Το διάστημα μεταξύ μας: από το Sci-fi στο Cli-fi

Του Γιώργου Παπαδημητρίου

Σε ολόκληρη την ιστορία του κινηματογράφου, κανένα άλλο είδος δεν κατάφερε να ξορκίσει τόσο αποτελεσματικά τους υπόγειους φόβους μας. Κανένα άλλο είδος δεν μπόρεσε να ανακαλύψει εκείνο το πολύτιμο σημείο τομής ανάμεσα στον φόβο και στο γέλιο. Το Sci-fi, σαν ένα εργαστήρι που παράγει ασταμάτητα υπερβατικές και παιχνιδιάρικες εικόνες, είχε πάντοτε τον τρόπο να μεταμορφώνει τους πιο σοβαρούς προβληματισμούς στην πιο αγνή και αβίαστη μορφή ψυχαγωγίας. Το 61ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, πιάνοντας τον παλμό μιας εποχής που έχει απεγνωσμένη ανάγκη τη λυτρωτική δύναμη του σινεμά, παρουσιάζει το μεγάλο αφιέρωμα ―που συνοδεύεται μάλιστα και από μια απολαυστική ειδική έκδοση― «Προφητείες από έναν άλλο κόσμο: Sci-fi και Cli-fi (1950-1990)». Ετοιμαστείτε, λοιπόν, για μια ανεπανάληπτη παρέλαση από τις πιο cult στιγμές του κινηματογραφικού sci-fi, οι οποίες, παρότι γυρισμένες σε αλλοτινές εποχές, εξακολουθούν να εκπέμπουν ένα πανίσχυρο και διαχρονικό μήνυμα.

Η επιστημονική φαντασία, προσπαθώντας να ψηλαφίσει το απρόσιτο, ανοίγει μια φιλόξενη αγκαλιά για τους απόκληρους του υποσυνείδητου. Την ίδια στιγμή, όμως, δεν χαρίζει αυτή την αγάπη άνευ όρων. Προειδοποιεί, καταγγέλλει, νουθετεί. Γίνεται η Κασσάνδρα που αναγγέλλει τα μαύρα μελλούμενα και αφήνει μια κραυγή απορίας: πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος να στρέφεται ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό; Το sci-fi απεικονίζει τον άνθρωπο ως έναν σύγχρονο Οιδίποδα, που βγάζει τα ίδια του τα μάτια, αφότου έχει διαπράξει τη μέγιστη ύβρη. Έχει προδώσει και καταστρέψει την ομορφιά ενός κόσμου που του παραδόθηκε αμόλυντος.

Το σύμπαν του sci-fi είναι σαν μια άγρια κατηφόρα, δίχως φρένα, όπου η αρχική αδρεναλίνη μετατρέπεται πολύ σύντομα σε πανικό. Το sci-fi δεν ενδιαφέρεται ούτε για το πώς ξεκίνησε η κατρακύλα, ούτε για την τελική πτώση στον γκρεμό. Αντιθέτως, γραπώνει τη στιγμή λίγο πριν το επικείμενο τέλος, αφήνοντας μια βασανιστική αίσθηση εκκρεμότητας Πολύ συχνά μάλιστα, οι ταινίες επιστημονικές φαντασίας που εκτυλίσσονται σε ένα δυστοπικό σύμπαν αρνούνται να υποκύψουν στον πειρασμό ενός μονοκόμματου happy end. Η σύγκρουση δεν αποφεύγεται την τελευταία στιγμή, το αγόρι δεν φιλιέται με το κορίτσι στο ηλιοβασίλεμα, o μπαμπάς και η μαμά δεν σφιχταγκαλιάζουν τα παιδιά συγκινημένοι. Το φινάλε στην επιστημονική φαντασία είναι μια στιγμή αβεβαιότητας και φρίκης που διαστέλλεται στον χρόνο, αφήνοντας όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά. Το μήνυμα έγινε άραγε αντιληπτό ή η ανθρωπότητα θα συνεχίσει να ξεδιπλώνει το αυτοκαταστροφικό της ταλέντο;

Οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, καταρρίπτουν έννοια της γραμμικότητας στον χρόνο. Οραματίζονται μεν ένα δυστοπικό μέλλον, αλλά στην πραγματικότητα το χνάρι που αφήνουν ανήκει στη δική τους εποχή, ο χρησμός χαμού και ολέθρου που απαγγέλλουν είναι διαχρονικός και προαιώνιος. Ο χρόνος στο sci-fi δεν είναι ούτε ευθύγραμμος ούτε κυκλικός. Είναι χειροπιαστός και εύπλαστος. Διπλώνεται στα δύο, γίνεται μια άμορφη μάζα, εξαϋλώνεται, σε κυκλώνει, σε καταπίνει, πέφτει σαν κατραπακιά στο ανυποψίαστο κεφάλι σου. Διόλου τυχαία και διόλου σπάνια, εξάλλου, το ντεκόρ που πλάθουν οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας αποκτά μια ρετροφουτουριστική χροιά, λες και το παρελθόν συγχωνεύεται με το μέλλον σε ένα παρόν που ανυπομονεί να εξαφανιστεί από προσώπου γης.

Κάπως έτσι, η επιστημονική φαντασία πολλές φορές καταλήγει να μην μοιάζει και τόσο πολύ με φαντασία, αλλά με μια προφητική σπείρα που ξετυλίγεται ξανά και ξανά, μέχρι το τέλος να αγγίξει την αρχή. Ή για να το θέσουμε διαφορετικά, τα θέματα με τα οποία καταπιάνονται οι ταινίες μιας αλλοτινής εποχής αποπνέουν μια αίσθηση κατεπείγοντος που ταιριάζει γάντι ακόμη και στο σήμερα, στο εδώ και τώρα της εποχής μας. Από τον αλλοτινό (;) τρόμο του πυρηνικού ολέθρου έως την τόσο πρόσφατη αγωνία της αόρατης πανδημίας. Από την ψυχροπολεμική παράνοια μιας κοινωνίας όπου τα πάντα βρίσκονται υπό παρακολούθηση έως τη σύγχρονη αποξένωση, όπου ο άνθρωπος μετατρέπει τις πιο μύχιες στιγμές του σε μιντιακό θέαμα. Από την κατάμαυρη ανησυχία για τη μόλυνση του περιβάλλοντος έως τον τωρινό θρήνο για μια καταστροφή που έχει ήδη επέλθει, ασχέτως αν δεν το παραδεχόμαστε φωναχτά. Από την ανελέητη κριτική κάθε μορφής απολυταρχισμού, μισαλλοδοξίας, διακρίσεων και κατάχρησης εξουσίας (τόσο στην μουντή πραγματικότητα του υπαρκτού σοσιαλισμού όσο και στην πιο ιλουστρασιόν βιτρίνα του δυτικού καπιταλισμού) έως τη σημερινή απελπισία για την επανεμφάνιση της ρητορικής μίσους και την καλπάζουσα άνοδο του λαϊκισμού και της παραπληροφόρησης.

Οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο τότε και στο τώρα γίνονται ξάφνου δυσδιάκριτες και το τελικό κατακάθι είναι η αδιάκοπη μάχη ενάντια στη χειρότερη εκδοχή του εαυτού μας, τόσο συλλογικά όσο και ατομικά. Το σινεμά, λοιπόν, ως ξόρκι, αντίδοτο και παρηγοριά, αλλά και ως καθρέφτης του ερέβους, ως προειδοποιητικό σήμα κινδύνου. Και οι ταινίες αυτού του αφιερώματος, βγαλμένες από τα χρυσά κατάστιχα του sci-fi, δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι βιβλικές παραβολές που κήρυξαν οι προφήτες του 20ού αιώνα. Πέρα, όμως, από όλα τα παραπάνω, υπάρχει μια ακόμη παράμετρος που χρήζει αναφοράς. Ο γνήσιος χαβαλές και η αβίαστη διασκέδαση που μόνο το παλιό καλτ (το σωστό, το ορθόδοξο) μπορεί να χαρίσει.

Τέρατα που δίνουν ραντεβού για ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Εξωγήινοι Μεσσίες που έρχονται για να κηρύξουν μήνυμα συναδέλφωσης και συνεννοούνται σε ακατάληπτες γλώσσες με ρομποτικούς σωματοφύλακες. Ανθρωπόμορφες κούκλες από ξύλο και ηλεκτρονικά κυκλώματα που έχουν πέραση σε όμορφες φοιτήτριες. Σεξοκωμωδίες που εκτυλίσσονται σε μελλοντικούς γυναικοκρατούμενους κόσμους όπου το ανδρικό φύλο έχει αφανιστεί. Πρόσφυγες από το διαστημικό υπερπέραν που θα μπορούσαν να ραπάρουν στο Χάρλεμ. Θερμοκήπια σαν Κιβωτοί του Νώε που ταξιδεύουν στο άπειρο. Γιγάντια ραδιενεργά μυρμήγκια που σκορπάνε τον τρόμο. Τζαζ μουσικοί που εποικίζουν πλανήτες χρησιμοποιώντας μουσικά κύματα. Ρομποτάκια σαν από βιτρίνα hipster vintage μαγαζιού που έχουν προγραμματιστεί να παίζουν πόκερ. Θέλετε να πούμε κι άλλα ή έχετε πειστεί για το προφανές; Αυτό το αφιέρωμα δεν είναι από αυτά που έχετε συνηθίσει.

Αν έπρεπε πάντως να κατονομάσουμε ένα και μόνο επαναλαμβανόμενο μοτίβο στις πιο εμβληματικές sci-fi δυστοπίες στην ιστορία του σινεμά, ο τρόμος απέναντι στην πιθανότητα ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος θα έπαιζε (σχεδόν) χωρίς αντίπαλο. Αν κάποτε υπήρχε κάποιο υποτυπώδες τεκμήριο αθωότητας για τις σαδιστικές ορέξεις του ανθρώπινου είδους, οι δύο ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και στο Νανκασάκι δεν άφησαν κανένα περιθώριο αμφιβολίας στο συλλογικό υποσυνείδητο: ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα, ενίοτε ίσως και τη θέληση, να αφανίσει τον ίδιο του τον εαυτό. Στο Them! (ΗΠΑ, 1954) του Γκόρντον Ντάγκλας, ένας τσιριχτός ήχος, σαν απειλητικός βόμβος, ακούγεται από την καρδιά της ερήμου στο Νέο Μεξικό. Η γεωγραφική επιλογή, φυσικά, δεν είναι τυχαία καθώς πρόκειται για τον τόπο όπου πραγματοποιήθηκε η πρώτη πυρηνική δοκιμή στην ιστορία της ανθρωπότητας. Όπως θα αποδειχτεί λίγο αργότερα, μια αποικία από γιγαντιαία μυρμήγκια, μολυσμένα από τη ραδιενέργεια, σκορπούν τον τρόμο και φέρνουν τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τις συνέπειες των πράξεών του. Όταν ανοίγεις το Κουτί της Πανδώρας, δεν περιμένεις να βρεις λουλούδια, αλλά μονάχα τέρατα.

Μιλώντας για πυρηνικές δοκιμές, θα ήταν μάλλον καλή ιδέα οι χώρες που διαθέτουν πυρηνικά όπλα να παίρνουν νουμεράκι και σειρά προτεραιότητας όταν θέλουν να δοκιμάσουν τις φονικές τους δυνατότητες, διότι το πυρηνικό μποτιλιάρισμα μπορεί να αποβεί μοιραίο. Το επιβεβαιώνει και με το παραπάνω, άλλωστε, το The Day the Earth Caught Fire (Μεγάλη Βρετανία, 1961) του Βαλ Γκεστ, όπου οι ταυτόχρονες δοκιμές από ΗΠΑ και ΕΣΣΔ έχουν ως αποτέλεσμα τον εκτροχιασμό της Γης, η οποία βαδίζει προς μια ολομέτωπη σύγκρουση με τον ήλιο. Παίρνοντας μια μικρή ανάσα σε αυτό το σημείο, σας καλούμε να αναλογιστείτε πως οι δύο προαναφερθείσες ταινίες γυρίστηκαν προτού η ανθρωπότητα βιώσει την Πυραυλική Κρίση της Κούβας (1962) και αρχίσει να μασουλά τα νύχια της από την αγωνία…

Φυσικά, πεδίο δόξης λαμπρό για συμβολισμούς, αλληγορίες και παραβολές συνιστά και το επινοημένο «μετά» ενός ήδη τετελεσμένου πυρηνικού ολέθρου, όπου η ανθρωπότητα παλεύει να μαζέψει τα κομμάτια της και να σταθεί στα πόδια της, αποφεύγοντας (;) τα μοιραία λάθη του παρελθόντος. Όπως λόγου χάρη στο Dead Man’s Letters (ΕΣΣΔ, 1986) του Κονσταντίν Λοπουσάνσκι, στο οποίο ένας καθηγητής ιστορίας (αν πιστεύετε ότι είναι τυχαία η επιλογή του επαγγέλματος, σας ωθούμε να το ξανασκεφτείτε) που έχει επιζήσει από το πυρηνικό ολοκαύτωμα συντάσσει γράμματα με παραλήπτη τον αγνοούμενο γιο του, παλεύοντας παράλληλα να εξασφαλίσει στην επόμενη γενιά μια ηλιαχτίδα ελπίδας για το μέλλον.

Σε απόσταση αναπνοής από την πυρηνική κόλαση στους πιο συχνούς sci-fi εφιάλτες συναντούμε την απειλή της εξωγήινης εισβολής. Όπως αποδεικνύει, όμως, η περίπτωση του The Day the Earth Stood Still (ΗΠΑ, 1951) του Ρίτσαρντ Γουάιζ, ορισμένες φορές οι άνθρωποι παίρνουν ως δεδομένο ότι οι αλλόκοσμοι επισκέπτες καταφθάνουν με εχθρικούς σκοπούς ίσως επειδή κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια, έχοντας ως μοναδικό σημείο αναφοράς τη δική τους συμπεριφορά (ανάλογο εύρημα εντοπίζει κανείς και στο πρόσφατο Arrival του Ντενί Βιλνέβ). Σε αυτή τη διαστημική θρησκευτική παραβολή, ο εκλεκτός δεν έρχεται από τη Βηθλεέμ αλλά από το υπερπέραν, υιοθετεί το γήινο όνομα John Carpenter (τα αρχικά JC και το επάγγελμα του ξυλουργού δεν είναι απλώς μεσσιανικά καμπανάκια, αλλά επουράνιες κωδωνοκρουσίες), απευθύνει ένα οικουμενικό μήνυμα αγάπης και αντιμετωπίζεται με βία από τη φαύλη εξουσία προτού αναληφθεί (με τη βοήθεια ενός ιπτάμενου δίσκου) πίσω στους ουρανούς.

Από την άλλη, δεν είναι κάθε μέρα πασχαλιά και κάποιες φορές η εξωγήινη ατζέντα έχει όντως στο πρόγραμμα την υποδούλωση του πλανήτη, όπως στο War of the Worlds (Πολωνία, 1981) του Πιοτρ Σούλκιν. Διπλός ο φόρος τιμής εν προκειμένω, καθώς η ταινία όχι μόνο αντλεί έμπνευση από το διάσημο μυθιστόρημα του Τζ. Χ. Γουέλς, αλλά κλείνει και με πονηριά το μάτι στη θρυλική ραδιοφωνική μετάδοση του συγκεκριμένου έργου από τον Όρσον Γουέλς, το 1938, η οποία ήταν τόσο εκφραστική που χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν έντρομοι στους δρόμους πιστεύοντας πως έχει όντως υπάρξει εξωγήινη εισβολή. Για πολλοστή φορά πάντως, η επιστημονική φαντασία έγινε ένα με τη ζοφερή πραγματικότητα, καθώς η ταινία (η οποία, φυσικά, απαγορεύτηκε από το καθεστώς) σχεδόν συνέπεσε με την επιβολή στρατιωτικού νόμου στην Πολωνία από τον Βόιτσεχ Γιαρουζέλσκι, στις 13 Δεκέμβρη του 1981.

Μια στοιχειώδης ματιά στα κλασικά μοτίβα του sci-fi καταδεικνύει πως η έλευση των εξωγήινων έχει επιστρατευτεί ως αλληγορία για να στηλιτεύσει αμέτρητες παθογένειες της κοινωνίας, όπως για παράδειγμα τον φυλετικό ρατσισμό που παραμένει ακμαίος στο κοινωνικό υπογάστριο των ΗΠΑ. Πάρτε για παράδειγμα το απολαυστικό Brother from Another Planet (HΠΑ, 1984), μία από τις ανορθόδοξες ιστορίες εξωγήινης επίσκεψης στην ιστορία του κινηματογράφου, όπου ο αξιολάτρευτος αστρικός μας ναυαγός έχει τρία δάχτυλα στα πόδια, επουλώνει πληγές και επισκευάζει μηχανές με τρόπο μαγικό, αλλά κατά τα άλλα μοιάζει με έναν οποιονδήποτε τυπικό Αφροαμερικάνο που ζει στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης. Ο Τζον Σέιλς, aka Πάπας του αμερικάνικου πολιτικοποιημένου σινεμά, κάνει και πάλι το θαύμα του, φτιάχνοντας μια παραβολή για το μεταναστευτικό δράμα και τη μάστιγα της ξενοφοβίας που κάνει σκόνη και θρύψαλα όλες τις κινηματογραφικές συμβάσεις.

Στο ίδιο μήκος κύματος συναντούμε το sui generis (to say the least) Space Is the Place (ΗΠΑ, 1981) του Τζον Κόνι, όπου ο τζαζ μουσικός και ποιητής Sun Ra (μια μορφή που κάνει τον Screamin’ Jay Hawkins να μοιάζει mainstream και βαρετός) προσπαθεί να εποικίσει έναν νέο πλανήτη με Αφροαμερικάνους, τηλεμεταφέροντάς τους με κύματα μουσικής. Προηγουμένως, βέβαια, πρέπει να ταξιδέψει στον χρόνο και να κερδίσει μια παρτίδα χαρτιά, με αντίπαλο μια σατανική φιγούρα, σε ένα στριπ κλαμπ του Σικάγο, το 1943. Σας φαίνεται τρελό όλο αυτό; Δικαίως, διότι πρόκειται για ένα θεοπάλαβο αφρό-φουτουριστικό ντελίριο που καταγγέλλει το φυλετικό μίσος, φτιάχνοντας ένα εναλλακτικό πεπρωμένο για τους κολασμένους μιας ενός πλανήτη που θαρρείς θρέφεται από τη βία.

Η κοινωνική κριτική, λοιπόν, όχι απλώς δεν λείπει από το sci-fi, αλλά μάλλον αποτελεί ένα από τα δομικά του χαρακτηριστικά, καθώς η επιστημονική φαντασία προσφέρει απλόχερα το κατάλληλο παραπλανητικό καμουφλάζ που ξεγελά μονοκόμματους λογοκριτές και δύσκαμπτα καθεστώτα. Στο Kin-dza-dza! (ΕΣΣΔ, 1986) του Γκεόργκι Ντανέλιγια, ένας ρώσος εργάτης και ένας γεωργιανός φοιτητής βρίσκονται ναυαγοί σε έναν άγονο, άνυδρο και αλλόκοτο πλανήτη. Φυσικά, δεν πρόκειται να νιώσουν ιδιαίτερη νοσταλγία, καθότι θα συναντήσουν το τόσο μα τόσο οικείο τέρας της γραφειοκρατίας. Στην προσπάθειά τους να επιστρέψουν σπίτι, θα μπλέξουν σε μια σειρά από σουρεαλιστικές και εξωφρενικές περιπέτειες, σε μια καυστική σάτιρα που μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από τις -βουτηγμένες στο παράλογο- σελίδες του Μπέκετ ή του Ιονέσκο.

Το ταξίδι, βέβαια, δεν είναι απαραίτητα μονής κατεύθυνσης, αλλά μπορεί να αποδειχθεί αμφίδρομο, και οι εξορμήσεις του ανθρώπου στο άγνωστο και αχανές διάστημα αποτελούν ιδανική πρώτη ύλη για συμβολισμούς και μηνύματα οικουμενικής εμβέλειας. Στο The Sky Calls (ΕΣΣΔ, 1959) των Μιχαήλ Καριούκοφ και Αλεξάντρ Κόζιρ, μια σοβιετική διαστημική αποστολή ετοιμάζεται να κατακτήσει τον Άρη, πετυχαίνοντας έναν θρίαμβο ανυπολόγιστου γοήτρου στην παρανοϊκή κούρσα της κατάκτησης του διαστήματος. Την τελευταία στιγμή, όμως, οι κοσμοναύτες αλλάζουν πορεία για να διασώσουν ένα αμερικάνικο διαστημόπλοιο, το οποίο βρίσκεται σε θανάσιμο κίνδυνο, στέλνοντας ένα μήνυμα ανθρωπιάς και συναδέλφωσης. Η συγκεκριμένη ταινία γυρίστηκε εκ νέου το 1962, σε ντουμπλαρισμένη αμερικάνικη εκδοχή με τίτλο Battle Beyond the Sun, σε σκηνοθεσία ενός νεαρού και πολλά υποσχόμενου φοιτητή κινηματογράφου. Ίσως να τον έχετε ακούσει. Φράνσις Φορντ Κόπολα ήταν το όνομά του.

Από την ΕΣΣΔ μετακινούμαστε λίγο πιο νότια, χωρίς να αλλάζουμε όμως ψυχροπολεμικό στρατόπεδο, καθώς μεταφερόμαστε στη Ρουμανία και στο Galax, the Man-Doll (1984) του Ίον Ποπέσκου. Ο Γκάλαξ, που λέτε, είναι μια ρομποτική ανθρωπόμορφη κούκλα, φτιαγμένη από ξύλο και ηλεκτρονικά κυκλώματα, προγραμματισμένη να συνεισφέρει στον ιερό στόχο της βιομηχανικής παραγωγής. Ξάφνου, όμως, θα αποκτήσει αισθήματα, λογική και συμπεριφορά ανθρώπου, τρυπώνοντας στην καρδιά της Μαριάνα, μιας όμορφης νεαρής φοιτήτριας. Παράλληλα, όμως, θα μπει στο στόχαστρο και των αρχών που δεν ανέχονται οποιαδήποτε υποψία παρέκκλισης. Μια σατιρική αλληγορία, υπερβολικά ευφυής και υπαινικτική για να γίνει αντιληπτή από τη λογοκρισία του Τσαουσέσκου, η οποία υμνεί την πιο αγνή μορφή αντίστασης απέναντι σε κάθε καταπίεση: λέγεται έρωτας και σμπαραλιάζει κάθε νόμο και κανόνα στο πέρασμά του.

Σε αντίστοιχα, αλλά λίγο πιο πικάντικα είναι η αλήθεια, μονοπάτια κινείται και το εξωφρενικό Sexmission (Πολωνία, 1983) του Γιούλιους Μαχούλσκι, μια αλληγορική σεξοκωμωδία επιστημονικής φαντασίας που έχει σχεδόν αντιστρέψει τον Τζέιμς Μπράουν, φτιάχνοντας έναν κόσμο για τον οποίο θα μπορούσε ειπωθεί το εξής: this a woman’s world, but it would be nothing without a man. Δύο άνδρες συμμετέχουν σε ένα πείραμα κρυογενετικής και ξυπνούν μισό αιώνα αργότερα σε μια κοινωνία όπου το ανδρικό φύλο έχει αφανιστεί εξαιτίας ενός πολέμου, σύμφωνα τουλάχιστον με την επίσημη αφήγηση. Το σώμα, η λίμπιντο και η σαρκική απόλαυση στην υπηρεσία ενός νοσηρού πειράματος κοινωνικής ευγονικής, σε μια ανελέητη σάτιρα απέναντι σε κάθε μορφή απολυταρχισμού, που έχει ψηφιστεί ανάμεσα στις δέκα πιο δημοφιλείς ταινίες στην ιστορία του πολωνικού σινεμά.

Ας αλλάξουμε γειτονιά, όμως, διότι η επιστημονική φαντασία και τα αμέτρητα παρακλάδια της δεν ήταν αποκλειστικό προνόμιο των δύο υπερδυνάμεων. Πάντως, το King Kong vs. Godzilla (1962) του Ισίρο Χόντα θα μπορούσε (διόρθωση: θα έπρεπε κανονικά) να έχει γυριστεί στις ΗΠΑ και όχι στην Ιαπωνία. Διότι σύμφωνα με το αρχικό σενάριο, ο Κινγκ Κονγκ ήταν να αντιμετωπίσει τον Φρανκενστάιν στο Σαν Φρανσίσκο, το ματς όμως αναβλήθηκε, με αποτέλεσμα ο Κινγκ Κονγκ να καταλήξει σε μια κλωτσοπατινάδα με τον Γκοτζίλα στο όρος Φουτζιγιάμα. Περίπου αυτό ήταν το pregame μιας αδιανόητης ιστορίας, με τον παραγωγό Τζον Μπεκ να υποκλέπτει το σενάριο του Γουίλις Ο’ Μπράιαν και να πουλάει (πίσω από την πλάτη του σεναριογράφου) τα δικαιώματά της ιστορίας στο διάσημο ιαπωνικό στούντιο Toho. Κατά τα λοιπά, και πέρα από τις ανυπολόγιστες ποσότητες cult μαγείας που εκλύουν οι σκηνές πάλης ανάμεσα στα δύο τέρατα, η ταινία λειτουργεί ως μια περιπαικτική παρωδία της τηλεοπτικής μαζικής κουλτούρας που είχε κατακλύσει την Ιαπωνία, καθώς και ως μια σκοτεινή υπενθύμιση της νωπής φρίκης του πυρηνικού ολέθρου.

Τα βάσανα του Γκοτζίλα, πάντως, δεν τελειώσαν με την ήττα από τον Κινγκ Κονγκ (με νοκ άουτ της τελευταίας στιγμής, ενώ όλα έδειχναν πως σαύρα-γορίλας σημειώσατε άσσο έως εκείνη τη στιγμή), καθώς το στούντιο Toei, ορκισμένος αντίπαλος του Toho, ρίχνει στη μάχη τον Γιονγκάρι για να αμφισβητήσει την παντοκρατορία του Γκοτζίλα στο ιαπωνικό κοινό, στο Yongari, Monster from The Deep (Νότια Κορέα-Ιαπωνία, 1962) του Κιμ-κι Ντουκ (απλώς συνωνυμία και τίποτα παραπάνω). Μια πυρηνική δοκιμή ανοίγει τη θάλασσα στα δύο σαν σκοτεινός Μωυσής και ένα πεινασμένο τέρας αναδύεται στην επιφάνεια, αναζητώντας τροφή και χώρο να κινηθεί.

Θα ήταν ποτέ δυνατόν από αυτή τη χαρωπή γιορτή της δυστοπίας να λείπει το γερμανόφωνο σινεμά; Φυσικά και όχι είναι η απάντηση, όπως πιστοποιεί σε πρώτη φάση το The Hamburg Syndrome (Δυτική Γερμανία-Γαλλία, 1979) του Πέτερ Φλάισμαν. Σε ένα ακαθόριστο μέλλον, οι υγειονομικές αρχές του Αμβούργου έρχονται αντιμέτωπες με ένα τρομακτικό φαινόμενο: δεκάδες άνθρωποι βρίσκονται νεκροί σε εμβρυακή στάση σώματος, δίχως προφανή αιτία θανάτου. Ο πανικός καλπάζει και διαβρώνει την κοινωνία, ενώ τα σκληρά μέτρα καραντίνας μετατρέπουν τη Γερμανία σε ένα βασίλειο τρόμου. Κι εμείς μουδιάζουμε, καθώς σιγά σιγά αντιλαμβανόμαστε πως το σινεμά διαθέτει κάποια κρυστάλλινη σφαίρα που του υπαγορεύει τα μελλούμενα.

Επόμενη στάση το Half World (Αυστρία, 1993) του Φλόριαν Φλίκερ, όπου η φονική ηλιακή ακτινοβολία έχει αναγκάσει την ανθρωπότητα να μετακομίσει στον προφυλαγμένο κόσμο της νύχτας. Την ίδια στιγμή, μια μακιαβελική πολυεθνική έχει το μονοπώλιο στο πιο πολύτιμο προϊόν: τις αναμνήσεις από έναν κόσμο άσπιλο και φωτεινό. Μια σκοτεινή φουτουριστική δυστοπία που εκτυλίσσεται σε ένα ρετρό industrial σκηνικό, που φέρνει στο νου τις πιο έξαλλες μέρες (ή μάλλον νύχτες) της γερμανικής techno σκηνής.

Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των ταινιών του συγκεκριμένου αφιερώματος (αλλά και του είδους γενικότερα) είναι ότι έριξαν φως σε ευαισθησίες και αγωνίες που κάθε άλλο παρά παγιωμένες και αυτονόητες θεωρούνταν στις περασμένες δεκαετίας. Η οικολογική τραγωδία της περιβαλλοντικής καταστροφής δεσπόζει σε τρεις από τις ταινίες του αφιερώματος, οι οποίες ζωγραφίζουν το μέλλον με τα πιο σκοτεινά και απαισιόδοξα χρώματα. Στο Silent Running (ΗΠΑ, 1982) του Ντάγκλας Τράμπολ, η χλωρίδα της Γης αποτελεί παρελθόν και ό,τι έχει απομείνει φυλάσσεται σε έξι γιγάντιους θόλους, συνδεδεμένους με ένα διαστημόπλοιο που κόβει βόλτες στη γειτονιά του Κρόνου. Και ο Μπρους Ντερν, σαν ένας Νώε από το μέλλον, με βοηθούς τρία hipster-vintage ρομποτάκια που παίζουν πόκερ στον ελεύθερο χρόνο τους, αναλαμβάνει να διασώσει την τιμή και την ομορφιά ενός κόσμου που κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να πετύχει ακριβώς το αντίθετο.

Οι δύο επόμενοι σταθμοί μας, το Soylent Green (ΗΠΑ, 1973) του Ρίτσαρντ Φλάισερ και το Logan’s Run (HΠΑ, 1976) του Μάικλ Άντερσον τραβούν το σκοινί ακόμη πιο πολύ, σκιαγραφώντας μια κοινωνία που όχι μόνο δεν μπορεί αλλά και δεν επιθυμεί καν να αποτρέψει τον αφανισμό της – το αντίθετο θα έλεγε κανείς. Στην πρώτη περίπτωση, ο Τσάρλτον Χέστον ξεσκεπάζει μια παγκόσμια πλεκτάνη που μετατρέπει την ανθρωπότητα κιμαδομηχανή, αποδεικνύοντας ότι η θεσμοθετημένη και στυγνή εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο ισοδυναμεί με έναν οιονεί κανιβαλισμό. Στη δεύτερη περίπτωση, ο Μάικλ Γιορκ κατεδαφίζει τους μύθους μιας κοινωνίας αποχαυνωμένης ηδονής και μακάβριας νιότης. Σε έναν κόσμο που έχει βγει μπουσουλώντας από την απόλυτη καταστροφή κάθε ηθικός νόμος του παρελθόντος μοιάζει αυτοδίκαια και ανατριχιαστικά παρωχημένος.

Όταν ξεκινούσαμε αυτή τη συναρπαστική βόλτα στις είκοσι ταινίες του αφιερώματος, χοροπηδώντας από συνειρμό σε συνειρμό, το μόνο που είχαμε ήδη προαποφασίσει ήταν ο επίλογος. Το The 10th Victim (Ιταλία-Γαλλία, 1965) του Έλιο Πέτρι ξεδιπλώνει μια sci-fi δυστοπία που εκρήγνυται σε ποταμούς στιλ και κομψότητας και καθιερώνεται ως σημείο αναφοράς για ταινίες που θεωρήθηκαν πρωτότυπες και καινοτόμες στο πέρας του χρόνου: από τις κωμωδίες του Austin Powers μέχρι το αιματοβαμμένο κονσέρτ του Battle Royal και τον εμπορικό θρίαμβο των Hunger Games. Παράλληλα, λειτουργεί ως προάγγελος μεγαλείου για έναν σκηνοθέτη που σύντομα έμελλε να χειροτονηθεί καρδινάλιος του ιταλικού πολιτικοποιημένου σινεμά των 70s. Τι απέμεινε για το φιναλέ; Τι άλλο παρά η Πρωινή περίπολος (Ελλάδα, 1987) του Νίκου Νικολαϊδη, ένα ρομάντζο καταστροφής, όπου ο έρωτας στέκεται ως μοναδικός επιζών ενός γκρεμισμένου κόσμου. Όταν όλα θα έχουν τελειώσει, το μόνο που θα απομείνει θα είναι οι ταινίες του Μπόγκαρτ και του Τζέιμς Ντιν, τα παραπονιάρικα μπλουζ και ορισμένες θανατηφόρες ατάκες.

Στο σινεμά, ο κόσμος τελειώνει με ένα γέλιο και ένα φιλί.

Δείτε εδώ τις ταινίες του αφιερώματος, που διατίθενται online.

Thessaloniki International Film Festival