του Γιάννη Σμοϊλη
Με αφορμή τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας και την επικείμενη έξοδο του «Joker» στις ελληνικές αίθουσες, με τον εκπληκτικό Χοακίν Φίνιξ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, θυμήθηκα κάτι που είχε συμβεί πέρσι τέτοια εποχή περίπου. Βλέποντας στο μετρό έναν πιτσιρικά, γύρω στα 20, να φοράει μπλούζα με τον Τζόκερ του Χιθ Λέτζερ, άρχισα να σκέφτομαι το πόσο μεγάλο αντίκτυπο είχε στη μαζική κουλτούρα των δέκα τελευταίων ετών, ο συγκεκριμένος αντι-ήρωας, και κυρίως στη νεολαία. Φυσικά, αυτό εύκολα εξηγείται. Ο Τζόκερ είναι μια φιγούρα που προσωποποιεί το ανώνυμο συλλογικό άγχος το οποίο παράγει σε τεράστιες ποσότητες ο σύγχρονος τρόπος ζωής. Δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα γι’ αυτόν: είναι ολόκληρος μια άναρχη επιθυμία να διαλύσει, να επιφέρει το χάος, χωρίς λόγο, χωρίς οργανωμένο σχέδιο, εντελώς νιχιλιστικά και αδικαιολόγητα. Πρόκειται για μια απολιτική φιγούρα «κακού», κι αυτό ταιριάζει τέλεια στην εποχή μας του τέλους των ιδεολογιών.
Η μετα-νεωτερικότητα απαλλάσσοντας την εξουσία απ’ το καθήκον να έχει σαφή χαρακτηριστικά κι ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο (ή, έστω, ένα προσωπείο), την εξαερώνει και την απλώνει παντού σαν τοξικό αέριο, θρυμματίζει το κέντρο της και μοιράζει τα κομμάτια του σε όλη την επικράτεια του πραγματικού (ο Φουκώ θα έλεγε ότι, έτσι κι αλλιώς, δεν έχει κέντρο η Εξουσία), διαχέει την επενέργειά της στο κοινωνικό πεδίο, την μετατρέπει σε φάντασμα. Τι πιο λογικό, λοιπόν, απ’ το να αποτελεί ένα είδος φαντάσματος κι ο «εχθρός» της, με τον οποίο ταυτίζονται τόσο εύκολα οι νέοι άνθρωποι;
Μπροστά στον πόθο του Τζόκερ να αποδιοργανώσει τα πάντα, να «ξεκουρδίσει» τον μηχανισμό, όλες οι μεταφυσικές της επανάστασης μοιάζουν ανώδυνες. Επειδή αυτός ο μηχανισμός καταπιέζει και στρεσάρει ανελέητα χωρίς να το ομολογεί, επειδή είναι ένα ύπουλο σαράκι που φορά τη μάσκα της καλοπέρασης και της ευτυχίας, η ίδια η αντίδραση που δημιουργεί είναι μιας, περίπου, παράλογης τάξης. Αφού ο καπιταλισμός και η καταναλωτική κοινωνία νίκησαν, αφού εξάλειψαν τον ανταγωνισμό και παίζουν πλέον χωρίς αντιπάλους, η άρνησή τους προβάλει πια σαν καθαρή τρέλα. Ήδη από τον Φρόιντ η απόρριψη του κομφορμισμού ισοδυναμεί με «ασθένεια», με «άρνηση της αρχής της πραγματικότητας» -δηλαδή της στείρας εργατικότητας που δεν αφήνει κανέναν χώρο στην απόλαυση. Ο 20ος αιώνας ψυχιατρικοποιεί την αντίσταση στον κυρίαρχο τρόπο ζωής.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, ο Τζόκερ γίνεται ο εκπρόσωπος της περίφημης «δυσφορίας μέσα στον πολιτισμό» για την οποία μιλούσε ο πατέρας της ψυχανάλυσης. Δίνει σάρκα και οστά στην ενστικτώδη επιθετικότητα των ανθρώπινων όντων που ψάχνει διαρκώς ιδεολογικά προσχήματα και μεταμφιέσεις για να ξεσπάσει. Ο Τζόκερ τα απορρίπτει όλα αυτά, όπως απορρίπτει και τη φενάκη του νοήματος. Δεν έχει λόγο να επιτεθεί στον πολιτισμό, καμιά ιδέα πίσω απ’ τη μανία του, καμιά μεταφυσική. Επιτίθεται για να επιτεθεί, για να στρέψει την προσοχή μας στην προαιώνια αλήθεια της φιλοπόλεμης φύσης μας.
Το βασικό επιχείρημα υπέρ της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς που προβάλουν οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι, είναι η αποτυχία όλων των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού να αντιτάξουν στις καπιταλιστικές δημοκρατίες κάτι καλύτερο απ’ την καταπίεση, την περιστολή των ατομικών δικαιωμάτων και την τυραννία. Στη μία πλευρά ο ολοκληρωτισμός, λοιπόν, και στην άλλη μια «ελευθερία» που παράγει σε τεράστιες ποσότητες άγχος, μοναξιά και δυστυχία. Αφού οι ιδεολογίες του ορθού λόγου, μοιάζουν να απέτυχαν στην αποστολή τους (να προστατέψουν τον άνθρωπο από τον ίδιο τον εαυτό του) τότε η τρέλα θα αναλάβει τον ρόλο του σωτήρα. Ο Τζόκερ δεν τάσσεται, απλώς, κατά του καπιταλισμού, αρνείται την οικονομία γενικά ως κεντρικό αφήγημα των μοντέρνων δυτικών (και όχι μόνο) κοινωνιών, καίει τα χρήματα. Δεν τα απορρίπτει, όμως, στο όνομα μιας ιδέας ή ενός εναλλακτικού τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας, καταστρέφει για τη χαρά της καταστροφής καθ’ αυτήν.
Ακριβώς γι’ αυτό μπορεί να γοητεύει απεριόριστα, και στην ίδια ένταση, φασίστες και ακροαριστερούς. Ο Τζόκερ στο «άγιο δισκοπότηρο» της σύγχρονης ποπ κουλτούρας που λέγεται, «Dark Knight», είναι μια αφαίρεση, δεν έρχεται από πουθενά, δεν τον κρατάει τίποτα όπως επίσης δεν τον οδηγεί και τίποτα. Εξ’ αυτού, οι νέοι τον νιώθουν οικείο. Ούτε εκείνοι αισθάνονται ότι έρχονται από κάπου ή ότι ανήκουν οπουδήποτε. Στα μάτια τους, αυτή η μακιγιαρισμένη φάτσα ανισόρροπου παλιάτσου, είναι το ίδιο τους το μίσος απέναντι σ’ έναν κόσμο που δεν έχει καμία θέση γι’ αυτούς.
Ανώνυμο, χωρίς παρελθόν και μέλλον, τυφλό, τρελό και απείθαρχο, το άγχος της ύπαρξης μέσα στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες, όπου όλα είναι ρυθμισμένα από πριν, τακτοποιημένα και στη θέση τους, γίνεται ο Τζόκερ και εκδικείται εκείνους που θέλησαν να αφαιρέσουν απ’ τη ζωή τη γόνιμη ενδεχομενικότητά της, το πάθος και την εντροπία της. Σ’ έναν κόσμο όπου όλα είναι μετρήσιμα, υπολογισμένα, ορθολογικά και ασφυκτικά ελεγχόμενα, ο τρελός κλόουν εκσφενδονίζει σαν βόμβα μολότοφ, ένα εκρηκτικό γέλιο ποθεί να τα αρνηθεί όλα αυτά. Την τάξη, τα συστήματα, τους κανόνες που δένουν τα άτομα με την καταθλιπτική, αστική μοίρα τους. Βασικά θέλει να αρνηθεί το ίδιο το άτομο ως ορθολογικό (και βαθιά δυστυχισμένο) υποκείμενο, να το διαλύσει και να το απελευθερώσει.
Το μεγάλο λάθος του Κρίστοφερ Νόλαν, ήταν ότι δεν προσπάθησε σε καμία στιγμή να δείξει την άλλη πλευρά του Τζόκερ, αυτόν τον απογοητευτικά μονοδιάστατο αντιδραστισμό του όπου εντός του συνωθούνται μύριες εκδοχές κακοχωνεμένου νιτσεϊσμού (αλίμονο, οι μηδενιστές όλων των πολιτικών παρατάξεων έχουν παραποιήσει, κατά καιρούς, τον Νίτσε). Τον μετέτρεψε σε αληθινό ήρωα της ταινίας, αφήνοντας τον Μπάτμαν περίπου να ταυτίζεται με την κοινωνία του ελέγχου και της σκληρής αστυνόμευσης (ειδικά εκεί προς το τέλος με το λογισμικό παρακολούθησης των κινητών τηλεφώνων). Ο Μπάτμαν ως αυστηρός μπάτσος, ως παρακλάδι μιας ακροδεξιάς αντίληψης της κοινωνικής ειρήνης (στο τελευταίο μέρος της τριλογίας, αυτό πια δεν κρύβεται καθόλου). Είναι σαν να λέει ο σκηνοθέτης: «ή το χάος του Τζόκερ ή η καταστολή του Μπάτμαν, διαλέξτε και πάρτε.»
Μετά απ΄αυτό, πώς να μη διαλέξουν οι νέοι –κυρίως- το πρώτο; Τίποτα δεν αποδεικνύεται πέρα απ’ την αδυναμία του Νόλαν να αναπτύξει μια πειστική διαλεκτική –εφόσον θέλει να φτιάξει μια ρεαλιστική υπερηρωική ταινία- και να δει κριτικά τόσο τον «καλό» όσο και τον «κακό» του. Ο Τζόκερ έγινε ένας ήρωας της μοντέρνας ποπ κουλτούρας, κυρίως εξαιτίας των ελλείψεων που έχει ο δημιουργός του «Dark Knight»: την παντελή απουσία ειρωνείας και χιούμορ. Μια πομπώδης σοβαροφάνεια κρεμιέται πάνω απ’ όλες τις ταινίες του σαν μαύρο σύννεφο, βαραίνοντας ακόμα και τα αριστουργήματα, το «Prestige» και το «Inception»: απλά εκεί αποδεικνύεται λιγότερο ενοχλητική γιατί η πρώτη ύλη δεν είναι «ελαφριά». Το βασικό ελάττωμα του, όμως, είναι η δυσκολία διάκρισης των μοραλιστικών αποχρώσεων. Εν ολίγοις, του λείπουν, όλα εκείνα που διέθετε σε πλεόνασμα το είδωλό του, ο μέγας Κιούμπρικ. Δεν είναι κάπως αστείο;
Αν ο Νόλαν δεν ήταν τόσο βλοσυρός, αγέλαστος δημιουργός, θα μπορούσε να δει τον Τζόκερ από μια κριτική απόσταση, κι έτσι θα τον καταλάβαινε καλύτερα, πιο σφαιρικά ίσως (ο Κούντερα έλεγε, πολύ σωστά, ότι μέσω του χιούμορ αναστέλλεται η ηθική κρίση, αρνούμαστε να αποφανθούμε με απολυτότητα για τα πράγματα). Δεν θα πρότεινε στη νεολαία έναν κάλπικο επαναστάτη αλλά, όπως το έκανε άριστα ο Ντέιβιντ Φίντσερ στο «Fight Club», θα μπορούσε να δείξει τον ακραίο συντηρητισμό που φωλιάζει εντός της ίδιας της βίας. Γιατί, όπως έγραφε ο Νίτσε, η βία μαρτυρά πάντα την ανάγκη για έναν κανόνα.
Μένει να δούμε ποιά η προσέγγιση του εμβληματικού αντι-ήρωα από τον Τοντ Φίλιπς στο δικό του «Joker», αυτή που του χάρισε τα 8 λεπτά standing ovation στην Βενετία!