Ο Τζόκερ και η μοντέρνα απομυθοποίηση της «κοινοτοπίας του Κακού»

του Γιάννη Σμοϊλη

Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μόδα στο αμερικανικό σινεμά ένα είδος ταινίας «αποδόμησης» του Κακού. Εμβληματικοί «κακοί», όπως ο Χάνιμπαλ Λέκτερ ή ο Μάικλ Μάγιερς (φέρνω δύο τρανταχτά παραδείγματα), αντιμετωπίζονται σαν κοινές ψυχοπαθολογικές «περιπτώσεις», σε έργα άλλοτε μέτρια (το «Hannibal Rising»), άλλοτε κάκιστα (τα δύο trash «Halloween» του καλού μουσικού αλλά ελεεινού σκηνοθέτη, Rob Zombie), τα οποία εκμεταλλεύονται την περιέργεια του κοινού για να κόψουν εισιτήρια. Τώρα, προφανώς, ήρθε η σειρά του Τζόκερ.

Δεν αμφισβητώ ότι η ταινία ανατρέπει όλα όσα ξέραμε για την comic book movie και πως πρόκειται, κυρίως, για μια υποβλητικότατη ανατομία χαρακτήρα. Βασικά, σ’ αυτό το τελευταίο έγκειται η ένστασή μου. Μπορεί να έχω ένα σωρό θέματα με το «Dark Knight» αλλά συμφωνώ απόλυτα με την επιλογή του Νόλαν να μη δώσει καμιά πληροφορία για τον Τζόκερ, καμία απολύτως. Δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτόν και είναι η άγνοιά μας που τον κάνει τόσο τρομακτικό. Το μυστήριο που τον τυλίγει, δημιουργεί τον μύθο του. Όπου εμφιλοχωρούν οι εξηγήσεις, οι μύθοι καταρρέουν κι η μαγεία εξαφανίζεται. Προφανώς η νεωτερικότητα, με την απόλυτη κατίσχυση του ορθού λόγου και της επιστημονικής αλήθειας, εγκατέστησε την ανθρωπότητα σ’ ένα σύμπαν απέραντης απομάγευσης. Αυτό είναι γνωστό. Στο σινεμά, όμως (και στην τέχνη γενικότερα), ψάχνουμε λίγη απ’ τη μαγεία που μας έκλεψε ο πραγματικός κόσμος.

Ο Χάνιμπαλ Λέκτερ, ο Μάικλ Μάγιερς, ο Τζόκερ, όλες αυτές οι μυστηριακές ενσαρκώσεις του πνεύματος του Κακού και της καταστροφής, έπεσαν θύματα της περιπτεριακής ψυχανάλυσης. Όχι πια σύγχρονες μορφές των δαιμόνων που τρόμαζαν την αρχαία ανθρωπότητα, αλλά -εύκολα ταξινομήσιμα στα κιτάπια της εγκληματολογίας- ανθρωπάκια χωρίς μυστήριο, χωρίς αίγλη, χωρίς το μαύρο φωτοστέφανο του Διαβόλου πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Η νέα τάση είναι η απομυθοποίηση. Γιατί συμβαίνει αυτό; Τολμώ να απαντήσω: επειδή ο σύγχρονος άνθρωπος φοβάται υπερβολικά το άγνωστο. Κι όσο πιο λίγους λόγους έχει να φοβάται, όσο πιο «γνωστός» γίνεται ο κόσμος, τόσο περισσότερο φοβάται. Διότι δεν ξέρει πού να αποδώσει πλέον την διαρκή αίσθηση ανησυχίας και τρόμου που φωλιάζει στην καρδιά του, κι είναι αναγκασμένος να παραδεχθεί ότι αυτό που τον φοβίζει τόσο πολύ είναι ο ίδιος του ο εαυτός (ο Σαρτρ θα έλεγε πως είναι η ελευθερία του). Για να μετριαστεί αυτή η αγωνία, λοιπόν, πρέπει όλα να εξηγηθούν «ορθολογικά», «επιστημονικά», με ακρίβεια, να πέσει φως παντού, να μη μείνει καμιά γωνία του πραγματικού αφώτιστη και σκιερή. Η απίστευτα κιτς και μελοδραματικά κοινότοπη εξήγηση της «τρέλας» του Χάνιμπαλ Λέκτερ, μέσω μιας αδιανόητα τραυματικής ηλικίας, τον καθιστά ακίνδυνο. Όχι για τους εχθρούς του, αυτοί σταθερά κινδυνεύουν, αλλά για εμάς τους θεατές. Διότι αν ο Χάνιμπαλ εμπίπτει στην ψυχολογική περιπτωσιολογία, τότε είναι ένας άνθρωπος όπως όλοι οι άλλοι. Ένας τραυματισμένος άνθρωπος, σίγουρα, κι αυτό είναι το πιο καθησυχαστικό απ’ όλα. Εμείς που είχαμε κανονικές ζωές και κανονικές παιδικές ηλικίες, δεν χρειάζεται να ανησυχούμε. Δεν μας απειλεί το σκοτάδι που εκείνον τον κατάπιε.

Από τη χριστιανική μυθολογία του μεσαίωνα μέχρι τη σύγχρονη μυθολογία των καπιταλιστικών δημοκρατιών, δηλαδή το σινεμά, αυτό που προσέδιδε πάντα στο Κακό τον αυθεντικά τρομακτικό του χαρακτήρα, ήταν η διάστασή του της επιλογής, της ελευθερίας. Αν είσαι ελεύθερος να πράξεις το Κακό, αν μπορείς να το επιλέξεις ανεξάρτητα από τον οποιονδήποτε ψυχολογικό ντετερμινισμό, τότε στο πρόσωπο του Λέκτερ, του Μάικλ Μάγιερς, του Τζόκερ μπορεί να αντικρίσεις τον εαυτό σου. Και να ο αληθινός τρόμος! Οι φιγούρες αυτές, όταν δεν έρχονται από πουθενά, όταν καμιά ορθολογική εξήγηση δεν μπορεί να φωτίσει το σκοτάδι τους, είναι παραμορφωτικοί καθρέφτες, σατανικά κάτοπτρα που σου επιστρέφουν το είδωλό σου σε μια δαιμονική εκδοχή του. Γιατί κάνει ο Τζόκερ αυτά που κάνει; Γιατί έτσι! Επειδή το θέλει, επειδή το επέλεξε. Να μια απάντηση που μας παγώνει το αίμα. Αν, όμως, η ζωή του τον έκανε αυτό που είναι, μια ζωή γεμάτα δράματα, κακοτυχία και αδικίες, τότε δεν είχε καμιά άλλη επιλογή. Κλείσαμε τον φάκελό του, ξεμπερδέψαμε. Κανένας λόγος ανησυχίας. Μια άβυσσος μάς χωρίζει απ’ αυτόν, όπως και από τη ζωή που έζησε. Δεν υποψιαζόμαστε την ύπαρξη κάποιας αβύσσου μέσα μας, την έχουμε τοποθετήσει απέναντί μας, οριστικά.

Οι «επιστημονικές» αποδομήσεις αυτού του τύπου, με το πάθος τους για ορθολογική καθαρότητα, ομολογούν τον φόβο του μοντέρνου ανθρώπου απέναντι στη, μη εξαρτώμενη από όρους, φύση του Κακού. Το Κακό στον κόσμο, πρέπει να είναι κι αυτό ένα οικονομικό ζήτημα, να καθορίζεται από μια μαθηματική εξίσωση, ει δυνατόν. Ο καπιταλισμός, αναγκαστικά, παράγει φτώχια, δυστυχία, αθλιότητα, άρα παράγει και μορφές του Κακού, αλλά εντάξει, από τη στιγμή που έχουμε κατανοήσει τις αιτίες του, θα το αντιμετωπίσουμε. Υπάρχει τόσο λίγο μυστήριο στο Κακό όσο και στον μηχανισμό λειτουργίας μιας χύτρας ταχύτητας. Μακριά από μας η υποψία ότι το Κακό σχετίζεται άμεσα με την ελευθερία μας να παραβούμε όλους τους κανόνες, χωρίς κανέναν απολύτως λόγο, απλώς επειδή το θελήσαμε. Κι έπειτα δεν είναι μόνο αυτό. Πέρα απ’ την ανθρώπινη διάσταση του θέματος, υπάρχει και μια άλλη που αφορά συνολικά τη Φύση, της οποίας αποτελούμε κομμάτι. Κάθε οργανική δομή, είτε πρόκειται για μια κοινωνία, μια ιστορική περίοδο, για ένα οικοσύστημα ή απλώς για έναν βιολογικό σχηματισμό όπως το σώμα μας, τείνει προς την αποσύνθεση. Αν το Καλό είναι μια δύναμη που συνθέτει, το Κακό είναι η αντίθετη δύναμη που αποσυνθέτει.

Συνεπώς, όσο μεθοδικά κι αν έχουμε οργανώσει ένα σύστημα, δεν μπορούμε να εμποδίσουμε, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, τη διάλυσή του. Αυτή η αίσθηση ενός επικείμενου -αναπόφευκτου- τέλους των συνθέσεών μας, δηλαδή του θανάτου και της καταστροφής που έρχονται, συχνά, απροειδοποίητα, υποστασιοποιείται σε όλες τις μυθολογίες (και ειδικά τις θρησκευτικές) μέσα από μορφές δαιμονικές που προκαλούν τον τρόμο. Ο χριστιανός βάζει αυτή την αγωνία της αποδιοργάνωσης στη μορφή του Σατανά. Ο κινηματογραφόφιλος διαισθάνεται την παρουσία αυτής της ιδέας, πίσω απ’ το πρόσωπο του Τζόκερ. Αυτό συμβαίνει, όμως, όταν ο Τζόκερ δεν «ψυχολογικοποιείται», όταν παραμένει απ’ την αρχή ως το τέλος, άγνωστος, περισσότερο ένα σύμβολο του χάους παρά ένας διαταραγμένος ή βασανισμένος άνθρωπος. Η εντροπία, η ροπή του συστήματος προς την αποσύνθεση, η ενδόρρηξη του μηχανισμού, η ορμητική είσοδος του Παραλόγου μέσα σ’ έναν κόσμο αφόρητα λογικό και τακτοποιημένο, να τι είναι ο Τζόκερ (και οι άλλοι εμβληματικοί κακοί που αναφέρθηκαν σ’ αυτό το κείμενο), όταν δεν γραπώνονται απ’ τις δαγκάνες του ψυχολογισμού και της κοινωνιολογίας.

Στην ταινία του Τοντ Φίλιπς, πριν τον Τζόκερ υπάρχει ο Άρθουρ Φλεκ. Που είναι φτωχός, μοναχικός, φαντασιόπληκτος, λιγάκι τρελός αλλά κατά βάθος αδύναμος. Αδύναμος να αντιμετωπίσει μια κοινωνία που τον συνθλίβει σαν κατσαρίδα κάτω απ’ το πανάκριβο παπούτσι της. Μια σειρά από γεγονότα, τον φέρνουν στα όρια και δημιουργούν απ’ αυτό το τραγικό πλάσμα έναν «άγγελο τιμωρό», Όχι στα δικά του τα μάτια (αυτός απλώς εκδικείται την κοινωνία στο πρόσωπο των επιφανών εκπροσώπων της), στα μάτια των άλλων, των πολλών που ταυτίζονται μαζί του γιατί του μοιάζουν. Ο κόσμος μας είναι καζάνι που βράζει και τα άτομα -η ψυχολογική ισορροπία των οποίων έχει καταντήσει τόσο εύθραυστη- δεν θέλουν και πολύ για να μετατρέψουν σε ήρωα και έμβλημα του θυμού τους, έναν παλαβό. Αυτό που μας λέει ο «Joker» είναι ότι τελικά το χάος,  είναι μια τάξη που δεν έχει αποκρυπρογραφηθεί ακόμα, κατά τη ρήση του Σαραμάγκου. Μια τάξη καθαρών αιτιών και συγκεκριμένων αποτελεσμάτων που κι αν μοιάζουν ακατανόητα με μια πρώτη ματιά, αρκεί να φωτίσουμε λίγο καλύτερα τη διαλεκτική τους για να δούμε να αναδύεται μπροστά μας η γενεαλογία του Κακού στη μεγαλοπρέπεια της κοινοτοπίας της. Το Κακό έχει κι αυτό τον φάκελό του σε κάποιο ληξιαρχείο. Τέρμα οι αταβιστικές επιστροφές στους αρχαίους μύθους. Δεν υπάρχουν δαίμονες ή απόστολοι της αβύσσου, μονάχα άνθρωποι, για την ακρίβεια ανθρωπάκια που πίσω απ’ την τρομακτική μάσκα παρανοϊκής αλαζονείας που φορούν, βρίσκεται το θλιμμένο πρόσωπο της ήττας και της συντριβής τους.

Η απομυθοποίηση του Τζόκερ, είναι ο σκοπός αυτού του φιλμ. Ο Τοντ Φίλιπς έφτιαξε ένα δράμα τρόμου που φλερτάρει με την ταξική καταγγελία χωρίς να φτάνει ποτέ στο σημείο να κάνει έρωτα μαζί της (όλα μένουν στο επίπεδο της νύξης και της πλάγιας στηλίτευσης). Πασχίζει να αποτυπώσει την κοινωνικοπολιτική εντελέχεια μιας υπαρξιακής κατάρρευσης αλλά καταλήγει να αναμασά μελοδραματικές κοινοτοπίες περί των «αδύναμων»  που καταβροχθίζονται από το – έτσι αόριστα και εφηβικώς μεγαλόστομα- «Σύστημα». Αυτό που επιθυμεί, κυρίως, είναι να αντικαταστήσει τη φιγούρα του Άρχοντα του Κακού, με μια ψυχολογική γκραβούρα περιπτωσιολογίας. Οι επιρροές από τον «Ταξιτζή» και το «The King of Comedy», τα δύο αριστουργήματα του Σκορσέζε πάνω στην -επικίνδυνη- εμμονή να είσαι Κάποιος σ’ έναν κόσμο που σου φοράει, θες δεν θες, το κουστούμι του Κανένα, είναι κάτι παραπάνω από εξώφθαλμες.

Η ουσιαστική διαφορά των μεγάλων ταινιών του Σκορσέζε απ’ αυτό το φιλμ, βρίσκεται στο ότι εκεί υπάρχει αμφισημία. Το παιχνίδι δεν παίζεται στο πώς τους βλέπουν οι υπόλοιποι ήρωες της ταινίας αλλά στο πώς τους βλέπεις εσύ, ως θεατής. Ο Σκορσέζε συνειδητά θολώνει την εικόνα. Είναι ήρωας ο Τράβις Μπικλ ή ψυχοπαθής φασίστας; Πρέπει να απαντήσεις κι από την απάντηση που θα δώσεις, καθορίζονται τα πάντα. Κρίνεσαι εσύ, όχι ο Τράβις. Στο «Joker», δεν συμβαίνει τίποτα τέτοιο. Ο Άρθουρ είναι ένα κοινωνικό συντρίμμι που συμπονάμε. Ο Φίλιπς τον δικαιώνει στα μάτια μας, δεν χρειάζεται να αποφασίσουμε. Ακόμα κι όταν ξεσπάει, έχει το -σκηνοθετικό και σεναριακό- δίκιο με το μέρος του.

Το σημειολογικό βάρος πέφτει στον άνθρωπο, στη μεμονωμένη περίπτωση, όχι στις συμβολικές και ιδεολογικές προεκτάσεις μιας σημαίνουσας φιγούρας της απορρύθμισης του μηχανισμού όπως -ήταν μέχρι πρότινος- ο Τζόκερ. Με τον κάπως ρηχό τρόπο που συμβαίνουν αυτά τα πράγματα στο αμερικανικό σινεμά, με μια τζούρα από διαλεκτικό υλισμό (το έργο προσπαθεί να σκιαγραφήσει, όσο πιο αφηρημένα γίνεται, το πρόβλημα της πάλης των τάξεων και να το επανατοποθετήσει στη ρίζα μιας ενδεχόμενης ρήξης με την -ατομική και συλλογική- αυτοεπιτήρηση: ο Άρθουρ αποδεσμεύεται, σκοτώνοντας, απ’ τα χαλινάρια της ηθικής συνείδησής του και ο όχλος, καταστρέφοντας, καταφέρνει ένα αντίστοιχο θανατηφόρο πλήγμα στο μαζικό υπερεγώ που συμβολίζει η κρατική εξουσία) και μια τζούρα από ψυχανάλυση (αν ο Άρθουρ έχει τόσο μεγάλη ανάγκη από πατρικά υποκατάστατα – ψάχνει έναν πατέρα στο πρόσωπο του Τόμας Γουέιν, στο πρόσωπο του γλοιώδους τηλεπαρουσιαστή- είναι για να ισορροπήσει την τεταμένη σχέση έλξης και απώθησης που τον κρατά μαζοχιστικά προσκολλημένο στη μητέρα του), το «Joker» αντιστρέφει αυτό που επιχείρησε ο Νόλαν στο «Dark Knight»: από το -δεδομένο πια-χάος μιας μετα-νεωτερικότητας που έχει χάσει τον αξιακό της μπούσουλα, πάει πίσω στο άτομο για να καταλάβει τον τρόπο με τον οποίο σαρώνεται απ’ αυτή την έλλειψη νοήματος. Δεν είναι πια ο Τζόκερ που εφορμά εναντίον του καπιταλιστικού κόσμου για να του αποκαλύψει το ιδεολογικό κενό στον πυρήνα του. Η διαδρομή γίνεται αντίστροφα. Είναι ο καπιταλιστικός κόσμος -που έχει αποκτήσει συνείδηση της παράνοιάς του- αυτός που αρπάζει βίαια το άτομο για να του (απο)δείξει ότι «η ζωή του είναι μια κωμωδία».

Το ότι αυτό το άτομο, αυτός ο Τζόκερ ο τόσο αφηρημένος ακριβώς επειδή είναι συγκεκριμένος (γιατί στην εποχή μας, περίπου ο οποιοσδήποτε ψυχάκιας θα μπορούσε να λειτουργήσει ως σύμβολο για την καταπιεσμένη μανία των πολλών), ενσαρκώνεται επί της οθόνης από τον Χοακίν Φίνιξ, είναι ένας λόγος για να νιώθουμε τυχεροί ως θεατές. Ο μεγαλύτερος ηθοποιός των καιρών μας, δίνει μια ερμηνεία για την οποία το Όσκαρ θα είναι πολύ λίγο. Βάζοντας το αίμα της ψυχής του σε κάθε μορφασμό, βλέμμα, κίνηση, λέξη που ξεστομίζει, πραγματοποιεί μια χαρακτηρολογική σπουδή πολύ υψηλού επιπέδου. Πέρα από την συγκλονιστική του απόδοση, όμως, υπάρχει κι ένα σκηνοθετικό όραμα εδώ, μια ποίηση των εικόνων που δεν μπορείς να μη θαυμάσεις. Ο Φίλιπς γεμίζει το δραματικό του οικοδόμημα μ’ έναν σπαρακτικό λυρισμό απελπισίας, που προκαλεί δέος κι ανατριχίλα. Το εικαστικό στυλιζάρισμα, η αρχιτεκτονική των κάδρων, το πένθιμο τσέλο του εκπληκτικού σάουντρακ, όλα συντελούν στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας τόσο κινηματογραφικά μελαγχολικής και στενάχωρα όμορφης που σε υπνωτίζει. Η τονική αρτιότητα του φιλμ είναι επιβλητική.

Αλλά και πάλι, η άψογη αισθητική της ταινίας ντύνει ένα κάπως ισχνό περιεχόμενο. Ναι, όπως έγραφε ο Ρεμπώ «η ζωή είναι μια φάρσα που πρέπει όλοι να παίξουμε», ναι «we are all clowns» γιατί, σαν τον Άρθουρ κρύβουμε πίσω από ψεύτικα νευρικά γέλια και χαμογελαστές μάσκες τον πόνο και την οργή που μας γεννά αυτός ο εξοντωτικός κόσμος (ίσως αυτή η ιδέα του τρομακτικού, ασταμάτητου γέλιου που κυριεύει τον ήρωα όποτε θέλει να κλάψει ή να ουρλιάξει από απόγνωση, να είναι και η πιο ενδιαφέρουσα όλου του έργου), αλλά αυτά είναι πράγματα που λίγο πολύ τα ξέρουμε. Μια ακόμα παρουσίασή τους, έστω και εντυπωσιακή, αρκεί για να χαρακτηριστεί το «Joker», μεγάλη ταινία; Σίγουρα πρόκειται για μια καλή ταινία, αλλά και μεγάλη; Μπορούμε να την πούμε; Προσωπικά, δεν έχω απάντηση ακόμα.

Κάποιοι την έχουν δώσει ήδη με μεγάλη ευκολία. Φοβάμαι, όμως, ότι σε αυτή την περίπτωση, the joke is on them.

Thessaloniki International Film Festival