La Dolce Vita

του Γιώργου Παπαδημητρίου

Χρυσός Φοίνικας στο Φεστιβάλ Καννών 1960

Όσκαρ κοστουμιών, 1962 (Piero Gherardi)

Ένα περίτεχνο άγαλμα του Χριστού ίπταται πάνω από την Αιώνια Πόλη, με τα χέρια ορθάνοιχτα. Άραγε, ευλογεί και συγχωρεί όλα του τα αμαρτωλά τέκνα; Απευθύνει μια μάταιη τελική προειδοποίηση; Κατεβαίνει από τον ουρανό στη Γη και το χώμα για να διαπιστώσει ο ίδιος ότι οι άνθρωποι πλέον ου γαρ οίδασι τι ποιούσι; Η αιωρούμενη περιοδεία του ξεκινά από τις φτωχογειτονιές, από τα μπλοκ των εργατικών κατοικιών, από τα γιαπιά της μεταπολεμικής ιταλικής ανοικοδόμησης, από τις αλάνες όπου συνυπάρχουν τα ερείπια του παρελθόντος με τα δοκάρια των αυτοσχέδιων εστιών ποδοσφαίρου. Εκεί όπου ένα τσούρμο από φτωχοδιάβολους θα τρέξει χαρωπά από πίσω του. Ενδιάμεση στάση οι ταράτσες της μεσοαστικής τάξης, όπου η κοκεταρία λιάζεται ανέμελη και τρυφηλή.

Πίσω από το πρώτο ελικόπτερο, που μεταφέρει τον εναέριο Ιησού, ένα δεύτερο ακολουθεί κατά πόδας. Σε αυτό επιβαίνει ένα πασίγνωστο ντουέτο του κίτρινου τύπου, ένας σκανδαλοθηρικός ρεπόρτερ και ένας φωτογράφος. Παρεμπιπτόντως, σε αυτό το σημείο, θα ανοίξουμε μια μικρή παρένθεση. Το La Dolce Vita του Φεντερίκο Φελίνι, μεταξύ των πολλών άλλων παράσημων που κοσμούν το πέτο του, κατέχει ένα γαλόνι σπάνιας και ανεκτίμητης αξίας, καθότι αποτελεί μια ταινία που προσέδωσε στο σινεμά γλωσσοπλαστική ισχύ. Το επίθετο του φωτογράφου, που μόλις σας αναφέραμε, είναι Ενρίκο Παπαράτσο. Πλέον, γνωρίζετε από πού προήλθε το όνομα των διαβόητων φωτορεπόρτερ που στήνουν ενέδρες στις celebrities, μπας και υποκλέοψουν κάποιο αρετουσάριστο ενσταντανέ της προσωπικής τους ζωής. Ναι, καλά το καταλάβατε, η σκοτεινή αίθουσα είναι η νονά της λέξης «παπαράτσι», σε μια τρανταχτή απόδειξη της αδιανόητης δύναμης που κρύβουν μέσα τους οι κινηματογραφικές εικόνες.

Επιστροφή, όμως, στο δεύτερο ελικόπτερο και τον ρεπόρτερ, που ανοίγει διάλογο με τις λιαζόμενες κοκέτες. Μπορούμε να τον δούμε να μιλάει, να ανοιγοκλείνει το στόμα, να κάνει χειρονομίες, αλλά δεν θα τον ακούσουμε ποτέ. Τον πνίγει ο θόρυβος της μηχανής του ελικοπτέρου, τον βουβαίνει η ίδια του η ζωή, η καθημερινότητα και το επάγγελμά του. O Μαρτσέλο -τον οποίο υποδύεται ο Μαρτσέλο Μαστροϊάνι, στο ξεκίνημα της λαμπρής του συνεργασίας με τον Φελίνι, που απέδωσε καρπούς 6 ταινιών- είναι διατεθειμένος, όπως βλέπουμε, να πάρει στο κατόπι ακόμη και τον θεό τον ίδιο, προκειμένου να ξεκλέψει μια αδιάκριτη ματιά μέσα από κάποια κλειδαρότρυπα.

Ο τελικός προορισμός των δύο ελικοπτέρων, όπως διατυπώνεται ξεκάθαρα, είναι «ο Πάπας» και η Πλατεία του Αγίου Μάρκου, στο Βατικανό. Σε αυτή την πόλη της γκλαμουριάς, του φαίνεσθαι, της βιτρίνας, του ράθυμου ξεφαντώματος, τα εγκόσμια λούσα υπερνικούν τα επουράνια κηρύγματα. Με ένα απότομο cut, μεταφερόμαστε σε ένα night club, στην καρδιά της ρωμαϊκής νυχτερινής ζωής της καλής κοινωνίας, όπου ένα σχεδόν παγανιστικό χορευτικό (με μια ξεκάθαρη υπόνοια αποικιοκρατικού τύπου υποτίμησης) δίνει τον τόνο, φέρνοντας στο νου τη μεταμφίεση της Μόνικα Βίτι σε Αφρικανή πολεμίστρια δύο χρόνια αργότερα, στην Έκλειψη του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Οι επαγγελματίες γλεντζέδες της Ρώμης προσπαθούν να καμουφλάρουν την υπόκωφη βαριεστημάρα τους, να μασκαρέψουν την πλήξη τους, να εφεύρουν μια τεχνητή γέμιση για το κενό που τους ταλανίζει.

Τα εναρκτήρια πλάνα του La Dolce Vita υπήρξαν μία από τις αφορμές που οδήγησαν το Βατικανό και την Καθολική Εκκλησία να περάσουν την ταινία από Ιερά Εξέταση και να την καταδικάσουν στις αιώνιες φλόγες της Κολάσεως. Οι υπόλοιπες αφορμές για αυτό τον αφορισμό είχαν ως κοινό παρονομαστή τη Σουηδή πρωταγωνίστρια Ανίτα Έκμπεργκ, με πρώτη και καλύτερη στην αμαρτωλή λίστα τη μυθική σκηνή όπου συναντά τον Μαρτσέλο στην κορυφή του Καθεδρικού, ντυμένη με αμφίεση Καθολικού ιερέα, με φόντο την ιερά πλατεία του Καθολικισμού. Φυσικά, εξίσου ανίερη θεωρήθηκε και η συνολική της παρουσία στην ταινία, με την κάμερα να καταβροχθίζει κάθε διαθέσιμη σπιθαμή από τη χυμώδη σεξουαλικότητά της, με αποκορύφωμα, φυσικά, την εμβληματική νυχτερινή σκηνή στη Φοντάνα ντι Τρέβι.

Ο Φελίνι πλάθει μια ατμόσφαιρα υποδόριας λαγνείας, μια διάχυτη αίσθηση σεξουαλικής επιθυμίας, η οποία κάθε άλλο παρά αναμενόμενη μπορούσε να λογιστεί εν έτει 1960. Μάλιστα, δεν διστάζει να τραβήξει το σκοινί του σοκ στα άκρα, αντλώντας έμπνευση και από ένα αληθινό περιστατικό: το χαστούκι που δέχεται η Έκμπεργκ από τον επί της οθόνης σύζυγό της στην ταινία παραπέμπει ευθέως σε ένα στιγμιότυπο που φιγουράρισε στα εξώφυλλα των ιταλικών tabloids, με αρνητικό πρωταγωνιστή τον πραγματικό σύζυγο της Έκμπεργκ.

Ο Φελίνι βυθίζει τον κεντρικό ήρωά του ολοένα και πιο βαθιά στα στάσιμα νερά του βάλτου όπου έχει επιλέξει για βασίλειό του, παρουσιάζοντας τη λαμπερή κοσμική πασαρέλα ως μια πνευματική και ηθική terra cotta. Σαν αρχηγός μιας αγέλης φαντασμάτων, βουτηγμένος στην πλάνη ότι κινεί τα νήματα, ενώ στην ουσία άγεται και φέρεται από έναν αόρατο μαριονετίστα, ο Μαρτσέλο εγκλωβίζεται σε ένα φαύλο κύκλο μακάβριας επαναληψιμότητας.

Τυφλωμένος, περιπλανιέται στους λαβύρινθους μιας ψεύτικης χλιδής, προδίδοντας ασταμάτητα κάθε πιθανότητα διαφυγής και λύτρωσης. Ο κόσμος του La Dolce Vita υπόσχεται μια ατέρμονη Γλυκιά Ζωή, η οποία καταλήγει να μοιάζει με οιονεί και ακατάπαυστο θάνατο. Με φιγούρες τυλιγμένες σε ένα πέπλο απόλυτης και κανιβαλιστικής αδιαφορίας, λες και έχουν ξεπηδήσει από τις σελίδες του Αλμπέρτο Μοράβια.Καθοδόν προς ένα φινάλε υποβλητικής μεγαλοπρέπειας και σπαρακτικής αναπόδραστης ήττας. Το κήτος που ξεπροβάλλει από την θάλασσα, νεκρό εδώ και μέρες, αλλά με μάτια γουρλωμένα και απέθαντα, είναι μια φωτοτυπία του ήρωά μας, που το παρατηθεί έκθαμβος, με βλέμμα ανατριχιαστικά παρόμοιο, εξίσου άδειο και κούφιο. Ο Μαρτσέλο, που στην αρχή της ταινίας, βρίσκεται στον ουρανό, θαρρείς βασιλιάς των πάντων, τώρα βρίσκεται γονατισμένος, εξαντλημένος, τσακισμένος από τον ίδιο του τον εαυτό του. Κι όταν θα του παρουσιαστεί η στερνή ευκαιρία, το ύστατο αποκούμπι για να βρει τη σωτηρία, ο ίδιος θα κωφεύσει. Αυτή τη φορά, σε αντίθεση με το εναρκτήριο πλάνο, θα τον ακούσουμε να παραδέχεται ότι δεν μπορεί να καταλάβει, δεν μπορεί να αντιληφθεί. Η Γλυκιά Ζωή έχει κλείσει την καταπακτή μια για πάντα.

Info

Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης – αίθουσα Σταύρος Τορνές (Αποθήκη 1, Λιμάνι, τηλ. 2310-378404)
Γενική είσοδος: 4€ // CineΚάρταF: 3€ // CineΚάρταF Gold: Δωρεάν

Πρόγραμμα προβολών του αφιερώματος

Κυριακή 20/10

21:00 La Strada

Δευτέρα 21/10

20:30 La Dolce VIta 

Τρίτη 22/10

21.00 8 ½   

Thessaloniki International Film Festival