του Γιάννη Σμοϊλη
Δύο άνδρες καταφθάνουν σ’ ένα έρημο νησί για να δουλέψουν στον φάρο του.
Ο ένας είναι ηλικιωμένος, ο άλλος νεαρός. Ο ηλικιωμένος άνδρας θεωρεί ότι έχει
το αποκλειστικό προνόμιο να χειρίζεται το φως τη νύχτα, όταν είναι πολύτιμο και
ζωτικής σημασίας για τους ναυτικούς -τη χαμαλοδουλειά την αφήνει στον
πιτσιρίκο. Τον κακομεταχειρίζεται, τον βρίζει, τον φέρνει στα όρια των
σωματικών και ψυχικών αντοχών του. Διότι, ως πρεσβύτερος και με μεγαλύτερη
εμπειρία στη δουλειά, θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο. Μόνο εκείνος θα έχει
πρόσβαση στον τελευταίο όροφο, στον θάλαμο του φωτός, ο άλλος θα πρέπει να
ασχολείται με τα υπόγεια και τα χαμηλά πατώματα όσο κι αν ποθεί να βρεθεί έστω
και για λίγο σ’ αυτό το “ιερό” δωμάτιο. Ο “μικρός” θα πρέπει να μοχθήσει για να
κερδίσει την εύνοια του “μεγάλου” και με επίκεντρο αυτό τον μόχθο θα
αναπτύσσεται το φιλμ στο πρώτο του μέρος. Ο νέος θα υπομένει κι ο γέρος θα το
γλεντάει (όπως μπορεί κανείς να γλεντήσει όντας απομονωμένος σ’ έναν έρημο
ξερόβραχο: μεθώντας μέχρι αποκτήνωσης). Σύντομα, όμως, τα πράγματα θα αλλάξουν.
Continue Reading