του Luca Napoli, Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης
«Όταν ήμουνα μικρός και ζούσα σε μια παράγκα, άκουγα τη βροχή που έπεφτε πάνω στις λαμαρίνες, έκλεινα τα μάτια και μου φαινόταν σαν να άκουγα χειροκροτήματα. Ενώ τώρα τα ανοίγω και εκείνα τα χειροκροτήματα είστε εσείς και μου μεταδίδετε μια υπέροχη οικογενειακή ζεστασία».
Ο Μαρτσέλο Φόντε και η ιστορία του αντιπροσωπεύουν την νίκη των έσχατων στην Τέχνη, με αφορμή την πρόσφατη βράβευσή του στο 71ο Φεστιβάλ Καννών.
Σαράντα χρονών και με μια δύσκολη ζωή, που ξεκίνησε ανάμεσα στις λαμαρίνες μιας παράγκας σε ένα μικρό χωριό της Καλαβρίας, μια περιοχή που ακόμα και σήμερα παραμένει η πιο φτωχή και προβληματική περιοχή της Ιταλίας. Με μοναδικό εφόδιο και περιουσία του την δύναμη της θέλησής του, δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να ενθουσιάζεται για τη ζωή και για το θέατρο.
Μια μέρα, πήγε στη Ρώμη για μια τριήμερη επίσκεψη στον αδερφό του και -ευτυχώς- έμεινε είκοσι χρόνια. Στην πρωτεύουσα συνέχισε με πείσμα να επιβιώνει κάνοντας όλες τις δουλειές που έβρισκε, από μανάβης, κρεοπώλης, σερβιτόρος, τορναδόρος, κουρέας… μέχρι που έπιασε δουλειά σαν σεκιουριτάς σε ένα πολιτιστικό κέντρο. Εκεί τον ανακάλυψε ο Ματέο Γκαρόνε.
Σε μια πρόσφατη συνέντευξη του στην Huffington Post διηγήθηκε το ξεκίνημά του ως βοηθός σκηνογράφου, δηλαδή βοηθός στην κατασκευή των σκηνικών και μετά πως πήγαινε ως «απρόσκλητος», δηλαδή σχεδόν σαν κατάσκοπος στα πλατό, και παρακολουθούσε τα πάντα στα γυρίσματα, ώσπου έμαθε τα βασικά ενός επαγγέλματος, το οποίο τον γοήτευε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο.
Άλλωστε, όπως δηλώνει: «πως μπορείς να βρεις μια δουλειά άμα δεν είσαι ήδη κάποιος, όταν πρέπει ακόμα να καταλάβεις πως λειτουργεί; Το πρώτο πράγμα είναι το να πας εκεί που είναι η δουλειά. Εγώ πήγαινα στα πλατό, που ήταν τα κουστούμια και έλεγα ότι με είχε στείλει ο σκηνοθέτης. Κατέληγα να μου δίνουν να φορέσω ένα κουστούμι ως κομπάρσος… επιπλέον στο πλατό μπορούσα να φάω από το καλάθι της παραγωγής, στις περιόδους που δεν είχα ούτε ένα ευρώ στην τσέπη.»
Ο Μαρτσέλο είχε πάντα κατά νου ότι «η τέχνη είναι πολυτέλεια», για όσους, όπως αυτός, δυσκολεύονται να κερδίσουν κάτι παραπάνω από το ψωμί τους, ωστόσο δεν τα εγκατέλειψε και αποφάσισε να κάνει …κατάληψη σε ένα υπόγειο της Ρώμης : «ούτε 14 τετραγωνικά μέτρα, όλο και όλο, αυτό ήταν το σπίτι μου … την τουαλέτα την είχα πίσω από το παντζούρι μιας ντουλάπας». Μια αληθινά σκληρή περίοδος, στην οποία περνούσε την ώρα του «ονειροπολώντας σιωπηλά», διαβάζοντας εφημερίδες και ακούγοντας μουσική με τα ακουστικά για να μην κάνει θόρυβο.
Μια μοναχική πορεία ανάπτυξης, που έδινε λίγο λίγο τους καρπούς του, μέχρι το σημείο καμπής, μέχρι τη μαγική συνάντηση με τον Ματέο Γκαρόνε, τον οποίο ο Μαρτσέλο θαυμάζει άνευ όρων: «ένας μεγάλος… λιγότερο ψωνισμένος από κάποιους αλλους που χωρίς να έχουν αρχίσει καλά καλά να δημιουργούν, αξιώνουν να επεξηγούν στους πάντες πως γίνονται τα πράγματα. Είναι χειροτέχνης, που δουλεύει με την πλάνη… και έχει ήδη ένα όραμα. Είναι ο πρώτος θεατής των ταινιών του».
Ενώ για το Dogman, την ταινία με την οποία έχει μόλις βγει στη διεθνή πρώτη γραμμή, λέει: «Είναι μια ταινία που μιλάει για τον έρωτα… και πολλή αγάπη βρίσκεται πίσω από όλη τη δουλειά μας… με τα κουστούμια, με το μακιγιάζ, με τα σκυλιά… μια ταινία γεννημένη σε ένα συμπάν αγάπης». Όπως απόλυτη αγάπη είναι κι η δικιά του για το σινεμά: «Μου αρέσει να ζω στις ταινίες… η αληθινή ζωή με κούρασε, μ’ ενόχλησε, γιατί… έγινε πάρα πολύ περιπλοκή».
Εξαιρετικές είναι οι διεθνείς κριτικές, οι οποίες δοξολόγησαν το σενάριο και τις ερμηνείες των δυο αρσενικών πρωταγωνιστών, αλλά και εξαιρετικά και απλά ευτυχισμένα είναι τα σχόλια των φίλων του Μαρτσέλο Φόντε, το μικρό «καλαβρέζικο ξωτικό του σημερινού σινεμά» : «Παράδειγμα ελπίδας, απολύτρωσης και επιτυχίας. Ονειρευόμαστε μαζί σου!»
Ο «Γάιδαρος» έμαθε να πετάει, εύχομαι να μην σταματήσει.