Της Αλεξάνδρας Κόλια
Άιντα Λουπίνο ή «μητέρα» όπως ήθελε να την αποκαλούν στο πλατό. Μια υπέροχη, τολμηρή γυναίκα. Η πρώτη που σκηνοθέτησε μεταπολεμικά στη γιγάντια ανδροκρατούμενη βιομηχανία του Χόλιγουντ, αψήφησε τον κώδικα Χέιζ και μίλησε με την κάμερά της για θέματα-ταμπού όπως η διγαμία, ο βιασμός, το έγκλημα. Αν και υπέγραψε μόλις έξι ταινίες, μας έδειξε κάτι σπάνιο: πώς ήταν το ανεξάρτητο σινεμά τη δεκαετία του ’50 στο «χρυσό» Χόλιγουντ. Θα την ανακαλύψουμε στο 58ο ΦΚΘ.
«Το να έχεις μια θηλυκή συμπεριφορά είναι απαραίτητο – οι άνδρες μισούν τις αυταρχικές γυναίκες». ~Άιντα Λουπίνο.
Από τις 250 μεγαλύτερες αμερικανικές κινηματογραφικές παραγωγές του 2016, μόνο το 7% σκηνοθετήθηκε από γυναίκες, νούμερο μειωμένο κατά δύο μονάδες σε σύγκριση με το 2015. Από την Κάθριν Μπίγκελοου (τη μόνη γυναίκα που έχει τιμηθεί με Όσκαρ σκηνοθεσίας) μέχρι τη Σοφία Κόπολα και την Αντζελίνα Τζολί, το Χόλιγουντ δεν φαίνεται να εκτιμά όσο θα έπρεπε τις γυναίκες πίσω από την κάμερα. Η συζήτηση για το πόσο ανδροκρατούμενη είναι η συγκεκριμένη κινηματογραφική βιομηχανία είναι τόσο παλιά όσο και η ομώνυμη επιγραφή στους λόφους του Λος Άντζελες. Κι αν σήμερα τόσες και τόσοι υψώνουν τις φωνές τους σε διαμαρτυρία για την άνιση μεταχείριση γυναικών έναντι ανδρών στο Ελ Ντοράντο του αμερικανικού σινεμά, ας φανταστούμε πόσο αδιανόητο ήταν μια γυναίκα να κάνει ταινία λίγο πριν ή λίγο μετά τον Β’ ΠΠ.
[ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ IDA LUPINO]
Σε μια τέτοια εποχή έζησε και δημιούργησε η Άιντα Λουπίνο (1918-1995). Σε μια εποχή όπου οι γυναίκες ήταν περιορισμένες να περιφέρουν την ομορφιά τους μπροστά από την κάμερα. Αν και Βρετανίδα –γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1918-, έκανε καριέρα στην Αμερική. Αν και γένους θηλυκού, κάθισε στην καρέκλα του σκηνοθέτη με την άνεση ενός άνδρα στα 50s. Αν και οι περισσότεροι ομότεχνοί της ούτε που το τολμούσαν τότε, εκείνη μίλησε στις ταινίες της για προκλητικά κοινωνικά θέματα.
Προερχόμενη από οικογένεια καλλιτεχνών, η Λουπίνο έκανε το ντεμπούτο της ως ηθοποιός στην εφηβεία της. Από ενζενί και φαμ φατάλ, πέρασε σε ρόλους πιο απαιτητικούς, έπειτα έγινε σκηνοθέτις αρχικά στο σινεμά και έπειτα σε διάφορες τηλεοπτικές σειρές, δούλεψε με καταξιωμένους σκηνοθέτες και συμπρωταγωνιστές, έζησε τη χρυσή εποχή του Χόλιγουντ. Ωστόσο, την απασχόλησε όσο λίγες η εμπορευματοποίηση και η ταχύτητα αποκαθήλωσης των γυναικών σταρ. Κάπως έτσι, από τον τίτλο της «αγγλίδας Τζιν Χάρλοου» με τον οποίο είχε ξεκινήσει την καριέρα της και τα συμβόλαια με τα μεγάλα αμερικανικά στούντιο, θέλησε να ξεφύγει από μια πορεία που η ίδια έβλεπε ως προδιαγεγραμμένη και πληκτική. Δυναμική και ασυμβίβαστη προσωπικότητα, στράφηκε στη σκηνοθεσία επειδή πολύ απλά δεν ήταν ικανοποιημένη καλλιτεχνικά, βλέποντας, όπως έλεγε η ίδια, ότι «κάποιος άλλος (ο σκηνοθέτης) έκανε την πραγματικά ενδιαφέρουσα δουλειά». Και κατάφερε τελικά το σκηνοθετικό της έργο στο σινεμά να αποτελεί ένα αφανές μα τόσο σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του Χόλιγουντ.
(Αντι)Χόλιγουντ
Η Άιντα Λουπίνο έσπασε λοιπόν τα όρια των φύλων της κινηματογραφικής δημιουργίας και μαζί μια σειρά από ταμπού, ασκώντας κριτική στη μεταπολεμική αμερικανική κοινωνία -ένα καλογυαλισμένο κατασκεύασμα που έκρυβε πολλά δεινά-, αμφισβητώντας άμεσα και σαφώς τους θεσμούς της.
[ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ IDA LUPINO]
Το 1949 ίδρυσε μαζί με τον τότε σύζυγό της Κόλιερ Γιανγκ την ανεξάρτητη εταιρεία παραγωγής The Filmakers, κάτω από τα φτερά της οποίας σκηνοθέτησε 6 από τις 8 συνολικά ταινίες της εταιρείας που δραστηριοποιήθηκε από το 1949 ως το 1953, γράφοντας μαζί με τον Γιανγκ τα σενάρια κι έχοντας απόλυτο έλεγχο στην παραγωγή. Ουσιαστικά στην Filmakers η Λουπίνο δούλευε με ψίχουλα, αφού κάθε ταινία κόστιζε περίπου 200.000 δολάρια. Αποδείχτηκε όμως ιδιαιτέρως εφευρετική και ευέλικτη. Απολάμβανε απόλυτη ελευθερία έκφρασης, επέλεγε νέους συνεργάτες κι έκανε γυρίσματα σε φυσικούς χώρους αντί για στούντιο, κερδίζοντας στα σημεία: ντοκιμαντερίστικη φυσικότητα και καμία καλλιτεχνική έκπτωση στο αποτέλεσμα. «Οι ταινίες αυτές είχαν κοινωνικό βάρος, ενώ παράλληλα ήταν και ψυχαγωγικές. Βασίζονταν σε αληθινές ιστορίες, τις οποίες το κοινό μπορούσε να καταλάβει. Η μικρή μας εταιρεία είχε γίνει γνωστή γι’ αυτό ακριβώς, καθώς κι επειδή χρησιμοποιούσε άγνωστα ταλέντα, ήταν κάτι σαν φυτώριο νέων ηθοποιών», σημείωνε η Λουπίνο, δίνοντας τη δική της απάντηση της στις μεγάλες παραγωγές και το σταρ σύστεμ.
Νουάρ, ταμπού και άρωμα γυναίκας
«Πάντα μου άρεσαν οι δυνατοί γυναικείοι χαρακτήρες. Δεν εννοώ γυναίκες που έχουν ανδρικές αρετές, αλλά ό,τι έχει κότσια μέσα του». ~Άιντα Λουπίνο.
Το σινεμά της Λουπίνο έχει μια αβίαστη διαχρονικότητα. Η αφήγησή της είναι ξεκάθαρα προσανατολισμένη στην κοινωνία, τα συστήματα αξιών και τις ανθρώπινες προκαταλήψεις. Διερευνά τα παθήματα των χαρακτήρων της, ό,τι τους ταλαιπωρεί και ό,τι τους παγιδεύει. Οι ήρωές της είναι άνθρωποι καθημερινοί κι αυθεντικοί, που θα μπορούσαν να ζουν και στο σήμερα, που έχουν ψεγάδια, αλλά και αναπάντεχο σθένος – είτε πρόκειται για γυναίκες είτε για άνδρες. Κάποιοι χαρακτήρισαν τη Λουπίνο ως φεμινίστρια γιατί έδωσε φωνή στις καταπιεσμένες γυναικείες ψυχές, ενώ άλλοι την κατηγόρησαν ως αντιφεμινίστρια στη βάση του ότι εστίαζε στη θυματοποίηση της γυναίκας. Η αλήθεια είναι ότι η ίδια δεν θεωρούσε τον εαυτό της τίποτε από τα δύο: «είμαστε όλοι κινηματογραφιστές, το φύλο δεν παίζει ρόλο», έλεγε.
Με τις ταινίες της ανανέωσε το κοινωνικό μελόδραμα, φιλτράροντάς το με τη μαχητικότητα, το πείσμα και το βλέμμα μιας γυναίκας που τόλμησε να αμφισβητήσει. Απέναντι σε όλα όσα επιχειρούσε να λογοκρίνει ο κώδικας Χέιζ, βρισκόταν σε ετοιμότητα η κάμερά της, με την οποία άγγιξε θέματα ιδιαιτέρως αμφιλεγόμενα: τη μητρότητα εκτός γάμου (Not Wanted, 1949), την πολυομυελίτιδα (Never Fear, 1949), το βιασμό (Outrage, 1950), τον αδυσώπητο κόσμο του πρωταθλητισμού (Hard, Fast and Beautiful, 1951), το φόνο κατά συρροή (The Hitch-Hiker, 1953) και τη διγαμία (The Bigamist, 1953).
Η μητέρα
«Οι άνδρες είναι πιο συνεργάσιμοι αν βλέπουν ότι κατά βάθος ανήκεις στο ασθενές φύλο, παρόλο που είσαι σε θέση να δίνεις διαταγές – κάτι που κανονικά είναι ανδρικό προνόμιο, ή έστω έτσι αρέσκονται να νομίζουν». ~Άιντα Λουπίνο.
Κάπως έτσι κατάφερνε η Λουπίνο να κερδίσει τον σεβασμό όχι μόνο της ανδροκρατούμενης ομάδας της στο πλατό, αλλά και των συναδέλφων της, που την ανέδειξαν ως δεύτερη γυναίκα μέλος της Ένωσης Αμερικανών Σκηνοθετών (DGA) μετά τη Ντόροθι Άρζνερ.
Η σκηνοθετική καρέκλα της Λουπίνο έγραφε “Mother of Us All” (μητέρα όλων μας), και η ίδια αποκαλούσε τον εαυτό της «μητέρα» στο πλατό γιατί ένιωθε ότι οι συνεργάτες της θα έκαναν καλύτερη δουλειά αν την ένιωθαν σαν μητέρα τους, σαν οικογένεια: «Μου αρέσει να με αποκαλούν μητέρα. Δεν θα έδινα διαταγές ποτέ σε κανέναν. Δεν υπαγορεύεις κάτι σε έναν άνδρα, του το προτείνεις. Λες κάτι σαν ‘αγάπες μου, η μαμά έχει ένα πρόβλημα. Μπορείτε να βοηθήσετε;’ Ξέρω, ακούγεται σαχλό, αλλά αν τους πεις ‘μπορείς να το κάνεις αυτό για τη μητέρα;’ τότε θα το κάνουν».
Ιστορίες μιας ζωής
Η σκηνοθετική πορεία της Λουπίνο ξεκίνησε κάπως ανορθόδοξα: το ντεμπούτο της Not Wanted προκάλεσε αίσθηση και υπήρξε εμπορικά υπερεπιτυχημένο, ωστόσο δεν «χρεώνεται» στην ίδια, αφού βρέθηκε ξαφνικά πίσω από την κάμερα αντικαθιστώντας τον άρρωστο σκηνοθέτη Έλμερ Κλίφτον που είχε ήδη λάβει το credit. Το φιλμ, ατόφια μελοδραματικό, είναι συγκλονιστικά άμεσο και τολμηρό για την εποχή. Ηρωίδα, μια νεαρή κοπέλα που γεννά ένα μωρό εκτός γάμου, το οποίο δίνει για υιοθεσία, αλλά οδηγείται σε πράξεις παραφροσύνης, παρακινημένη από τις ενοχές και την κοινωνική κατακραυγή.
[ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ IDA LUPINO]
Η Λουπίνο σέβεται και συμπονά τις ηρωίδες της, αναδεικνύοντας τον κρυμμένο δυναμισμό τους. Έτσι και στο Never Fear, μια νεαρή χορεύτρια που παθαίνει πολυομυελίτιδα (όπως και η Λουπίνο στο παρελθόν) και βλέπει τον κόσμο της να καταρρέει, ξεκινά έναν τιτάνιο, θαρραλέο αγώνα για να ξανακερδίσει τη ζωή της. Το τραύμα και η επούλωση επανέρχονται θεματικά και στο Outrage, μια από τις πιο συνταρακτικές στιγμές του αμερικανικού σινεμά του ’50 για ένα ζήτημα εξαιρετικά ευαίσθητο: τον βιασμό. Αν και η λέξη «βιασμός» (rape) αντικαταστάθηκε στο σενάριο από τη λέξη «επίθεση» (assault) λόγω του κώδικα Χέιζ, τίποτα δεν συγκρατεί την σαρωτική ορμή αυτής της ταινίας, στην οποία μέσα από τα μάτια και τον ψυχισμό της ηρωίδας, γινόμαστε μοιραία συμμέτοχοι στο δράμα της.
Οι σκοτεινές όψεις της ανθρώπινης φύσης πάντα αποτελούσαν έμπνευση για τη Λουπίνο. Στο Hard, Fast and Beautiful, μια σκληρή κριτική για τους σαθρούς μηχανισμούς του πρωταθλητισμού, μια υπερφιλόδοξη μητέρα πατρονάρει την ταλαντούχα κόρη της να γίνει πρωταθλήτρια στο τένις. Και οι δυο τους όμως θα δουν τα όνειρά τους να θρυμματίζονται, μέσα από ένα βρώμικο παιχνίδι αποπλάνησης και εκμετάλλευσης που αφήνει πίσω του ανεπανόρθωτες απώλειες.
Το ανατριχιαστικό The Hitch-Hiker, ίσως το καλύτερο φιλμ της Λουπίνο κι ένα από τα πρώτα φιλμ νουάρ σκηνοθετημένο από γυναίκα, αφηγείται ένα ωτοστόπ του τρόμου: ένας κατά συρροή δολοφόνος κρατά ομήρους δύο άντρες και περιπλανάται μαζί τους στην καλιφορνέζικη έρημο. Σασπένς υψηλής έντασης, σε μια κατάβαση στην άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής. Σε ανδρικό χαρακτήρα εστιάζει και το The Bigamist, δίνοντας το περίγραμμα των κοινωνικών σχέσεων και προτύπων μεταπολεμικά: στην ταινία ένας άντρας ζει διπλή ζωή παντρεμένος με δύο γυναίκες, που τις υποδύονται η Λουπίνο και η Τζόαν Φοντέιν. Με αυτή την ταινία ολοκληρώνεται ο κύκλος ζωής της εταιρείας The Filmakers. Η Λουπίνο επέστρεψε στο σινεμά ως σκηνοθέτιδα για τελευταία φορά το 1966 με το φιλμ The Trouble with Angels, μια χαριτωμένη κομεντί όπου δυο άτακτες νεαρές μαθήτριες κάνουν άνω κάτω ένα καθολικό σχολείο καλογριών, ωστόσο οι κριτικοί δεν καλοδέχτηκαν την ταινία, παρά την αρκετά επιτυχημένη εμπορική διαδρομή της.
Τίτλοι τέλους
«Λένε ότι είμαι τρελή. Κυκλοθυμική, ασταθής και δυσάρεστη. Ε, λοιπόν, ας τους να λένε. Το αντέχω. Μόνο ένας άνθρωπος μπορεί να με πληγώσει: Το όνομά του είναι Άιντα Λουπίνο». ~Άιντα Λουπίνο.
Μετά το τέλος της Filmakers, η Λουπίνο σκηνοθέτησε πολλές γνωστές τηλεοπτικές σειρές, ενώ συνέχισε να δουλεύει αδιάκοπα ως ηθοποιός μέχρι και τα τέλη του ’70. Πέθανε το 1995 στο Λος Άντζελες.
Ως σκηνοθέτιδα, δεν αναγνωρίστηκε ποτέ με μεγάλα βραβεία ή κάποια «ηχηρή» υποψηφιότητα, π.χ. για Όσκαρ, ωστόσο αποτέλεσε πρότυπο για τις νεότερες γενιές γυναικών σκηνοθετών. Η συνεισφορά και η επιδραστικότητά της στον αμερικανικό κινηματογράφο είναι αξιοθαύμαστη. Το σινεμά χρειάζεται περισσότερες Άιντα Λουπίνο. Και εκείνες, φυσικά χρειάζονται περισσότερες ευκαιρίες για να κάνουν σινεμά, γιατί ένα σινεμά φτιαγμένο από γυναίκες σαν εκείνη είναι σίγουρα καλύτερο. Με λίγο ή και περισσότερο από τον θηλυκό τσαμπουκά της.
[ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ IDA LUPINO]