Η Σιμόν Βέιλ δίνει φέτος τον τόνο στην επιλογή του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος

Η δικαιοσύνη ενάντια στην ισχύ

Η Σιμόν Βέιλ δίνει φέτος τον τόνο στην επιλογή του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος

του Θανάση Γιαλκέτση*

“Το ρίζωμα”, το εμβληματικό βιβλίο της Γαλλίδας φιλοσόφου Σιμόν Βέιλ (1909- 1943), βρίσκεται πίσω από τις 14 ταινίες του φετινού Διαγωνιστικού Τμήματος, οι οποίες επελέγησαν με γνώμονα τις ιδέες που αναπτύσσονται σε αυτό. Η ανάγκη για ρίζες και η “ασθένεια του ξεριζώματος που έχει πλήξει τον Δυτικό πολιτισμό”, οι υποχρεώσεις που προηγούνται των δικαιωμάτων, ο φασισμός, η βία, η επανάσταση, ο θαυμασμός για τους ισχυρούς και η περιφρόνηση για τους αδύναμους και κυρίως η δικαιοσύνη και η αγάπη, είναι μερικές από αυτές.

Ποια ήταν όμως αυτή η φιλόσοφος με την ανήσυχη αεικίνητη σκέψη και την ηφαιστειακή δημιουργική ευφυΐα και γιατί το “Ρίζωμα” θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του 20ου αίώνα;

Η Σιμόν Βέιλ, ένα από τα πιο φωτεινά πνεύματα που συναντάμε στην ιστορία του σκοτεινού εικοστού αιώνα, είδε, έζησε, γνώρισε και αναμετρήθηκε με το «κακό», χωρίς να μολυνθεί καθόλου από αυτό. Σε όλη της τη ζωή, αναζήτησε την αλήθεια για την ανθρώπινη κατάσταση, όχι μόνον κάνοντάς την αντικείμενο αφηρημένου θεωρητικού προβληματισμού και καθημερινή άσκηση της σκέψης, αλλά επιλέγοντας θαρραλέα να ζήσει με πάθος και στην πρώτη γραμμή τις συγκρούσεις και τις αντιφάσεις της, προσπαθώντας κάθε φορά να μοιράζεται τις οδύνες και τις κακοτυχίες των ταπεινών και των απόκληρων. Αυτός ο υπαρξιακός «εξτρεμισμός» της έχει κάτι το συγκινητικό, το μεγαλειώδες και το τραγικό. Η θέλησή της να είναι ενεργητικά αλληλέγγυα με όποιον έχει πληγεί από την κακοτυχία –με δεδομένο το ότι η ανθρώπινη δυστυχία είναι μια συντριπτική οικουμενική πραγματικότητα- την εξουθενώνει και την οδηγεί τελικά στην αυτοσυντριβή. Από μιαν άποψη, αυτό το πνευματικό και ηθικό μεγαλείο είναι πάρα πολύ μακρινό από μας και από το γκρίζο παρόν μας. Κι ωστόσο, το παρόν μας χρειάζεται όσο τίποτε άλλο τόσο την ανήσυχη και αεικίνητη σκέψη της, την ηφαιστειακή δημιουργική της ευφυΐα, όσο και κυρίως τον ηθικό της ριζοσπαστισμό, εκείνον που μας καλεί να είμαστε δίκαιοι και να αγαπάμε.

Η κριτική στον μαρξισμό

Η αναμέτρηση της Βέιλ με τον θεωρητικό στοχασμό του Μαρξ, η κριτική δηλαδή και η πολεμική της σε εκείνη τη σκέψη από την οποία εμπνεόταν το μεγαλύτερο τμήμα των επαναστατικών κινημάτων στα οποία και η ίδια συμμετείχε ενεργά, συνοδεύει ολόκληρη σχεδόν την πνευματική της παραγωγή. Κορυφαίο σημείο συμπύκνωσης είναι βέβαια το δοκίμιό της του 1934 «Στοχασμοί για τις αιτίες της ελευθερίας και της κοινωνικής καταπίεσης». Ο Μαρξ μιλούσε κυρίως για «εκμετάλλευση» της εργατικής δύναμης, ενώ η Βέιλ προτιμάει να μιλάει για «καταπίεση», επικρίνοντας τον Μαρξ γιατί από την καπιταλιστική καταπίεση συγκράτησε μόνον την οικονομική της πλευρά, την απόσπαση της υπεραξίας.

Η καταπίεση ορίζεται από την Βέιλ ως μια κατάχρηση της κυριαρχίας και της πίεσης που ασκούν εκείνοι που διευθύνουν σε εκείνους που εκτελούν, με αποτέλεσμα την πλήρη καθυπόταξη του εργάτη. Στη μαρξική αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας προστίθεται έτσι η αντίθεση μεταξύ τεχνικού-γραφειοκρατικού μηχανισμού και εργατικής αυτονομίας. Ο Μαρξ θεώρησε ότι αρκεί η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και η συλλογική διαχείριση των μέσων παραγωγής και δεν σκέφτηκε την αναγκαιότητα μιας ριζικής αναμόρφωσης του παραγωγικού συστήματος και της οργάνωσης της εργασίας. Με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας δεν καταργείται όμως η υποδούλωση του εργάτη στην επιχείρηση και σε αυτούς που την διευθύνουν, δεν καταργούνται οι μηχανισμοί που διαιωνίζουν την καταπίεση. Ο Μαρξ θεώρησε δεδομένη την απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και συνέδεσε την ανθρώπινη χειραφέτηση με την πρόοδο της παραγωγής.

Αυτή η θρησκεία των παραγωγικών δυνάμεων έγινε ένας πρόσθετος παράγοντας καταπίεσης στο εσωτερικό του σοσιαλιστικού κινήματος. Το κύριο καθήκον των προλεταριακών επαναστάσεων ήταν ουσιαστικά, όχι να χειραφετήσουν τους ανθρώπους, αλλά να συμβάλλουν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, «ακόμα και αν αυτό γίνεται με τίμημα μια προσωρινή καταπίεση» σαν αυτή που άσκησαν και δικαιολόγησαν οι μπολσεβίκοι. Η κριτική της Βέιλ στον Μαρξ και τον μαρξισμό καταλήγει σε μια ριζική αμφισβήτηση της ίδιας της ιδέας της επανάστασης και των δεσμών της με τη βία. Γράφει χαρακτηριστικά: «Η λέξη επανάσταση είναι λέξη για την οποία σκοτώνουμε, για την οποία πεθαίνουμε, για την οποία στέλνουμε τις λαϊκές μάζες στον θάνατο, μα που δεν έχει κανένα περιεχόμενο». Η Βέιλ αντιλαμβάνεται πιο καθαρά ότι, μπροστά στην πολυπλοκότητα και τις ολοκληρωτικές τάσεις της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας, μια βίαιη ανατροπή του καθεστώτος είναι ανώφελη, δεν θα οδηγήσει σε αλλαγή από την καταπίεση. Αυτό που θα θέσει επίσης υπό ριζική αμφισβήτηση είναι εκείνος ο δεσμός μεταξύ επανάστασης και βίας, που αποτελεί ένα από τα κύρια διακριτικά γνωρίσματα του επαναστατικού φαινομένου.

Στο σημείο αυτό, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διαφορές που την χωρίζουν από τον Ζορζ Μπατάιγ, με τον οποίο συναντήθηκαν στους κύκλους της περιοδικής επιθεώρησης La critique sociale, που διηύθυνε ο Μπορίς Σουβαρίν. Οι διαφορές αυτές στρέφονται κυρίως γύρω από την έννοια της «επανάστασης». Η Βέιλ τις συνοψίζει ως εξής: «Η επανάσταση είναι γι’ αυτόν ο θρίαμβος του ανορθολογικού, ενώ για μένα του ορθολογικού· γι’ αυτόν είναι καταστροφή, για μένα μεθοδική δράση με την οποία οφείλουμε να προσπαθήσουμε να περιορίσουμε τις ζημιές· γι’ αυτόν η απελευθέρωση των ενστίκτων και ιδιαίτερα εκείνων που θεωρούνται παθολογικά, για μένα ανώτερη ηθικότητα» (Oeuvres Complètes, II, vol.1, p. 184). Η πεποίθηση του Μπατάιγ ότι μπορούμε να καταπολεμήσουμε τον φασισμό κινούμενοι στο ίδιο το έδαφός του, αντιπαραθέτοντάς του τη βία και την οργή μιας ομάδας περιθωριακών, φαντάζει στα μάτια της Βέιλ εξωπραγματική και μοιραία. Στη δική της οπτική, ο σκοπός ποτέ δεν αγιάζει τα μέσα. Εξάλλου, σύμφωνα με τα δικά της λόγια: «Δεν μπορούμε να είμαστε επαναστάτες αν δεν αγαπάμε τη ζωή» (Ό. π. σελ. 318).

Η ερμηνεία του ολοκληρωτισμού

Συνειδητοποιώντας τα όρια και τα αδιέξοδα της επαναστατικής παράδοσης αλλά και τον δεσποτικό εκφυλισμό της σοβιετικής εμπειρίας, η Βέιλ στρέφει την προσοχή της στο φαινόμενο του ολοκληρωτισμού. Υιοθετεί μάλιστα μια κατεύθυνση φιλοσοφικής και ανθρωπολογικής ερμηνείας, που θέτει ριζικά ερωτήματα γύρω από τη σχέση που διατηρεί ο ολοκληρωτισμός με τις ρίζες και τα θεμέλια του δυτικού πολιτισμού. Η Βέιλ διαφοροποιείται από τις αναλύσεις που ερμηνεύουν τον ολοκληρωτισμό με όρους καθαρά «υλιστικούς» ή ως απλή αντίθεση στα φιλελεύθερα και δημοκρατικά κράτη. Μόνον μέσα από την οπτική που αναγνωρίζει τον κεντρικό ρόλο της εξουσίας και της ισχύος στην ιστορία μπορούν να γίνουν κατανοητές τόσο οι μορφές κοινωνικής και πολιτικής καταπίεσης όσο και η δυναμική των σχέσεων παραγωγής. Η Βέιλ αναγνωρίζει ότι οι μορφές που παίρνει στον εικοστό αιώνα το ολοκληρωτικό κράτος είναι πρωτόγνωρες ως προς τα εργαλεία τους και τις προθέσεις τους. Δεν είναι ωστόσο νέες ως προς τη λογική που τις διαπνέει, μια λογική της εξουσίας και της ισχύος που κυριαρχεί στην ιστορία «από τότε που η κοινωνία είναι διαιρεμένη σε ανθρώπους που δίνουν εντολές και σε ανθρώπους που τις εκτελούν».

Τον Αύγουστο του 1936, η Βέιλ πηγαίνει στη Βαρκελώνη για να πάρει μέρος στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. Αυτή η τραυματική εμπειρία σηματοδοτεί μια στροφή στον στοχασμό της. Με αφετηρία την ισπανική τραγωδία, αρχίζει να επεξεργάζεται μια νέα ερμηνεία του κοινωνικού και του πολιτικού, που δεν έχει πλέον στο επίκεντρό της την έννοια της «κοινωνικής καταπίεσης» αλλά την έννοια της «ισχύος». Στο Λονδίνο, όπου έφτασε τον Δεκέμβριο του 1942 για να εργαστεί στην υπηρεσία της «Ελεύθερης Γαλλίας», της ανέθεσαν την αποστολή να συγγράψει μια μελέτη, ένα σχέδιο για την πολιτική, θεσμική, διοικητική και πολιτισμική αναδιοργάνωση και ανασυγκρότηση της μεταπολεμικής Γαλλίας. Σε ένα μικρό δωμάτιο γράφει με πυρετώδη ρυθμό το τελευταίο μεγάλο της έργο, που δυστυχώς έμεινε ανολοκλήρωτο: «Το ρίζωμα» (πρωτότυπος τίτλος: «L’enracinement» / Στα ελληνικά: «Ανάγκη για ρίζες», εκδόσεις Κέδρος)

Ανάγκη για ρίζες

Το «ρίζωμα» γίνεται αντιληπτό ως η θεμελιώδης οντολογική προϋπόθεση που είναι αναγκαία για να εγγυηθεί, στη νέα «πολιτεία των ανθρώπων», την εγκαθίδρυση σχέσεων οι οποίες δεν θα βασίζονται πλέον στην ισχύ που ξεριζώνει, αλλά στη δικαιοσύνη· μια δικαιοσύνη εμπνεόμενη από την αγάπη. Σε αυτό το σπουδαίο έργο, όλη η ιστορία της Δύσης ερμηνεύεται στο φως της ασθένειας που την έχει πλήξει: του ξεριζώματος. Ξεριζωμένος είναι ο άνθρωπος που δεν αισθάνεται μέρος της κοινωνίας στην οποία ζει, που έχει χάσει κάθε σημείο αναφοράς, που νιώθει παντού ανέστιος. Ξεριζωμένος είναι όμως και ο δυτικός πολιτισμός στον βαθμό που έκοψε τους δεσμούς του με το αρχαιοελληνικό και το χριστιανικό του θεμέλιο, με εκείνους τους πολύτιμους «θησαυρούς» του παρελθόντος που θα μπορούσαν να γίνουν πηγή έμπνευσης για το παρόν, για τη θεμελίωση σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων που δεν θα διέπονται από την ισχύ.

Η Βέιλ οραματίζεται έναν «νέο πολιτισμό», θεμέλιο του οποίου θα είναι η ικανοποίηση της «πιο σημαντικής και παραγνωρισμένης ανάγκης της ανθρώπινης ψυχής», του ριζώματος, της ανάγκης για ρίζες. Το παρελθόν, την απώλεια ή καταστροφή του οποίου καταγγέλλει η Βέιλ, δεν είναι μια εξιδανικευμένη πραγματικότητα την οποία πρέπει να νοσταλγούμε. Είναι ένα μείγμα καλού και κακού, στο οποίο ωστόσο είναι δυνατό να διακρίνουμε τα ίχνη σπάνιων στιγμών στις οποίες δεν κυριάρχησε απόλυτα η ισχύς, αλλά έλαμψε η δικαιοσύνη και η αγάπη. Και αυτές οι λάμψεις πολιτισμού (όπως ήταν, για παράδειγμα, το αρχαιοελληνικό θαύμα ή ο ευαγγελικός χριστιανισμός της αγάπης ενός Φραγκίσκου της Ασίζης) διαπέρασαν τα σκοτάδια της βαρβαρότητας. Η Βέιλ συντάσσει έναν κατάλογο των πρωταρχικών αναγκών της ψυχής, που παίρνει τη μορφή διακήρυξης καθηκόντων και υποχρεώσεων απέναντι στον άνθρωπο και την κοινωνία.

Προτάσσοντας τις υποχρεώσεις και όχι τα δικαιώματα, η Βέιλ αμφισβητεί την κουλτούρα των δικαιωμάτων που ενέπνευσε τους επαναστάτες του 1789. Για να αναγνωριστούν τα δικαιώματα, χρειάζεται να χρησιμοποιηθεί μια ορισμένη ποσότητα ισχύος ικανή να τα επιβάλει. Εκκινώντας αντίθετα από την έννοια της υποχρέωσης, αναγνωρίζοντας δηλαδή υποχρεώσεις απέναντι σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, εξαιτίας και μόνον του απλού γεγονότος ότι είναι μια ανθρώπινη ύπαρξη, επομένως απροϋπόθετα, άνευ όρων, απελευθερώνουμε και το δικαίωμα από τον δεσμό που το συνδέει με την ισχύ. Εξάλλου, η κατοχή ενός δικαιώματος συνεπάγεται πάντα τη δυνατότητα να του κάνουμε καλή ή κακή χρήση. Αντίθετα, η εκπλήρωση μιας υποχρέωσης είναι πάντα ένα καλό. Αναγνωρίζουμε εδώ το βλέμμα της χριστιανικής αγάπης που ρίχνει η Βέιλ στην ανθρώπινη κατάσταση. Μόνον υπάρξεις οντολογικά συνδεδεμένες με υποχρεώσεις θα μπορέσουν να στραφούν στο καλό, θα μπορέσουν να απαρνηθούν την ισχύ και να εμπιστευτούν στην αγάπη το έργο της δικαιοσύνης.

Η ύπαρξη εκατομμυρίων ξεριζωμένων ανθρώπων κατέστησε δυνατή την επικράτηση του Χίτλερ και του ναζισμού. Ο Χίτλερ και ο ναζισμός δεν θα νικηθούν αληθινά ούτε και θα ξεπεραστούν όσο συνεχίζουμε να έχουμε την ίδια με αυτούς ιδέα περί ιστορικού και εθνικού μεγαλείου, όσο συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι το μεγαλείο μπορεί να κατακτηθεί με την ισχύ, τη βία, τον πόλεμο και την καθυπόταξη άλλων λαών. Αυτό που είναι ριζικά εσφαλμένο είναι η αντίληψη που έχουμε για το παρελθόν και την ιστορία της Δύσης. Νιώθουμε θαυμασμό για τους ισχυρούς και περιφρόνηση για τους αδύναμους. Υποκλινόμαστε μπροστά στην ισχύ, τη λατρεύουμε σαν είδωλο, ενώ το καλό μας αφήνει ασυγκίνητους και αδιαφορούμε για τη δικαιοσύνη. Θαυμάζουμε τον Αλέξανδρο, την ισχύ της Ρώμης, τον Ναπολέοντα, τους νικητές και όχι τους ηττημένους. «Ποιος μπορεί να θαυμάζει τον Αλέξανδρο με όλη του την ψυχή, αν δεν έχει ποταπή ψυχή;», αναρωτιέται η Βέιλ. Από όλα τα ζωτικά περιβάλλοντα που μπορούν να ικανοποιήσουν την ανάγκη για ρίζες ξεχωρίζει βέβαια η πατρίδα. Μπροστά στη χρεοκοπία όλων των εθνικισμών και πάνω στα ερείπια του παρελθόντος και του πολέμου, η Βέιλ προτείνει να ανοικοδομηθεί μια νέα πατρίδα, που θα εμπνέει την αγάπη, την αφοσίωση και τη συμπόνια, όχι γιατί θα ενσαρκώνει το μεγαλείο της ισχύος, αλλά γιατί έχει πληγεί από συμφορά και έχει αναγνωρίσει το πόσο αδύναμη και ευάλωτη είναι.

* Ο Θανάσης Γιαλκέτσης είναι συγγραφέας, αρθρογράφος και κριτικός λογοτεχνίας.

Thessaloniki International Film Festival