«All that Jazz»: Take Off With Us
του Ορέστη Ανδρεαδάκη, editorial τεύχους “Πρώτο Πλάνο” #295
Υπάρχει μια εκπληκτική χορευτική σκηνή στο «All that jazz» του Μπομπ Φόσι (το Take Off With Us) η οποία σηματοδοτεί ολόκληρη την φαντασμαγορική απελπισία αυτής της ταινίας ξηλώνοντας τα ψεύτικα ενδύματα του μιούζικαλ και φτιάχνοντας με τα υπολείμματά τους μια αλλόκοτα ηδονιστική πράξη ζωής. Η αντίστοιχη ηδονιστική πράξη θανάτου καιροφυλακτεί στο τέλος της ταινίας.
Μέσα σε αυτή την σκηνή (υποτίθεται μέρος μιας παράστασης που ανεβάζει ο κεντρικός ήρωας και την παρουσιάζει στους παραγωγούς του) ο Φόσι τοποθέτησε όλες τις μικρές χορευτικές και θεματικές βόμβες που τον έκαναν διάσημο και οι οποίες κονιορτοποιούν το καθωσπρέπει παραδοσιακό μιούζικαλ της δεκαετίας του ’50 εισάγοντας μια επώδυνη ένταση σε κάθε κίνηση.
Take off with us, λένε οι χορευτές αυτής της σκηνής οι οποίοι, ως μέλη της αεροπορικής εταιρείας air-otica χωρίζονται σε τρία ερωτικά ζεύγη (ένα στρέιτ, ένα γκέι ανδρικό και ένα λεσβιακό) και προσκαλούν τους θεατές σε ένα τολμηρό ταξίδι υποσχόμενοι να τους πάνε παντού χωρίς να φτάσουν πουθενά- «we can take you anywhere but get you nowhere».
Κάπως έτσι όμως είναι και ολόκληρο το «All that jazz»: ένα εξόχως συναρπαστικό ταξίδι προς το αδιέξοδο, το οποίο έχει σχεδιαστεί πάνω στον χάρτη του κυνισμού για να δώσει στους ταξιδιώτες την πιο ρομαντική αυταπάτη που θα μπορούσαν ποτέ να ελπίσουν.
Έτσι, η φελινική αυτή αυτοβιογραφία που έλκει την καταγωγή της από το «8 1/5», αναδεικνύεται τελικά σε μια οριακή και σωματοποιημένη ελπίδα, κάπου ανάμεσα στο σκοτεινό μέλλον και το ιδανικό παρελθόν.
Ως ιδανικό παρελθόν έβλεπε εξάλλου και ο ίδιος ο Μπομπ Φόσι τη ζωή του γύρω στο 1977 που άρχισε να ετοιμάζει το «All that jazz» – ένα παρελθόν που πήγαινε παντού χωρίς να φτάνει πουθενά.
Τρία χρόνια νωρίτερα, στο απόγειο της δόξας του, είχε πάθει ένα πολύ σοβαρό έμφραγμα που παραλίγο να τον οδηγήσει στον θάνατο. Συμπλήρωνε ήδη πάνω από είκοσι χρόνια καριέρας στο Μπροντγουέι, τα μιούζικαλ που ανέβαζε – υπογράφοντας και την χορογραφία και την σκηνοθεσία- γινόταν τεράστιες επιτυχίες, τα χορευτικά του νούμερα άλλαζαν ριζικά την όψη του είδους εισάγοντας νέους τρόπους έκφρασης που έμελλε να αντιγραφούν αμέτρητες φορές, ενώ με την είσοδό του στον κινηματογράφο το 1969, και αφού είχε κλείσει τα 42 του χρόνια, άλλαξε και τον τρόπο παρουσίασης του μιούζικαλ στην μεγάλη οθόνη.
Η πρώτη του ταινία «Sweet Charity» προτάθηκε για τρία Όσκαρ, ενώ το «Καμπαρέ» (1972) κέρδισε οκτώ χρυσά αγαλματάκια, ανάμεσά τους κι αυτό της καλύτερης σκηνοθεσίας. Το 1972 αναδείχθηκε επίσης ο πρώτος, και μέχρι στιγμής ο μόνος, σκηνοθέτης που κέρδισε, μέσα στον ίδιο χρόνο, Όσκαρ, Τόνι (για το μιούζικαλ «Pippin») και Έμμυ (για το τηλεοπτικό «Liza with Z»).
Το 1974 όμως, όταν μόνταρε το «Λένι ο βρωμόστομος» με τον Ντάστιν Χόφμαν- το οποίο τελικά προτάθηκε για έξι Όσκαρ- και ταυτόχρονα ανέβαζε στο θέατρο το μιούζικαλ «Σικάγο», έπαθε το έμφραγμα και έκανε μια πολύ επικίνδυνη εγχείρηση.
Και τότε, με μια αυτοσαρκαστική κίνηση που δεν είχε προηγούμενο, αποφάσισε να αφηγηθεί τον φόβο του θανάτου περιγράφοντάς τον ως φόβο ζωής- ως μια εορταστική διαδικασία που χλευάζει εξίσου και την ζωή και τον θάνατο. Συμπεριέλαβε επίσης όλες τις εμμονές του για τον έρωτα και αφέθηκε σε μια ανελέητη κριτική στον κόσμο του θεάματος και στην εφήμερη αγωνία για δόξα.
Τοποθέτησε τον εαυτό του στο κέντρο, δίδαξε τον Ρόι Σάιντερ να παίζει σαν να ήταν ο ίδιος (του έβαλε μέχρι και το χαρακτηριστικό του μούσι), προσέλαβε την ερωμένη του Αν Ρέινκινγκ για να ερμηνεύσει την ερωμένη του κεντρικού ήρωα και ξεσκέπασε όλες τις λεπτομέρειες της ζωής του.
Το αποτέλεσμα τον δικαίωσε. Κατ’ αρχάς οκτώ χρόνια αργότερα πέθανε περίπου όπως και στην ταινία: παθαίνοντας έμφραγμα λίγες ώρες πριν από την πρεμιέρα του μιούζικαλ «Sweet Charity» που ανέβαζε στην Ουάσινγκτον. Είχε προλάβει ωστόσο να δει την ταινία του να κερδίζει τον Χρυσό Φοίνικα των Καννών το 1979 και τέσσερα Όσκαρ και είχε καταφέρει να αλλάξει μια για πάντα τους κανόνες του μιούζικαλ, επιβεβαιώνοντας ότι μπορούσε να πάει παντού ακόμη κι αν δεν έφτανε πουθενά.