Ο Λακάν και η Pixar
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το καλοκαιρινό blockbuster δεν είναι ακριβώς το ανώδυνο μέσο ανέφελης διασκέδασης, που μας λένε πολλοί. Ακόμα και κάποιες «παιδικές» ταινίες, όπως το «Toy Story 3» και το «Inside Out», μοιάζουν να λένε ορισμένα κρίσιμα πράγματα. Στο πρώτο έχουμε να κάνουμε με την αντίσταση της παράδοσης (τα «απαρχαιωμένα» παιχνίδια που απειλούνται απ’ την έλευση των νέων μορφών διασκέδασης), την επιμονή της να επιβιώσει μέσα σ’ έναν νέο χώρο τεχνολογικού «ολοκληρωτισμού», ενώ στο δεύτερο έχουμε μια παρουσίαση των πολύπλοκων μηχανισμών του υποσυνείδητου. Μέσω μιας υπερρεαλιστικής εικονογραφίας το «Inside Out», θίγει το ζήτημα της κατάθλιψης, φέρνοντας στο μυαλό της θεωρίες του Λακάν για τη μελαγχολία: ο μελαγχολικός δεν μένει προσκολλημένος σ’ ένα απολεσθέν αντικείμενο, ανίκανος να προχωρήσει στη διαδικασία συμβολοποίησης που σηματοδοτεί το πένθος και να απαλλαγεί απ’ αυτό, αλλά παύει να το επιθυμεί, συμπεριφερόμενος σαν να το έχει ήδη χάσει, τη στιγμή που το κατέχει. Το blockbuster, επομένως, επαναφέρει το απωθημένο (ψυχικό, κοινωνικό, πολιτικό, υπαρξιακό), υπό την παραπλανητική μορφή μιας «αθώας» έκκλησης για άνευ όρων διασκέδαση και ανεμελιά.
«Ενάντια» στη διασκέδαση
Ίσως το κοινό να λαχταρά τόσο τα blockbuster, όχι για τον λόγο που αναδύεται πρώτος στη συνείδηση (γιατί είναι χαλαρωτικά δηλαδή, και μας επιτρέπουν να απολαμβάνουμε χωρίς να σκεφτόμαστε), αλλά ακριβώς για το αντίθετο: επειδή μας αναγκάζουν να σκεφτούμε όλα όσα δεν θέλουμε, τη στιγμή που μας έχουν πείσει πως αυτό ακριβώς είναι που δεν θα συμβεί. Σε κάθε περίπτωση, πάντα θα είμαστε έτοιμοι να τους παραδοθούμε, όπως στα πιο περίεργα όνειρα, ακριβώς γιατί ο ύπνος έχει κάμψει τις αντιστάσεις μας. Το καλοκαίρι, αυτός ο τρίμηνος κοινωνικοπολιτικός λήθαργος, θα επιτρέπει πάντα στα blockbuster να μας «πιάνουν στον ύπνο».