Μυστήριο 84 Πανηγύρι | EΙΣ ΤΟΝ ΜΟΧΘΟΝ ΑΥΤΩΝ

Παρέμβαση του καλλιτεχνικού διευθυντή του ΦΚΘ Ορέστη Ανδρεαδάκη που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της δράσης Μαραθώνιος Ανοιχτού Δημόσιου Λόγου – Μυστήριο 84 – Πανηγύρι του 2023 Eleusis European Capital of Culture.

— scroll down for english —

Το popolaccio, οι άνθρωποι των φτωχογειτονιών, οι  sans-culottes, το λούμπεν προλεταριάτο, οι χαμηλότερης υποστάθμης άνθρωποι, ο υπόκοσμος. Σε καμιά παραδοσιακή ευρωπαϊκή γλώσσα δεν υπάρχει λέξη για τους φτωχούς της πόλης που να μην αναφέρεται σ΄ αυτούς με τον πιο προσβλητικά συγκαταβατικό τρόπο. Αυτό σημαίνει εξουσία!

Σας έστειλα να θερίσετε εκείνο για το οποίο δεν μοχθήσατε – άλλοι έχουν μοχθήσει και σεις μπήκατε εις τον μόχθο τους.

Η κοινωνία διχάζεται, ολοένα και πιο πολύ σε δυο μεγάλα εχθρικά στρατόπεδα, σε δυο μεγάλες τάξεις, άμεσα αντιμέτωπες η μία στην άλλη: την αστική τάξη και το προλεταριάτο.

Στην Αρχαία Ρώμη οι προλετάριοι – όπως η λέξη ξεκάθαρα δηλώνει- ήταν εκείνοι που δεν είχαν να δώσουν στο κράτος τίποτα άλλο εκτός από τα παιδιά τους.

Σε μια εποχή που για να αποκτήσεις την ιδιότητα του πολίτη θα έπρεπε να προσφέρεις μια σειρά υπηρεσιών στο κράτος, εκείνοι ήταν χωρίς επίσημη αστική θέση. Μη έχοντας ιδιοκτησίες δεν μπορούσαν καν να πληρώσουν φόρους. Σε προηγούμενες εποχές μάλιστα είχαν εξαιρεθεί και από την στρατιωτική θητεία, αφού τους θεωρούσαν ανίκανους για μια τόσο επίπονη υποχρέωση –κι αναμφίβολα ήταν. Ο μόχθος τους δεν υπολογιζόταν ως προσφορά στο κράτος.

Ωστόσο η αληθινή διαφορά ανάμεσα στην Αστική Τάξη και το Προλεταριάτο δεν είναι οικονομική αλλά ψυχολογική και ηθική.

-είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ εκείνους που διαθέτουν την συνείδηση της αναγκαιότητας των κοινωνικών αλλαγών και σε εκείνους που είναι απολύτως ευτυχείς με την κατάσταση ως έχει,

-ανάμεσα σ’ εκείνους που θέλουν να μεταφέρουν την εξουσία από τους λίγους στους πολλούς και σ’  εκείνους που πιστεύουν ότι μια εκλεκτή μειοψηφία έχει μόνη της τοποθετήσει τον εαυτό της στη θέση της εξουσίας,

-ανάμεσα σ’ εκείνους που είναι στοιχειωμένοι από το αίσθημα της αδικίας για τις ανισότητες της ζωής και σ’  εκείνους που τις απολαμβάνουν χωρίς την παραμικρή τύψη.

Γι αυτό τον λόγο το να είσαι πιστός στο προλεταριάτο δεν είναι τόσο απλό –ούτε όσο ακούγεται ούτε όσο μερικοί ηλίθιοι και φανατικοί επέμεναν παλαιότερα πως είναι.

Κατ’  αρχάς η παρατήρηση και η αγάπη είναι απαραίτητες. Παραδόξως η αγάπη είναι η καλύτερη εγγύηση απέναντι στην εξιδανίκευση. Θα πρέπει κανείς να εξοικειωθεί με κάθε φυσικό χαρακτηριστικό –το πως αναπτύσσονται τα σώματα, τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους φοριούνται τα ρούχα, ολόκληρο το λεξιλόγιο των χειρονομιών.

Και κάπου εκεί υπάρχει και η συμπόνια που αντικρούει την αδιαφορία και είναι ασύμβατη με κάθε εύκολη ελπίδα.

Τί είναι στ’ αλήθεια όμως η ελπίδα;

Είναι η ελπίδα ένα πράγμα με φτερά/ που κουρνιάζει στην ψυχή μου
και δίχως λέξεις τραγουδάει τον σκοπό/ χωρίς ποτέ να σταματάει.

Οι περισσότερες εξεγέρσεις στην ιστορία έγιναν για να αποκαταστήσουν την δικαιοσύνη που είχε για καιρό κακοποιηθεί η ξεχαστεί. Η Γαλλική Επανάσταση όμως διακήρυξε την παγκόσμια αρχή ενός Καλύτερου Μέλλοντος. Από εκείνη τη στιγμή και μετά όλα τα πολιτικά κόμματα, αριστερά και δεξιά, ήταν υποχρεωμένα να δώσουν την υπόσχεση πως η ποσότητα δεινών και βασάνων στον κόσμο μειώνεται και θα συνεχίζει να μειώνεται.

Έτσι κάθε συμφορά έγινε, σε κάποιο βαθμό, υπενθύμιση μιας ελπίδας. Κάθε πόνος που μαρτυρήθηκε, που μοιράστηκε ή που βιώθηκε παρέμεινε φυσικά πόνος, αλλά μπορούσε να ξεπεραστεί εν μέρει διότι γινόταν αισθητός σαν μια προσπάθεια για ένα μέλλον που ο πόνος αυτός δεν θα υπήρχε. Η συμφορά είχε μια ιστορική διέξοδο. Και κατά την διάρκεια των δυο επόμενων τραγικών αιώνων η τραγωδία θεωρούνταν φορέας μιας υπόσχεσης.

Σήμερα οι υποσχέσεις έμειναν στείρες: τα αγαθά έχουν αντικαταστήσει το μέλλον ως όχημα ελπίδας. Μια ελπίδα που αναπόφευκτα αποδεικνύεται στείρα για τους πελάτες της και η οποία- σύμφωνα με μια αδυσώπητη οικονομική λογική- αποκλείει την παγκόσμια πλειονότητα.

Και τότε η εργασία γίνεται ένας καθημερινός θάνατος.

Σε τί συνίσταται λοιπόν αυτή η λογική; Στο εξής: στο ότι βάσει όλων αυτών η εργασία είναι «αφηρημένη», δηλαδή ότι η συγκεκριμένη εργασία μεταμορφωμένη σε εργασιακή δύναμη, μετρημένη βάσει χρόνου, τοποθετημένη στην αγορά, αναδιανεμημένη ως μισθός , δεν είναι συγκεκριμένη εργασία. Αντίθετα, είναι μια εργασία ακρωτηριασμένη από κάθε ανθρώπινη της υπόσταση, από κάθε ποιοτική της μεταβλητή, ενώ η οικονομική μηχανική του καπιταλισμού, η λογική του κεφαλαίου δεν κρατά από την εργασία παρά τη δύναμη και τον χρόνο. Φτιάχνει από αυτήν ένα εμπορευματικό προϊόν και δεν κρατά απ’ αυτήν παρά μόνο τα αποτελέσματα της παραχθείσης αξίας.

Με την εκτεταμένη χρήση των μηχανών και τον καταμερισμό της εργασίας, η δουλειά των προλεταρίων έχει χάσει κάθε ιδιαίτερο, προσωπικό χαρακτήρα, και συνακόλουθα, κάθε γοητεία για τον εργάτη. Ο εργάτης γίνεται πια ένα προσάρτημα της μηχανής και δεν απαιτείται από αυτόν παρά μονάχα ο πιο απλός, ο πιο μονότονος και ο πιο ευκολομάθητος χειρισμός.

Αρκεί να αναφερθούν οι εμπορικές κρίσεις που με την περιοδικότητά τους θέτουν σε αμφισβήτηση, και κάθε φορά πιο απειλητικά, την ύπαρξη ολόκληρης της κοινωνίας.

Σε αυτές τις κρίσεις ένα μεγάλο μέρος τόσο των προϊόντων όσο και των παραγωγικών δυνάμεων οδηγείται στον όλεθρο.

Σε αυτές τις κρίσεις επίσης εμφανίζεται ορμητικά μια κοινωνική επιδημία η οποία σε όλες τις προηγούμενες εποχές θα είχε φανεί παραλογισμός: η επιδημία της υπερπαραγωγής. Έτσι η κοινωνία μοιάζει να έχει επιστρέψει ξαφνικά σε μια κατάσταση στιγμιαίας βαρβαρότητας. Σάμπως ένας λιμός ή ένας παγκόσμιος καταστροφικός πόλεμος να της έχουν στερήσει τις προμήθειες για τη διατήρησή της. Η βιομηχανία και το εμπόριο μοιάζουν αφανισμένα. Γιατί άραγε;

Διότι υπάρχει υπερβολικά πολύς πολιτισμός, υπερβολικά πολλά μέσα διατήρησης της ύπαρξης, υπερβολικά πολλή βιομηχανία, υπερβολικά πολύ εμπόριο.

Σιδεράδες, λερό το μαλλιαρό τους στέρνο, σκυφτοί πάνω απ’ τ’ αμόνι

Καθένας με τη βαριοπούλα του -όλοι τους ψήνονται, έξω στη φωτιά.

Όταν κάποιος εργάζεται, θέτει την ίδια του την ύπαρξη, ψυχή τε και σώματι, μέσα στο κύκλωμα της αδρανούς ύλης. Την μεταμορφώνει σ΄ έναν ενδιάμεσο ανάμεσα σε δυο μορφές ενός κομματιού ύλης- την καθιστά ένα όργανο.

Ο εργαζόμενος μετατρέπει το σώμα του και την ψυχή του σε εξάρτημα του εργαλείου που χειρίζεται. Οι κινήσεις του σώματος και η προσοχή του πνεύματος είναι συνάρτηση των απαιτήσεων του εργαλείου, το οποίο, με τη σειρά του, είναι προσαρμοσμένο στο είδος της εργασίας.

Ο θάνατος και εργασία είναι πράγματα ανάγκης και όχι επιλογής.

Έτσι λοιπόν, οι άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες, διοίκηση των ανθρώπων, εκπόνηση τεχνικών σχεδίων, τέχνη, επιστήμη, φιλοσοφία είναι όλες κατώτερες από τη χειρωνακτική εργασία ως προς την πνευματική σημασία της.

Είναι εύκολο να καθορίσουμε τη θέση που πρέπει να κατέχει η χειρωνακτική εργασία σε μια σωστά διαρθρωμένη κοινωνική ζωή. Πρέπει να είναι το πνευματικό της κέντρο.

Μας βλέπω λοιπόν ελεύθερους να επιστρέφουμε σε κάποιες από τις πιο ασφαλείς και βέβαιες αρχές της θρησκείας και της παραδοσιακής αρετής

-ότι η τσιγκουνιά είναι αμαρτία

-ότι η τοκογλυφία είναι κακή διαγωγή και η αγάπη του χρήματος μισητή

-ότι τους δρόμους της αρετής και της σοφίας τούς παίρνουν αληθινότερα όσοι σκέφτονται λιγότερο το αύριο.

Θα βάλουμε και πάλι τους σκοπούς πιο πάνω από τα μέσα και θα προτιμάμε το καλό από το χρήσιμο.

Θα τιμάμε αυτούς που μπορούν να μας διδάξουν πώς να περνάμε την ώρα και τη μέρα μας ενάρετα και καλά, τους γοητευτικούς ανθρώπους που μπορούν να απολαμβάνουν άμεσα τα πράγματα –τα κρίνα του αγρού ούτε κοπιάζουν ούτε γνέθουν.

[Λέξη απ’ όσα είπα δεν είναι δική μου, δική μου όμως είναι η πίστη στο αφήγημα που συνθέτουν και στην αλήθεια που κρύβουν. Ακούσατε αποσπάσματα από κείμενα των Τζον Μπέρτζερ, Μισέλ Φουκώ, Ιωάννη του Ευαγγελιστή, Τζον Μέιναρντ Κέινς, Καρλ Μαρξ, Έμιλι Ντίκινσον, Χάρι Φρέντερικ Ουάρντ, Ουόλτ Ουίτμαν και Σιμόν Βέιλ.]


MYSTERY 84 PANIGIRI | PUBLIC SPEAKING MARATHON | Live intervention: Orestis Andreadakis (Artistic Director of TIFF) – “Into their labour” 2023 Eleusis European Capital of Culture.

The popolaccio, the people of the backstreets, les sans-culottes, the lumpenproletariat, the lower orders, those of the lower depths, the underworld. There is no word in any traditional European language which does not denigrate or patronize the urban poor it is naming. That is power!

I sent you to reap that for which you have not labored; others have labored and you have entered into their labor.

Society as a whole is more and more splitting up into two great hostile camps, into two great classes directly facing each other – Bourgeoisie and Proletariat.

In ancient Rome the proletarii, as the term clearly indicates, were those who had nothing to give to the state but their children. In a time when citizenship meant rendering service to the state they were without civic standing. Having no property, they could neither pay taxes nor make contributions. In early times they were exempt from military service, being considered unfit for such arduous duty–as they doubtless were. Their labor was not counted as a contribution to the state.

However the real line between the bourgeoisie and the proletariat is not economic but psychological and ethical.

It marks the difference between those who possess a consciousness of needed social change and those who have none, being perfectly content with things as they are;

-between those who want power transferred from the few to the many and those who believe in the divine right of the select, self-chosen minority to rule;

-between those who are continually haunted by a sense of injustice because of the inequalities of life and those who enjoy them without compunction.

Therefore to be faithful to the proletariat is not as simple as it may sound -and not as simple as certain idiots and bigots once insisted. First, observation and love are necessary. Oddly, love is the best guarantee against idealisation. One has to become familiar with every physical characteristic — the way bodies develop, the different way clothes are worn, the whole vocabulary of gestures.

And then there is the compassion that refutes indifference and is irreconcilable with any easy hope.

But what is hope?

“Hope” is the thing with feathers – That perches in the soul –

And sings the tune without the words – And never stops – at all –

Most revolts in history were made to restore a justice which had been long abused or forgotten. The French Revolution, however, proclaimed the world principle of a Better Future. From that moment onwards all political parties of both left and right were obliged to make a promise which maintained that the amount of suffering in the world was being and would be reduced. Thus all affliction became, to some degree, a reminder of a hope. Any pain witnessed, shared or suffered remained of course pain, but could be partly transcended by being felt as a spur towards making greater efforts for a future where that pain would not exist. Affliction had an historical outlet! And, during these two tragic centuries, even tragedy was thought of as carrying a promise.

Today the promises have become barren: commodities have replaced the future as a vehicle of hope. A hope which inevitably proves barren for its clients, and which, by an inexorable economic logic, excludes the global majority.  And then physical labour is a daily death.

And in what does this logic consist? Well, it consists in the fact that the labor in all this is “abstract,” that is to say, the concrete labor transformed into labor power, measured by time, put on the market and paid by wages, is not concrete labor. It is labor that has been cut off from its human reality, from all its qualitative variables, and precisely the logic of capital reduces labor to labor power and time. It makes it a commodity and reduces it to the effects of value produced.

Owing to the extensive use of machinery, and to the division of labour, the work of the proletarians has lost all individual character, and, consequently, all charm for the workman. He becomes an appendage of the machine, and it is only the most simple, most monotonous, and most easily acquired knack, that is required of him.

It is enough to mention the commercial crises that by their periodical return put the existence of the entire bourgeois society on its trial, each time more threateningly. In these crises, a great part not only of the existing products, but also of the previously created productive forces, are periodically destroyed.

In these crises, there breaks out an epidemic that, in all earlier epochs, would have seemed an absurdity – the epidemic of over-production. Society suddenly finds itself put back into a state of momentary barbarism; it appears as if a famine, a universal war of devastation, had cut off the supply of every means of subsistence; industry and commerce seem to be destroyed; and why?

Because there is too much civilisation, too much means of subsistence, too much industry, too much commerce.

Blacksmiths with grimed and hairy chests environ the anvil,

Each has his main-sledge, they are all out, there is great heat in the fire.

To labour is to place one’s own being, body and soul, in the circuit of inert matter, turn it into an intermediary between one state and another of a fragment of matter, make of it an instrument. The labourer turns his body and soul into an appendix of the tool which he handles. The movements of the body and the concentration of the mind are a function of the requirements of the tool, which itself is adapted to the matter being worked upon.

Death and labour are things of necessity and not of choice.

It follows that all other human activities, command over men, technical planning, art, science, philosophy and so on, are all inferior to physical labour in spiritual significance.

It is not difficult to define the place that physical labour should occupy in a well-ordered social life. It should be its spiritual core.

I see us free, therefore, to return to some of the most sure and certain principles of religion and traditional virtue

-that avarice is a vice, that the exaction of usury is a misdemeanor, and the love of money is detestable, that those walk most truly in the paths of virtue and sane wisdom who take least thought for the morrow.

We shall once more value ends above means and prefer the good

to the useful. We shall honor those who can teach us how to pluck the hour and the day virtuously and well, the delightful people who are capable of taking direct enjoyment in things, the lilies of the field who toil not, neither do they spin.

[Not a single word of what I said to you is mine, yet mine is the faith to the point they make and their undeniable truth. The excerpts you heard come from texts by John Berger, Michel Foucault, John the Evangelist, John Maynard Keynes, Karl Marx, Emily Dickinson, Harry Frederick Ward, Walt Whitman, and Simone Weil.]

Thessaloniki International Film Festival