Parasite

του Γιάννη Σμοϊλη

Κάπου στο «Visions of Johanna» του Bob Dylan (ένα απ’ τα ομορφότερα τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ, ειρήσθω εν παρόδω), ακούγεται ο στίχος, «Name me someone that’s not a parasite and I’ll go out and say a prayer for him». Το ουσιώδες έχει ειπωθεί εδώ και πολλά χρόνια λοιπόν. Είμαστε όλοι παράσιτα, ο ένας του άλλου.

Σε συναισθηματικό επίπεδο, σε πολιτικό, σε κοινωνικό, αλλά κυρίως σε οικονομικό. Οι φτωχοί, παράσιτα των πλουσίων. Οι πλούσιοι, παράσιτα των φτωχών. Οι φτωχοί παράσιτα των άλλων φτωχών κ.ο.κ. Κάποτε ήταν πιο ξεκάθαρα τα πράγματα. Η αριστοκρατική τάξη ήταν, εμφανώς, παρασιτική. Οι τάξεις που τη διαδέχθηκαν, όμως, βλέπουν πάντα, η μία στο πρόσωπο της άλλης, το αληθινό «παράσιτο». Οι φτωχοί υποστηρίζουν ότι τους εκμεταλλεύονται οι πλούσιοι για να αυξάνουν τα κέρδη τους αλλά κι οι πλούσιοι με τη σειρά τους θεωρούν ότι τους εκμεταλλεύονται οι φτωχοί για να επιβιώνουν στις πλάτες τους «παρασιτικά». Ποια τάξη έχει δίκιο; Αν μπορούμε πια, να μιλάμε για τάξεις δηλαδή. Πολλοί είναι υπέρ της άποψης ότι ο διαλεκτικός υλισμός είναι ένα ξεπερασμένο ερμηνευτικό εργαλείο της ιστορικής διαδικασίας, διότι δεν υπάρχουν πια δύο αντίπαλες τάξεις, οι προλετάριοι και οι αστοί που διεκδικώντας την εξουσία και καθώς εμπλέκονται σε διάφορες μορφές μάχης μεταξύ τους, θέτουν σε κίνηση την ατμομηχανή του κόσμου. Όλοι είναι αντιμέτωποι με όλους στην κοινωνική και οικονομική αρένα. Αντί για τον Μαρξ, λένε, δικαιώνεται ο Χομπς που όριζε το κοινωνικό πεδίο ως «πόλεμο όλων εναντίων όλων».

Το «Parasite» του Μπονγκ Τζουν-χο, η ταινία που αξίζει τον τίτλο του πλήρους κινηματογραφικού αριστουργήματος όσο καμία άλλη από όσες έχω δει τα τελευταία τέσσερα χρόνια (δηλαδή μετά από τον «Γιο του Σαούλ», του 2015), είναι ίσως και το πιο σαρδόνιο φιλμ που έχει γίνει ποτέ για το ζήτημα της ταξικής πάλης. Και, παράλληλα, είναι ένα έργο που ανατρέπει όλα όσα έχουμε συνδέσει με αυτή την έννοια, διευρύνοντάς την τη στιγμή που της ασκεί ευφυέστατη κριτική (κι ο ίδιος ο Μπονγκ Τζουν-χο, σε σχέση με την άλλη του ταξική αλληγορία, το καταπληκτικό «Snowpiercer» του 2013, δείχνει να εξελίσσει την προβληματική του). Διότι σε ποια ταξική πάλη αναφέρονται ακόμα και σήμερα οι μαρξιστές θεωρητικοί, όταν αυτό που συναντάμε γύρω μας είναι συγκρούσεις, κυρίως, εντός της ίδιας τάξης; Οι φτωχοί παλεύουν με τους άλλους φτωχούς για το ποιος θα καταφέρει να φυτοζωήσει καλύτερα δίπλα στην πολυτέλεια, την αφθονία και τη χλιδή των πλουσίων. Ή, μάλλον, όχι δίπλα αλλά «κάτω» από την ευμάρειά τους (πρέπει να σεβαστώ την παράκληση του σκηνοθέτη και να μην επεκταθώ στον τρόπο με τον οποίο οπτικοποιείται -ιδιοφυώς- αυτή η μεταφορά). Το να καταλάβεις ποιος είναι ο πραγματικός «εχθρός», είναι ένα μεγάλο βήμα προς την κατάκτηση αυτού που ο Μαρξ ονόμαζε, «ταξική συνείδηση». Αλλά ακριβώς απ’ αυτή την έλλειψη πάσχουν οι σημερινοί προλετάριοι. Αντί για εχθρούς και ταξικούς αντιπάλους, έχουν απλώς «είδωλα», άφθαστα πρότυπα, μικρούς «θεούς» τους οποίους φθονούν με την ίδια σφοδρότητα που λατρεύουν και στους οποίους θέλουν να μοιάσουν, πληρώνοντας οποιοδήποτε τίμημα.

Ατσαλάκωτα, ακριβά ρούχα, πανάκριβα αυτοκίνητα, τεράστια σπίτια, χαριτωμένη αφέλεια και «καλοσύνη» που έρχεται εύκολα μαζί με όλα αυτά (διότι όταν είσαι πλούσιος δεν έχεις λόγους να μισείς κανέναν -μόνο λόγους να περιφρονείς τους πάντες), να τι ποθούν να αποκτήσουν οι καημένοι οι φτωχοί, να γιατί είναι ανίκανοι να αγωνιστούν ή να αποδράσουν απ’ το «υπόγειο» της μοίρας τους.

Η απόλυτη νίκη της μεγαλοαστικής τάξης συνίσταται στο ότι κατάφερε να μετατρέψει τους εχθρούς της σε υπνωτισμένους θαυμαστές. Τώρα όλοι αυτοί οι κακομοίρηδες, μπορούν να «σφαχτούν» μεταξύ τους και να απαλλάξουν τους αφέντες απ’ τη βρωμοδουλειά. Θα τους ήταν φοβερά δυσάρεστο να λερώσουν τα χέρια τους με το αίμα των φτωχών. Είναι ήδη πολύ το ότι ανέχονται την ταλαιπωρημένη όψη τους (το θέαμα της αθλιότητας, πώς να μην ενοχλεί τον καλοβαλμένο άνθρωπο; ) ή τη «δυσάρεστη μυρωδιά τους». Κι ούτε πρόκειται να τους κοστίσει που θα στερηθούν για λίγο τις υπηρεσίες όλων αυτών των ψωραλέων. Θα βρεθούν άλλα «παράσιτα» να τους υπηρετήσουν, τα παράσιτα είναι πάντα αναλώσιμα. Οι «άρχοντες» όμως όχι. Αυτοί είναι αναντικατάστατοι.

Σπάνια πια το σινεμά μας προσφέρει συγκινήσεις τόσο έντονες όσο αυτές που θα βρει κανείς να αφθονούν σ’ αυτό το ήδη κλασσικό φιλμ. Δεν είναι μόνο ότι υπάρχουν περίπου τα πάντα εδώ (δράμα, χιούμορ, συναίσθημα, σασπένς, κοινωνικοπολιτικό σχόλιο που τσακίζει κόκκαλα, αγωνία, εκπληκτικά εύστοχη σάτιρα της ψυχολογίας του πλουσίου και των ενστίκτων του φτωχού -οι φτωχοί δεν έχουν ψυχολογία, αυτή είναι μια πολυτέλεια της αστικής τάξης), δεν είναι μόνο ότι όλα τα παραπάνω αμπαλάρονται υπέροχα σε μια εικαστική πανδαισία υψηλής αισθητικής, δεν είναι μόνο ότι η σκηνοθετική δεξιοτεχνία του Μπονγκ Τζουν-χο σε κάνει σχεδόν να σαστίζεις (η αρμονία με την οποία συνδυάζει τα είδη, ο φαινομενικά αβίαστος τρόπος με τον οποίο χορογραφεί τη δράση -ειδικά σε μία συγκεκριμένη, ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ σκηνή προς τη μέση του έργου που εικάζω ότι σύντομα θα διδάσκεται σε σχολές κινηματογράφου-, η ικανότητά του να ξετυλίγει μια πυκνότατη σε γεγονότα αφήγηση εστιάζοντας πάντα στο ουσιώδες και χωρίς να αφήνει λεπτό της ταινίας δραματουργικά ή σημειολογικά ανεκμετάλλευτο), είναι κυρίως ότι το «Parasite» έχει κάτι πολύ σημαντικό να πει και ότι, απ’ το πρώτο ως το τελευταίο του δευτερόλεπτο, το λέει χωρίς να μασάει τα λόγια του, χωρίς να προβαίνει σε χαρακτηρολογικές σχηματοποιήσεις και μοραλιστικές απλουστεύσεις (ο σπουδαίος αυτός δημιουργός -ήδη ανάμεσα στους μεγάλους κατά την ταπεινή άποψη του γράφοντος- έχει φροντίσει να γράψει σύνθετους, τρισδιάστατους χαρακτήρες, ηθικά αμφίσημους και γεμάτους ατέλειες, όχι καρικατούρες ενσαρκωμένων ιδεών), χωρίς να λειαίνει τις αιχμηρές του γωνίες. Πόσο καιρό έχετε να δείτε ταινία που να σας δίνει την αίσθηση ότι, αν οι άνθρωποι είχαν στ’ αλήθεια ανοίξει τ’ αυτιά τους και άκουγαν, θα μπορούσε να τους ξυπνήσει απ’ το λήθαργό τους και να τους σπρώξει να δράσουν; Πόσο καιρό έχετε να νιώσετε ότι την ίδια στιγμή που ένα έργο σας ψυχαγωγεί τόσο πολύ και τόσο καλά, παράλληλα σας ρίχνει αλύπητο «ξύλο»;

Κάποτε το σινεμά είχε μια δύναμη. Μια δύναμη κοινωνικής ανατροπής. Εδώ και πολλά, πάρα πολλά, χρόνια μοιάζει όλο και πιο ακίνδυνο, όλο και πιο «άκακο». Το «Parasite», προσωπικά, με έκανε να νιώσω αυτή τη δύναμη να επιστρέφει. Έχουμε να κάνουμε μ’ ένα έργο τέχνης τόσο μεγάλο, που να μπορεί να θεωρηθεί ακόμα και επικίνδυνο (η μεγάλη τέχνη, άλλωστε δεν είναι ποτέ ακίνδυνη). Επικίνδυνο και οριακά απειλητικό, τουλάχιστον γι’ αυτούς που δεν θέλουν τίποτα ν’ αλλάξει στον κόσμο, διότι ο εν λόγω κόσμος τούς βολεύει να είναι έτσι όπως είναι.

Εσάς, όμως, σας βολεύει στ’ αλήθεια; Πραγματικά σας ικανοποιεί; Μήπως πρέπει να αναρωτηθείτε κάποια στιγμή; Μήπως, τελικά, απλώς έχετε συνθηκολογήσει εδώ και πάρα πολύ καιρό με τον «εχθρό», τον οποίο ενδόμυχα αγαπάτε (δεν υπάρχει πιο διεστραμμένη μορφή αγάπης απ’ τον μνησίκακο φθόνο), ενώ εκείνος σάς ανέχεται ως -αόριστα ενοχλητικό αλλά ακίνδυνο και ίσως χρήσιμο υπό μία έννοια- «παράσιτο» της ευτυχίας του; Α ναι, ξέρω την πιθανή απάντηση, αυτό δεν συμβαίνει σ’ εσάς, εσείς τα έχετε σκεφτεί καλά τα πράγματα, έχετε καταστρώσει κάποιο «σχέδιο» που ελπίζετε ότι θα σας βοηθήσει να βγείτε, αργά ή γρήγορα, απ’ το ανήλιαγο «καταφύγιο» της στενής, περιορισμένης και γεμάτης συμβιβασμούς ζωούλας σας.

Φυσικά, φυσικά. Κι η ελπίδα, άλλωστε, τι είναι τελικά αν όχι ένα βλαβερό παράσιτο της φαντασίας;

Τα ΠΑΡΑΣΙΤΑ, προβάλλονται ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ στο Ολύμπιον μία εβδομάδα νωρίτερα από την έξοδό τους στις αίθουσες πανελλαδικά!

Parasite: Ο Χρυσός Φοίνικας των Καννών σε αποκλειστικότητα!
Thessaloniki International Film Festival